Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Η ιστορία της αμερικάνικης αθλητικής ανυπακοής

Όταν οι αθλητές χαλάνε τη γιορτή

Του Γιώργου Παπαδημητρίου

Όταν οι αθλητές χαλάνε τη γιορτή: Μέρος πρώτο

*Από τον Μοχάμεντ Άλι ώς τον Κόλιν Καπέρνικ

Όλα ξεκίνησαν ένα ηλιόλουστο καλοκαιρινό απόγευμα, στις 26 Αυγούστου της περσινής χρονιάς. Ο quarterback της ομάδας San Antonio 49ers, του αμερικάνικου φούτμπολ, Κόλιν Καπέρνικ, αποτόλμησε μία ενέργεια που φάνταζε αδιανόητη για τα αμερικανικά δεδομένα. Στον αγώνα της ομάδας του εναντίον των Green Bay Packers, την ώρα της ανάκρουσης του εθνικού ύμνου των ΗΠΑ, ο Καπέρνικ δεν κοίταζε με λαγνεία τη σημαία, δεν εναπόθεσε το χέρι στο στήθος, δεν ακολούθησε το καθιερωμένο και απαρέγκλιτο τελετουργικό. Σε μία χώρα όπου ο αθλητισμός έχει χροιά σχεδόν μεταφυσική εντός της κοινωνίας, κι όπου μυσταγωγίες σαν την παραπάνω ενδύονται με χαρακτήρα υποχρεωτικό και απρόσβλητο, ο Καπέρνικ δεν δίστασε να φανεί γενναία βλάσφημος.

Ο Καπέρνικ, σε περίπτωση που αναρωτιέστε, δεν είναι κάποιος άγνωστος ή άσημος παίκτης του football. Έχει υπάρξει σούπερ σταρ πρώτου μεγέθους, έχει κερδίσει αμύθητα ποσά από την επαγγελματική του ενασχόληση με τον αθλητισμό, αποτελεί ο ίδιος brand name, ενώ είναι μάλλον συγκλονιστικό το γεγονός πως όταν ήταν 20 ετών αμφιταλαντευόταν σε ποιο παραδοσιακό αμερικάνικο σπορ να ξεκινήσει την καριέρα του, αφού είχε εκπληκτικές επιδόσεις σε μπάσκετ, μπέιζμπολ και φούτμπολ. Νικητής στο νήμα στέφθηκε το τελευταίο και ο Καπέρνικ έμελλε να γίνει ο πρώτος Αμερικάνος αθλητής στην ιστορία του σπορ που θα δίχαζε σε τέτοιο βαθμό την αμερικάνικη κοινωνία. Εν ολίγοις, ο Καπέρνικ είχε πολλά να χάσει από μία τέτοια κίνηση. Υστεροφημία, χορηγούς, αναγνώριση, παχυλούς μισθούς. Κι όμως, προτίμησε να αρθρώσει λόγο, παρά να αρκεστεί στον ρόλο του άβολου και σιωπηλού διασκεδαστή του πλήθους.

Η ιστορία του Καπέρνικ υπήρξε ταυτόχρονα η κατάληξη μίας πορείας που είχε ξεκινήσει λίγους μήνες πριν και η αφετηρία μίας νέας ακόμη πιο δύσβατης διαδρομής. Το κίνημα «Black Lives Matter» είχε αποκτήσει όγκο, παλμό και φωνή εντός του 2016, όταν τα κρούσματα ανεξέλεγκτης αστυνομικής βίας κατά έγχρωμων Αμερικάνων πολιτών είχαν φτάσει στο απροχώρητο. Ο Καπέρνικ ήταν αυτός που απασφάλισε την περόνη, προσβάλλοντας τα ιερά και τα όσια. Ακολούθησαν κι άλλοι, με την περίπτωση της Αμερικανίδας παίκτριας ποδοσφαίρου (του soccer, δηλαδή, όπως το ονομάζουν οι Αμερικάνοι) Μέγκαν Ραπίνο, η οποία, όπως και ο Καπέρνικ, ήταν σταρ πρώτου μεγέθους.

Η Ραπίνο, παρότι λευκή στο χρώμα, δήλωσε στρατευμένη στον δίκαιο αγώνα των Αφροαμερικάνων για ισότητα και ισονομία, ενώ δήλωσε κι η ίδια μέλος μίας καταπιεσμένης μειονότητας, ούσα ομοφυλόφιλη. Και λίγο καιρό μετά, περί τα μέσα του Σεπτέμβρη της περσινής χρονιάς, η Ραπίνο τράβηξε το σκοινί ακόμη παραπέρα, γονατίζοντας κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου των ΗΠΑ, στον φιλικό αγώνα της εθνικής ομάδος ποδοσφαίρου κατά της Ταϊλάνδης.

Κάπως έτσι, φτάσαμε στο τώρα. Με τις αντιδράσεις του αθλητικού κόσμου εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ να αγγίζουν τα όρια χιονοστιβάδας, πρωτοστατούντων των Golden State Warriors, οι οποίοι αρνήθηκαν να επισκεφτούν τον Λευκό Οίκο, σπάζοντας την παράδοση της επίσκεψης των πρωταθλητών του NBA στην προεδρική κατοικία. Αν νομίζετε, πάντως, ότι η κίνηση του Καπέρνικ έχει χωνευτεί από τον συλλογικό αμερικάνικο ψυχισμό  κι από τα μέσα που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη στις ΗΠΑ, guess again. Διότι το διάσημο περιοδικό Sports Illustrated αρνήθηκε μόλις πριν λίγες μέρες να συμπεριλάβει τον Καπέρνικ στο εξώφυλλο του τελευταίου του τεύχους, που απεικονίζει τους αθλητές που έχουν ορθώσει ανάστημα στον Τραμπ. Καλός κι ο ακτιβισμός, αλλά να μην γινόμαστε και βέβηλοι, βεβαίως βεβαίως.

Ο Καπέρνικ υπήρξε, λοιπόν, ο πιο πρόσφατος εκφραστής μίας παράδοσης που είχε ως ληξιαρχική πράξη γέννησης το μακρινό 1967, πριν από 50 ολόκληρα χρόνια. Πιο συγκεκριμένα, τον Μάιο του 1967, ο τότε Πρωταθλητής Βαρέων Βαρών Μοχάμεντ Άλι αρνείται να στρατευτεί και να μεταβεί στο Βιετνάμ, δηλώνοντας αντιρρησίας συνείδησης. Την ίδια στιγμή, βρίσκει την ευκαιρία να ξεσπαθώσει εναντίον των ΗΠΑ, για τις οποίες δηλώνει ότι δεν θα πολεμούσε ποτέ. Τουλάχιστον για όσο καιρό διεξάγουν οι ίδιες έναν ακήρυχτο πόλεμο εναντίον του μαύρου πληθυσμού που κατοικεί στη χώρα και έχει, υποτίθεται, τα ίδια δικαιώματα με τους λευκούς Αμερικάνους.

Με αστραπιαίες κινήσεις, συγκαλείται μία συνάντηση των σπουδαιότερων έγχρωμων αθλητών των τριών σημαντικότερων αθλημάτων στις ΗΠΑ, στο Κλίβελαντ, με σκοπό τη διερεύνηση της πιθανότητας μίας κοινής στάσης δημόσιας στήριξης προς τον Μοχάμεντ Άλι. Η συγκεκριμένη συνάντηση αποτέλεσε την πρώτη οργανωμένη κίνηση πολιτικής χροιάς από Αμερικάνους αθλητές πρώτου μεγέθους, και δικαίως συνιστά, μέχρι και σήμερα, μία χρυσή σελίδα στην ιστορία των civil rights διεκδικήσεων και αγώνων στις ΗΠΑ.

Το νερό είχε πλέον μπει στο αυλάκι και ένα χρόνο αργότερα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικό, ο χρυσός ολυμπιονίκης των 200 μέτρων Τόνι Σμιθ και ο χάλκινος ολυμπιονίκης του ίδιου αγωνίσματος Τζον Κάρλος, προβαίνουν σε μία ενέργεια που προκαλεί ακόμη και σήμερα, παρά την πολτοποίηση που έχει επιφέρει η πολιτική ορθότητα, μία κάποια ανατριχίλα. Ανεβαίνουν στο βάθρο ξυπόλητοι, φορώντας από ένα μαύρο γάντι, και τη στιγμή της ανάκρουσης του εθνικού ύμνου χαμηλώνουν το βλέμμα και υψώνουν τις γροθιές. Τα μετάλλια τους αφαιρούνται πάραυτα από την Ολυμπιακή Επιτροπή, ενώ η επιστροφή στην πατρίδα συνοδεύεται με χλεύη και επαγγελματική κατρακύλα. Κι όμως, άξιζε τον κόπο και με το παραπάνω, όπως δήλωναν οι ίδιοι σε κάθε αφορμή και ευκαιρία, με το πέρας των χρόνων.

Η στάση των Αμερικάνων αθλητών δεν μπορεί παρά να προκαλεί μία μικρή θλίψη για τα όσα βλέπουμε να διαδραματίζονται στον χώρο του αθλητισμού στην Ευρώπη γενικότερα, αλλά και στη χώρα μας ειδικότερα. Άψυχοι σούπερσταρ, πλήρως υποταγμένοι σε όλα τα κελεύσματα του lifestyle και του star system, ανίκανοι να διατυπώσουν την παραμικρή σκέψη ή αντίδραση για τα φλέγοντα ζητήματα που απασχολούν την Ευρώπη και την Ελλάδα.

Θα μου πείτε, δεν πρέπει να εξιδανικεύουμε ούτε να καθαγιάζουμε τις όποιες αντιδράσεις των Αμερικάνων αθλητών του σήμερα, οι οποίοι δεν παύουν να ανήκουν σε μία συγκλονιστικά προνομιούχο κάστα ανθρώπων. Θα σας πω ότι έχετε δίκιο, αλλά θα ζητήσω κι εγώ με τη σειρά μου να διαλέξετε. Και μεταξύ ενός εκατομμυριούχου που επιλέγει να χρησιμοποιήσει τη φήμη του για ένα καλό σκοπό και ενός εκατομμυριούχου που απλώς απολαμβάνει το σταριλίκι του, είναι κάπως δύσκολο να προτιμήσει κανείς τον δεύτερο.

Αντί επιλόγου, μια τρομερά επίκαιρη κουβέντα από τον υπέροχο Ουρουγουανό συγγραφέα Εντουάρντο Γκαλεάνο (1940-2015): «Τα άλογα του ιπποδρόμου, τα κοκόρια στις κοκορομαχίες και οι αθλητές δεν έχουν το δικαίωμα να χαλάσουν τη γιορτή.» Κάποιες φορές, λοιπόν, η γιορτή οφείλει να χαλάει.

Όταν οι αθλητές χαλάνε τη γιορτή: μέρος ΙΙ

*Η λευκή απέχθεια απέναντι στον ρατσισμό

Ας πιάσουμε, λοιπόν, το νήμα ακριβώς από εκεί όπου το αφήσαμε. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968, στο Μεξικό, ο χρυσός και  ο χάλκινος νικητής των 200 μέτρων, ο Τζον Κάρλος και ο Τόνι Σμιθ αντίστοιχα, ανέβηκαν στο βάθρο ξυπόλητοι, χαμήλωσαν το βλέμμα, φόρεσαν από ένα μαύρο γάντι, και ύψωσαν τις γροθιές τους στον άερα. Σε αυτή εδώ την ιστορία τόλμης και αυταπάρνηησης, υπάρχει πάντως κι ένας αφανής ήρωας. Ο αργυρός νικητής της κούρσας, ο Αυστραλός Πίτερ Νόρμαν δεν ήταν έγχρωμος ούτε Αβορίγινας. Ήταν λευκός και δεν είχε βιώσει ποτέ του τον ρατσιμό που είχαν ζήσει στο πετσί τους οι Κάρλος και Σμιθ. Γι’ αυτό και η στάση του αξίζει, υπό μία έννοια, ακόμη μεγαλύτερης εύφημου μνείας.

Ο Νόρμαν στήριξε τη συμβολική κίνηση των δύο συναθλητών του με κάθε δυνατό τρόπο. Όχι μόνο μέσα από τις δημόσιες τοποθετήσεις του, αλλά και μέσα από το γεγονός ότι στη διάρκεια της απονομής είχε καρφιτσωμένη στη φόρμα του μία κονκάρδα για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όταν, λοιπόν, οι Κάρλος και Σμιθ έλαβαν τον χαρακτηρισμό της persona non grata για την κοινή γνώμη, αλλά και για τον θεσμό των Ολυμπιακών Αγώνων, ο Νόρμαν είχε την ίδια τύχη. Μόνο που στην περίπτωση του Νόρμαν, δεν υπήρχε καν το αντιστάθμισμα της εκτίμησης και της αναγνώρισης από οποιαδήποτε κοινωνική ή φυλετική κατηγορία ανθρώπων. Ο Νόρμαν διαπομπεύτηκε στην πατρίδα του, ενώ η αθλητική του καριέρα καταστράφηκε, καθώς η αυστραλιανή ομοσπονδία στίβου δεν του επέτρεψε να αγωνιστεί στους επόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου,το 1972, παρά το ότι είχε πιάσει τα απαιτούμενα όρια χρόνων. Ο Νόρμαν εγκαταλείφθηκε από τους πάντες, πέθανε μόνος και ξεχασμένος το 2006, και δεν έλαβε ποτέ από το αυστραλιανό κράτος οποιαδήποτε συγγνώμη για την απάνθρωπη συμπεριφορά προς το πρόσωπό του.

Λίγα χρόνια νωρίτερα, σε μία ακόμη ιστορία που αξίζει να δει το φως το της δημοσιότητας, στα μέσα της δεκαετίας του '60, o (λευκός στο δέρμα) Ντιν Σμιθ, που  προπονούσε την ομάδα μπάσκετ Tar Heels του κολεγίου North Carolina, προσφέρει υποτροφία στον έγχρωμο μπασκετμπολίστα Τσάρλι Σκοτ, ο οποίος γίνεται ο πρώτος έγχρωμος αθλητής που λαμβάνει πλήρη υποτροφία για να φοιτήσει σε αμερικάνικο κολέγιο. Με 22,1 πόντους και 7,1 ριμπάουντ μέσο όρο, ο Σκοτ οδήγησε τους Tar Heels σε δύο συνεχόμενα Final Four του NCAA, έγινε Χρυσός Ολυμπιονίκης το 1968 στο Μεξικό (ναι, στους ίδους Ολυμπιακούς Αγώνες που συνέβησαν όλα τα παραπάνω), έπαιξε 8 χρόνια στο NBA, έγινε τρεις φορές All Star και στέφθηκε πρωταθλητής, το 1976. με τους Celtics.

Τα σημαντικά γεγονότα, όμως, της ιστορίας είχαν προηγηθεί λίγα χρόνια νωρίτερα. Μετά από μια μεγάλη νίκη των Tar Heels στην έδρα του μισητού South Carolina, ένας οπαδός των γηπεδούχων αρχίζει να αποκαλεί τον Σκοτ "μαύρο μπαμπουίνο". Ο προπονητής Ντιν Σμιθ χάνει την ψυχραιμία του (μια από τις απειροελάχιστες φορές σε όλη του τη ζωή που συνέβη κάτι τέτοιο, όπως διαβεβαιώνουν όλοι όσοι τον έζησαν από κοντά) και επιτίθεται στον οπαδό λεκτικά, ενώ κινείται προς το μέρος του στην κερκίδα. Ο ίδιος ο Τσάρλι Σκοτ είχε δηλώσει τα εξής για το περιστατικό: «Έγινε τόσο έξαλλος που χρειάστηκε να τον συγκρατήσουμε για να μην ανέβει στην κερκίδα. Δεν τον είχα δει ποτέ τόσο εκνευρισμένο, και ούτε τον ξαναείδα έκτοτε. Έμεινα έκπληκτος. Ακόμα και σήμερα, δεν μπορώ να εκφράσω με λόγια το πόσο περήφανος είμαι που ήμουν παίκτης του.»

Πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο Σμιθ αναφέρθηκε στο περιστατικό αυτό στην αυτοβιογραφία του, δέχτηκε ένα γράμμα από τον οπαδό του South Carolina, που είχε πρωταγωνιστήσει σε εκείνο το θλιβερό περιστατικό. Στο γράμμα αυτό, ο αποστολέας ζητούσε από τον Σμιθ συγγνώμη για εκείνο το βράδυ, διαβεβαιώνοντάς τον για το εξής ελπιδοφόρο: «μεγαλώνω τα παιδιά μου για να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι από μένα». Κάποιες φορές, η ελπίδα όχι απλώς δεν πεθαίνει τελευταία, αλλά κατορθώνει να κρατηθεί στη ζωή.

*Από την Έντυπη Έκδοση της ημερήσιας εφημερίδας της πόλης, «Τύπος Θεσσαλονίκης».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ