Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Το Πάσχα μου και το Πάσχα που βλέπω

Του Γιώργου Παπαδημητρίου [email protected]

Του Γιώργου Παπαδημητρίου

Το είχα γράψει και παλαιότερα πως αγαπούσα από μικρός το Πάσχα. Το αγαπούσα σε σύγκριση με την κατασκευασμένη μαρκετίστικη γιορτή των Χριστουγέννων. Το αγαπούσα για τους συμβολισμούς του, πέρα από οποιαδήποτε δική μου θρησκευτική / λατρευτική ανάμιξη ή συμμετοχή. Για τον προαιώνιο και βαθιά συμβολικό αγώνα για Φως. Για τον αέναο κύκλο της ζωής, του θανάτου και της αναγέννησης. Για το πένθος, τη σιωπή και την κατάνυξη που εξέπεμπε σε διάφορες στιγμές, στοιχεία που τείνουν να εξαφανιστούν από τον σύγχρονο κόσμο μας.

Για κάποιες σκόρπιες εικόνες και στιγμές, όπου οι μνήμες μετατρέπονται σε κάποιου είδους αμνιακό υγρό, γεμάτο ασφάλεια και θαλπωρή. Για τις φλόγες που βάδιζαν μέσα στο σκοτάδι προς την εκκλησία. Για το βάψιμο των αυγών στο σπίτι, για τη σταθερή χορηγία σοκολατένιων λαγών από τη θεία μου. Για το «Ιησούς από τη Ναζαρέτ» που παρακολουθούσε μυσταγωγικά κάθε χρόνο η γιαγιά μου, εκπλησσόμενη πάντα από την ανατροπή της πλοκής και το colpo grosso του Ιησού στο φινάλε. Για το ότι ο Ρόμπερτ Πάουελ ταυτίζεται για κάθε Έλληνα τηλεθεατή με τη φιγούρα του Χριστού.

Για το ότι, ενώ πολλές φορές τα λεγόμενα «πατροπαράδοτα έθιμα» μου ζέχνουν μωρία, συντηρητισμό και τυπολατρία, τα πασχαλινά έθιμα μου ξυπνούσαν μία σεβάσμια αίσθηση αταβισμού. Ο σφαγμένος και προς βρώση αμνός φέρνει υστερία στους new age οικολόγους, αλλά μια τέτοια στάση μάλλον υποδηλώνει έλλειψη επαφής με τη φύση παρά εγγύτητα. Το τσούγκρισμα των αυγών, ο στολισμός του Επιτάφιου, τα σημάδια του σταυρού από την κάπνα των λαμπάδων, εντάσσονταν ενιαία και ολικά σε ένα κόσμο αρχέτυπων συμβόλων και μυθικής ιεροτελεστίας. Φυσικά, ήταν ανέφικτο να εξηγήσει κανείς στους «πιστούς» πως όλο αυτό το τελετουργικό πιότερο σχετιζόταν με παμπάλαιες παγανιστικές λατρευτικές δοξασίες για τα μυστήρια της Φύσης, της Ζωής, του Θανάτου και της Ύπαρξης, παρά με ένα textbook ντόπιας παράδοσης και θρησκευτικών κανόνων, αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα σε αυτή τη ζωή.

Παρατηρώντας τα τελευταία χρόνια το Πάσχα να παρελαύνει σε τηλεοράσεις, ηλεκτρονικούς υπολογιστές και κινητά τηλέφωνα, στέκω ενδεής μπροστά στη μετάλλαξη. Μπροστά στη μεταβολή του ανθρώπου από συμμέτοχο σε καταναλωτή, από άτυπο μύστη σε πόζερο ψήστη. Μπροστά στη μετατροπή των παραδόσεων σε κλαπατσίμπαλα, της διασκέδασης σε προκάτ εκτόνωση. Ο παραδοσιακός ρουκετοπόλεμος στη γειτονιά του Βροντάδου στη Χίο είναι από τα πρώτα πρόχειρα παραδείγματα που μου έρχονται κατά νου. Η αλλοτρίωση του συνιστά τυπικό παράδειγμα και ταχύρρυθμο μάθημα του πώς μεταμορφώνεται ένα όμορφο έθιμο σε θορυβώδες πανηγύρι για καταναλωτές λαογραφικών εικόνων και τουριστικών στιγμών. Στον βωμό της ξενοδοχειακής πληρότητας, στο κυνήγι του ευρώ που θα απαλύνει και θα καλλωπίσει κάθε εκφυλισμό.

Η παλέτα του κιτς διαθέτει όμως πολλούς ακόμη χρωματισμούς. Τις ατελείωτες ποσότητες από βαρελότα και στρακαστρούκες και τις ασταμάτητες μπαλωθιές που σείουν τον αέρα ακόμη και στα προαύλια των εκκλησιών. Τις selfies με φόντο ολόκληρα κοπάδια ζώων, με την κατά κεφαλή κατανάλωση κρέατος να αγγίζει επίπεδα red alert για έμφραγμα του μυοκαρδίου. Το ακουστικό-οσφρητικό μίγμα των σκυλό-δημοτικών και της ακατάσχετης τσίκνας που πλέον λαμβάνει μεταφυσικές διαστάσεις ταφικού μύρου. Τις γεμάτες βραδινές πίστες στα μπουζούκια, την αισχροκέρδεια στις ταβέρνες, το σχεδόν υπαρξιακό άγχος για τον εντόπιο οβελία και τη σωστή τη μαγειρίτσα.

Κι όλα αυτά διαποτισμένα με τις εκρήξεις στημένου αυθορμητισμού περί του «πώς γλεντάει ο Έλληνας», αλλά και τις διακηρύξεις ότι «αυτά δεν θα μας τα πάρουν ποτέ». Μια κοινωνία που αρέσκεται στο ομαδικό θεαθήναι και που συμπεριφέρεται με αγελαία ένστικτα. Που προσαρμόζεται από τη μια μέρα στην άλλη σε αυτό που επιβάλλει μια κάποια προκαθορισμένη εικόνα, ένας κάποιος προκαθορισμένος ρόλος. Που κάνει ντόρο και σαματά για να κλαψουρίσει κι όχι για να αλλάξει και που διαφημίζει στοχευμένα το πόσο, τάχα μου αβίαστα, γλεντάει.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ