Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

«Μαριαλένα Σπυροπούλου: «Υπάρχει ακόμα καταπίεση των γυναικών»

Η ψυχολόγος και ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεύτρια μάς παραχώρησε συνέντευξη με αφορμή την παρουσίαση του πρώτου της λογοτεχνικού βιβλίου στην πόλη μας

Συνέντευξη στη ΛΕΜΟΝΙΑ ΒΑΣΒΑΝΗ

Στην ενηλικίωση ενός κοριτσιού που φεύγει βίαια από το πατρικό της στα 15 της και φτάνει στην Αθήνα, στην καταπίεση που υφίστανται μερικές γυναίκες από το οικογενειακό τους περιβάλλον, στη δύναμη της φιλίας, αλλά και στο καταφύγιο που προσφέρει η γνώση και η εργασία, αναφέρεται το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο της Μαριαλένας Σπυροπούλου με τίτλο «Ρου» (εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ). «Η γυναίκα κρίνεται ακόμα πολύ αυστηρά για τη ζωή και τις επιλογές της» τόνισε η συγγραφέας που θα βρίσκεται την Παρασκευή, 17 Μαρτίου 2017, στις 19.00, στο PUBLIC της Τσιμισκή (Τσιμισκή 24, Θεσσαλονίκη). Συμπλήρωσε πώς όλοι μας έχουμε μέσα μας δύναμη για να αντλήσουμε. Τόνισε πως η τέχνη και η λογοτεχνία ειδικότερα είναι καταφύγιο για την ίδια και υποσχέθηκε να επιστρέψει μελλοντικά στο χώρο της συγγραφής με δεύτερο βιβλίο.

-Έχετε πει πως η αρχική σκέψη για το βιβλίο γεννήθηκε από τη μητέρα σας που ήταν κομμώτρια. Παράλληλα μια άλλη ηρωίδα σας είναι ψυχολόγος. Υπάρχουν στοιχεία της μητέρας σας και δικά σας στις κεντρικές ηρωίδες;

-Υπάρχουν μάλλον ασυνείδητα στοιχεία δικά μου αλλά και οικείων μου σε όλους τους ήρωες, χωρίς να είναι απαραίτητα διακριτά ή να στοιχειοθετούν ολόκληρη προσωπικότητα. Άλλωστε, το βιβλίο δεν είναι αυτοβιογραφικό, είναι μυθοπλαστικό από την αρχή ως το τέλος του. Από την άλλη αφού είμαι εγώ ο συγγραφέας του, από μένα βγαίνουν οι ήρωες. Για παράδειγμα, η σχέση μου με τον χορό είναι σαν της ηρωίδας. Επίσης, η μητέρα μου έχει μια ανοχή και μια αγάπη στους ανθρώπους όπως ενδεχομένως η Βέρα και για αυτό είναι και στοργική μητέρα. Στη Μαίρη δεν έχω βρει δικά μου στοιχεία, αλλά όλες λίγο πολύ νιώσαμε ότι παρακαλάμε για λίγη προσοχή ή αγάπη. Μπορεί να μην το κάναμε όπως η Μαίρη αλλά να νιώθαμε αδύναμες απέναντι στην αντρική ματιά. Επίσης, έχω ευλογηθεί να έχω φίλες καρδιακές, οπότε βιώνω και βίωνα αυτή τη σχέση της Ρου με τη φίλη της, αυτή τη σχέση της απόλυτης αποδοχής. Επίσης ο πατέρας μου που δεν έχει καμία σχέση με τον θείο αλλά ούτε και με τον πατέρα της νουβέλας είχε και έχει μεγάλη βιβλιοθήκη, όπως και ο σύζυγός μου επίσης.

 

-Η υπόθεση εκτυλίσσεται στις αρχές της νέας χιλιετίας. Αν και σύγχρονη, υπάρχουν στοιχεία συμπεριφοράς στην οικογένεια της κεντρικής ηρωίδας που ανήκουν σε πολύ παλαιότερες εποχές. Φταίει ο τόπος ή η ενδοοικογενειακή βία και η σεξουαλική καταπίεση των γυναικών συνεχίζουν να υφίστανται ακόμα και σε μεγάλα αστικά κέντρα; Και γιατί παραμένουν κρυμμένα μυστικά;

-Σε μεγάλα αστικά κέντρα δεν ξέρω, αλλά δεν είναι και στην Αθήνα όλες οι γειτονιές το ίδιο. Το οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο μιας οικογένειας, που το ένα δεν προϋποθέτει το άλλο φυσικά, καθορίζει και τον αξιακό κώδικα. Από την άλλη, στην επαρχία νομίζω ακόμα και σήμερα συνυπάρχουν τα πάντα. Από απαρχαιωμένες αντιλήψεις μέχρι πιο προχωρημένα κοινωνικά σχήματα. Υπάρχει ακόμα, αν και θέλω να πιστεύω σε μικρότερο βαθμό, καταπίεση των γυναικών, ιδίως στα μικρά μέρη. Είμαι βέβαιη, και μετά το βιβλίο είχαν την ευκαιρία να μου το αφηγηθούν αναγνώστες, ότι η γυναίκα κρίνεται ακόμα πολύ αυστηρά για τη ζωή και τις επιλογές της. Εγώ αυτό που ήθελα να αναδείξω συμβολικά είναι ότι αν δεν έχει επέλθει μια βαθύτερη επεξεργασία του υποκειμένου ξέχωρα από την οικογένεια ενδεχομένως, και αυτό το κομίζει η ουσιαστική γνώση, είμαστε ακόμα εν πολλοίς πολύ κοντά στους αγροτικούς πληθυσμούς των ηθών και των εθίμων των παππούδων μας. Ξέρετε, αυτά δεν αλλάζουν εύκολα, ακόμα και να φοράμε πιο σύγχρονα ρούχα ή οδηγάμε πολυτελή αυτοκίνητα.

-Πώς καταφέρνει να αντλήσει δύναμη για να ενηλικιωθεί η Ρου;

-Η Ρου ως συμβολική παρουσία έχει δύναμη μέσα της να αντλήσει. Όπως όλοι μας. Αν κατορθώσουμε να μη διαστρεβλωθούμε από το κακό που μας συνέβη τότε μπορούμε να δούμε το φως. Η Ρου αντλεί δύναμη από την υγεία, τη χαρά, την απελευθέρωση σωματική, λεκτική και ψυχική. Μπορεί να μένει μετέωρη εντούτοις στρέφεται πολύ γρήγορα, χωρίς περιττή αυτολύπηση και μιζέρια, στα όμορφα πράγματα της ζωής, που είναι η γνώση, η επαφή με τον άλλο και η εργασία. Ακόμα και η υπομονή και η φροντίδα είναι μεγάλες αρετές, που όποιος τις κατακτά στο τέλος κερδίζει.

-Στο τέλος έχουμε την εντύπωση πως η Ρου κατάφερε να προχωρήσει την ίδια στιγμή που άλλοι ήρωες του βιβλίου, πολύ μεγαλύτεροι, δεν καταφέρνουν να κάνουν βήματα μπροστά. Γιατί συμβαίνει αυτό;

-Διαφωνώ με αυτό, τουλάχιστον όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, με  τη δική μου ματιά. Γιατί το βιβλίο έχει φύγει πλέον από τα χέρια μου. Εγώ θεωρώ ότι ναι μεν η Ρου κάνει άλματα και προχωρά πιο πολύ από όλους τους υπόλοιπους, γιατί είναι 15 χρόνων και καλής ποιότητας άνθρωπος, τελικά όμως όλοι προχωρούν. Αν δείτε προσεκτικά, και η μητέρα προχωρά, παίρνει ενεργητικό ρόλο, και ο πατέρας προχωρά μέσα από την κατάθλιψη, και η Μαίρη προχωρά. Και σίγουρα προχωρούν και η Βέρα αλλά και ο Μάνος. Όσο μπορεί ο καθένας, με ό,τι βαρίδια κουβαλά ο καθένας μέσα του. Ξέρετε το προχώρημα στον άνθρωπο δεν πρέπει να συγκρίνεται με τους άλλους ανθρώπους, πρέπει να το βλέπουμε σε σχέση με τις δυνατότητες που έχει ο καθένας.

 

-Ποια η σχέση σας με τη λογοτεχνία; Ποιοι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;

-Η σχέση μου με τη λογοτεχνία είναι ερωτική, συντροφική. Είναι καταφύγιο για μένα η τέχνη και η λογοτεχνία ειδικότερα. Δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτή τη διαφυγή. Και ευτυχώς μπορώ να μετουσιώνω, δηλαδή να πορεύομαι στη ζωή γράφοντας. Θα ήταν δύσκολη η ζωή για μένα αλλιώς. Δεν ξέρω πώς θα τα έβγαζα πέρα, παρόλο που είμαι πλήρως γειωμένη και πειθαρχημένη στη ζωή μου. Έχω πολλούς αγαπημένους συγγραφείς. Οι ξένοι είναι αναρίθμητοι. Να σας πω όμως μερικούς Έλληνες; Γιατί τους ξεχνάμε συχνά, ενώ και με αυτούς πορευόμαστε. Στρατής Τσίρκας, Καραγάτσης, Ανδρέας Μήτσου, Αλέξης Πανσέληνος, Άλκη Ζέη, Ρέα Γαλανάκη, Σώτη Τριανταφύλλου, Ηλίας Μαγκλίνης, Κώστας Κατσουλάρης, Γιώργος Συμπάρδης, Νίκος Παναγιωτόπουλος, Χρήστος Χωμενίδης κ.ά.

-Τι θα ακολουθήσει; Υπάρχουν σκέψεις για δεύτερο βιβλίο;

-Ναι υπάρχει η σκέψη για το δεύτερο βιβλίο. Σιγά σιγά όμως. Νομίζω ότι χρειάζομαι χρόνο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ