Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Μεγάλη κουβέντα

Ο Μάγειρας σατιρίζει...

Δεν έχει ειπωθεί πιο σοφή κουβέντα από εκείνη που ξεστόμισε ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο θείος του πρώην πρωθυπουργού μας, αναφερόμενος στην εικόνα που παρουσίαζε επί των ημερών του η Ελλάδα. Χαρακτήρισε τη χώρα μας “ένα απέραντο φρενοκομείο”. Πού να ζούσε και σήμερα, δηλαδή, τι θα έλεγε ο άνθρωπος. Εν πάση περιπτώσει, η δήλωση εκείνη σηματοδοτεί την Ελλάδα από το 2000 και μετά και διαποτίζει σε όλα τα επίπεδα την καθημερινότητα.

 

Σε μια ανώνυμη (αυτό έλειπε) καταγγελία στα blogs, κατηγορείται μια κυρία βουλευτής (φυσικά δεν αναφέρεται το όνομά της) επειδή απαίτησε από τη διεύθυνση δημόσιου νοσοκομείου να αδειάσει ένα τρίκλινο δωμάτιο από τους υπάρχοντες ασθενείς και να νοσηλευτεί μόνη της, σα να επρόκειτο για μονόκλινο. Με βαρείς χαρακτηρισμούς ο αρθρογράφος εξαπέλυσε επίθεση στη βουλευτίνα για την ανάλγητη συμπεριφορά της.

 

Μάλιστα, σε κάποιο σημείο του άρθρου, ο καταγγέλλων επεσήμανε ότι η συγκεκριμένη πολιτικός, γόνος γνωστής πολιτικής οικογένειας και ζάμπλουτη, αντί να επιλέξει κάποιο ιδιωτικό νοσηλευτικό ίδρυμα, κατέφυγε στη λύση του δημόσιου νοσοκομείου. Και με βάση το συγγραφικό ύφος, η κυρία θα πρέπει να λογοδοτήσει για την επιλογή της αυτή.

 

Και τώρα έρχονται στο νου μου παλαιότερες καταγγελίες πολιτών για πολιτικούς, οι οποίοι προκαλούσαν το δημόσιο αίσθημα επειδή επέλεγαν τα ακριβά νοσήλια ενός ιδιωτικού ιδρύματος, αντί να εμπιστευτούν την υγεία τους στο Δημόσιο, όπως κάνει η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Εντάξει, οι πολιτικοί ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για τα χάλια αυτού του τόπου, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση τι πρέπει, τελικά να κάνουν; Να νοσηλεύονται στο Δημόσιο ή στον Ιδιωτικό τομέα; Ή μήπως πουθενά; Καλή ιδέα κι αυτή. Να μένουν στο σπίτι τους και να πηγαίνει εκεί ο γιατρός να τους κάνει καλά. Ή, ακόμη καλύτερα, να φροντίζουν να μην αρρωσταίνουν. Με το που εκλέγονται βουλευτές να τους κάνουν όλα τα εμβόλια, να ησυχάζουμε.

 

Είναι κι αυτό μια μορφή παραλογισμού. Θυμίζει εκείνη την ιστορία με το αντρόγυνο που πήγε και αγόρασε ένα μουλάρι από το παζάρι. Στην αρχή κάθισε πάνω στο μουλάρι ο άντρας και η γυναίκα προχωρούσε πεζή. Περνάνε από ένα καφενείο, βγαίνουν έξω οι θαμώνες και αρχίζουν να κουτσομπολεύουν. “Δεν ντρέπεται ο μαντράχαλος. Δηλαδή, τι το παίζει, αφέντης και αγάς; Εχει τη γυναίκα την καημένη να περπατάει κι αυτός αραχτός πάνω στο ζώο; Φτου σου, ρε”!

 

Τ' ακούει ο άντρας κι αμέσως αλλάζει θέση με τη γυναίκα. Εκείνος με τα πόδια κι εκείνη πάνω στο μουλάρι. Περνάνε από το δεύτερο καφενείο, βγαίνουν τα αλάνια και σχολιάζουν: “Καλά, τι σόι άντρας είναι αυτός; Απ' την ποδιά της γυναίκας του κρέμεται; Ολόκληρος μαντράχαλος και πηγαίνει με τα πόδια για να μην πονέσουν τα πόδια της κυράς; Φτου σου, ρε! Μας ντρόπιασες”!

 

Τι να κάνει το αντρόγυνο, αναγκάζονται και οι δύο να ανεβούν στο μουλάρι. Περνάνε από το τρίτο καφενείο και αρχίζουν πάλι τα σχόλια: “Ρε τους αναίσθητους και τους δύο. Θα το ψοφήσουν το ζώο. Διακόσια κιλά ζυγίζουν μαζί, θα το σκάσουν το έρημο. Τόσο πια σκληράδα; Φτου σας, ρε”!

 

Οι δύο σύζυγοι αγανάκτησαν. “Δεν πάει άλλο”, σκέφτηκαν. Κατέβηκαν και οι δύο από το μουλάρι και πήγαιναν με τα πόδια πίσω από το ζώο. Περνάνε και από το τέταρτο καφενείο και τι να ακούσουν! “Μωρέ αυτοί πρέπει αν είναι μεγάλα κορόιδα. Εδωσαν λεφτά για να αγοράσουν ολόκληρο μουλάρι κι αντί να κάτσουν απάνω του να τους κουβαλήσει, πηγαίνουν με τα πόδια. Φτου σας, κορόιδα”!

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ