Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Φωτίζοντας τον δρόμο

Του Γιώργου Παπαδημητρίου [email protected]

Του Γιώργου Παπαδημητρίου

Όποτε αναρωτιόμαστε φωναχτά και δημόσια ποια μπορεί να είναι η αποτελεσματικότερη γραμμή άμυνας ενός ανθρώπου και μιας κοινωνίας απέναντι στη μισαλλοδοξία, τον τυφλό δογματισμό, τη μωρία και το μίσος, η απάντηση είναι σχεδόν πάντοτε ίδια κι απαράλλακτη: η παιδεία και η καλλιέργεια. Φυσικά, τίποτα δεν μπορεί να λειτουργήσει ως πανάκεια και πασπαρτού. Η Ιστορία βρίθει από τέτοιου είδους παραδείγματα και αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, πέρα από ογκόλιθος της φιλοσοφίας, υπήρξε επίσημο μέλος του ναζιστικού κόμματος ως τη διάλυσή του μετά το τέλος του πολέμου (αν και σταμάτησε να λαμβάνει μέρος στις διεργασίες του πολύ νωρίς) και ποτέ δεν εξέφρασε κάποια συντετριμμένη μεταμέλεια για αυτό το κομμάτι της ζωής του. Ακόμη και τώρα, οι έριδες μεταξύ των φιλοσόφων καλά κρατούν περί του αν η στάση του Χάιντεγκερ είναι απόρροια στιγμιαίας προσωπικής παρεκτροπής ή γενικότερης φιλοσοφικής θέσης (πολλά ενδιαφέροντα έχει πει ο Γιούργκεν Χάμπερμας επ’ αυτού, αλλά ελλείψει χώρου δεν θα επεκταθούμε).

Στο ίδιο κλίμα, ο Λουί Φερντινάν Σελίν έχει συγγράψει ένα από τα συγκλονιστικότερα μυθιστορήματα όλων των εποχών, το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας», γεγονός που ουδόλως τον εμπόδισε να υπάρξει ένθερμος υποστηρικτής των Ναζί. Αφότου κινδύνευσε με την εσχάτη των ποινών για προδοσία, ο Σελίν τη σκαπούλαρε με τη δήμευση της μισής του περιουσίας και το δικαστικό στίγμα της εθνικής ατίμωσης. Ο Νορβηγός συγγραφέας Κνουτ Χάμσουν τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1920, ευθύνεται για το συγκλονιστικό μυθιστόρημα «Η πείνα», αλλά ταυτόχρονα, υποστήριζε ανερυθρίαστα και γλαφυρότατα πως η νέγρικη φυλή είναι κατώτερη από τη λευκή από κάθε άποψη. Εν ολίγοις, κανένα εφόδιο και κανένα θεμέλιο δεν μπορούν να εγγυηθούν μία προδιαγεγραμμένη πορεία. Η ανθρώπινη ψύχη εξακολουθεί και θα εξακολουθεί να ιχνηλατεί τα δικά της αθέατα μονοπάτια που δεν αποκλείεται να καταλήξουν και σε πολύ σκοτεινούς προορισμούς. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να φωτίσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο τον δρόμο.

Κάτι τέτοιο ένιωσα πως συμβαίνει σε ένα διαγωνισμό μαθητικών ταινιών, στον οποίο παρευρέθηκα πριν από περίπου δέκα ημέρες. Μικρά παιδιά γεμάτα πάθος, ζήλο και εργατικότητα, δοσμένα ολόψυχα σε μια πανέμορφη διαδικασία. Καθηγητές στους οποίους δεν περισσεύει μήτε χρόνος μήτε χρήματα, αφοσιωμένοι στο να βοηθήσουν με κάθε τρόπο τους μαθητές τους να φτιάξουν κάτι όμορφο. Ναι, κάποιες ταινίες ήταν εξαιρετικά κακοφτιαγμένες, κάποιες ήταν τρομερά προβλέψιμες και τηλεγραφικές, λίγη σημασία όμως έχει. Αυτό που έχει σημασία είναι ο τρόπος με τον οποίο βίωσαν όλοι οι εμπλεκόμενοι τη διαδικασία. Με λαμπερά πρόσωπα, με γλυκιά αμηχανία, με τη θέρμη της δημιουργίας, με τη ζέση της συλλογικής προσπάθειας, με την ανεμελιά του παιχνιδιού.

Με την ελληνική εκπαίδευση να βαδίζει σε μία ολοένα και πιο χυδαία, στείρα, βαθμοθηρική και ξύλινη φόρμα, είναι πραγματικά πολύτιμο να δείξει κάποιος στους μαθητές πως η φαντασία είναι εξίσου πολύτιμη με τη γνώση, πως η δημιουργική διαδικασία είναι επιτυχία από μόνη της, πως το παιχνίδι είναι κάτι περισσότερο από ένα διάλειμμα. Αν τυχόν έχετε αμφιβολίες περί του τελευταίου, ίσως πρέπει να διαβάσετε το πώς ο Μαρκούζε περιγράφει το παιχνίδι ως μία ύστατη διέξοδο αντίστασης απέναντι στις καταπιεστικές νόρμες της μοντέρνας ζωής. Με τον τρόπο του, οτιδήποτε λαμβάνει τη μορφή του παιγνίου, καταλήγει, μαγικά και ασυναίσθητα, πιο πραγματικό κι από την ίδια την πραγματικότητα.

Το να ακούς πιτσιρίκια να ανεβαίνουν επί σκηνής και να μιλούν για αλληλεγγύη και συντροφικότητα ήταν πιο όμορφο κι από το να ακούς φτασμένους σταρ να σου δίνουν αποκλειστική συνέντευξη. Στο κάτω κάτω της γραφής, δεν είμαι και πολύ βέβαιος πως κάποιος σταρ θα έλεγε ποτέ κάτι τόσο όμορφο όσο αυτό: «Ο μόνος λόγος για να βλέπεις κάποιον αφ’ υψηλού είναι για να τον βοηθήσεις να σηκωθεί…»

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ