Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Ταξί που πετάνε

Ο Μάγειρας σατιρίζει...

Πρωτοπόρα η Θεσσαλονίκη στα μέσα συγκοινωνίας. Μετά το μετρό, την υποθαλάσσια αρτηρία, το τραμ, το τρόλεϊ και τον εναέριο σιδηρόδρομο που κατασκεύασαν όσοι κυβέρνησαν την Ελλάδα τα προηγούμενα τριάντα πέντε χρόνια (ακριβώς τόσα χρόνια μετρούν -μέχρι τώρα- οι δεσμεύσεις των κυβερνώντων για τη Θεσσαλονίκη), ήρθε η στιγμή να αποκτήσει η πόλη μας και ταξί που πετάνε. Στην πραγματικότητα, τα απέκτησε ήδη. Και αυτό μπορούν να το βεβαιώσουν κυρίως οι κάτοικοι των επαρχιακών περιοχών που σπάνια επισκέπτονται τη μεγαλούπολη της Μακεδονίας.

 

Μια μέρα, λοιπόν, ο Αντρίκας από ένα χωριό του Κιλκίς αποφάσισε να επισκεφθεί τη Θεσσαλονίκη. Την τελευταία φορά που είχε έρθει ήταν πολύ μικρός και τον συνόδευε ο πατέρας του. Το μόνο που θυμάται από εκείνη την επίσκεψή του ήταν ότι στη Διεθνή Εκθεση είχε και κούνιες για τα παιδιά. Τώρα όμως είδε μια Θεσσαλονίκη πολύ διαφορετική. Με περισσότερα μέγαρα, πολλά καταστήματα, χιλιάδες ανθρώπους στους δρόμους και γεμάτη αυτοκίνητα. Αφού περπάτησε για πολλές ώρες στους δρόμους της πόλης, αποφάσισε να πάρει ένα ταξί για να πάει σε μια θεια του, στα Μάλγαρα. Ανέβηκε στο ταξί και όπως ήταν ξεθεωμένος, τον έπιασε ο ύπνος. Σε κάποια στιγμή, ο ταξιτζής ανέβαινε την αερογέφυρα στην οδό Λαγκαδά και χρειάστηκε να φρενάρει απότομα. Ο Αντρίκας τινάχθηκε από τον ύπνο και κοιτάζοντας από το παράθυρο είδε ότι το ταξί βρισκόταν ψηλά και από κάτω περνούσαν αυτοκίνητα και πεζοί. «Αμάν, μανούλα μου, τα ταξιά στη Θεσσαλονίκη πετάνε», σκέφτηκε τρομαγμένος. «Θα το λέω στους χωριανούς και δε θα το πιστεύουν. 

 

Μετά από κάμποση ώρα κι ενώ τον Αντρίκα τον είχε πάρει πάλι ο ύπνος, ο ταξιτζής περνώντας πάνω από τη γέφυρα του Αξιού, χρειάστηκε ξανά να πατήσει απότομα το φρένο. Ο Αντρίκας τινάχθηκε και κοιτάζοντας ενστικτωδώς έξω από το παράθυρο βλέπει πάλι ότι το ταξί είναι ψηλά και από κάτω, στα δέκα μέτρα κυλάει ένα μεγάλο ποτάμι. «Ω, ρε μανούλα μου, αυτό θα πει τεχνολογία. Κοίτα πόσο ψηλά πετάει», σκέφθηκε ενθουσιασμένος.

 

Όταν με το καλό γύρισε στο χωριό του, πήγε κατευθείαν στο καφενείο και διηγήθηκε τις εμπειρίες του. Οι συγχωριανοί του γελούσαν μαζί του. «Τι λες ρε παλαβέ; Ταξιά που πετάνε»;

-«Ναι, ρε, σας το ορκίζομαι. Εχει τέτοια στη Θεσσαλονίκη. Το είδα με τα μάτια μου».

-«Ασε τα παραμύθια, ρε, Αντρίκα».

-«Βάζουμε στοίχημα να σας τα πάρω»;

Οι συγχωριανοί του συμφώνησαν σε ένα καλό στοίχημα που έφτανε τα χίλια ευρώ συνολικά. Αποφάσισαν μάλιστα να στείλουν δύο εκπροσώπους τους στη Θεσσαλονίκη για να διαπιστώσουν του λόγου το αληθές. Εκείνοι κατέβηκαν με λεωφορείο στη Θεσσαλονίκη και μόλις έφτασαν στο Βαρδάρη περίμεναν να περάσει κάποιο ελεύθερο ταξί. Μετά από λίγο σταμάτησε ένα και μπήκαν μέσα. Αφού κάθισαν αναπαυτικά στο πίσω κάθισμα, δέχθηκαν το πρώτο σοκ από τον οδηγό:

-«Πού να σας πετάξω, παιδιά»;

Οι δύο χωριανοί κοιτούσαν ο ένας τον άλλον αποσβολωμένοι. «Εεεε… στη Βασιλίσσης Ολγας».

-«Ωραία. Σε ποιο ύψος θέλετε»;

Αυτό ήταν! Οι χωριανοί είχαν χλομιάσει. Απλά ο ένας κατάφερε να ψελλίσει: «Τι να σου πω, ρε φίλε. Ετσι κι αλλιώς, το στοίχημα το χάσαμε. Πήγαινε όσο πιο ψηλά γίνεται να δούμε και τη θέα».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ