Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

«Saint Laurent: Η Χρυσή Εποχή»

Η μάχη της κομψότητας…

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Αξιολόγηση: *** ½

Σκηνοθεσία: Μπερτράν Μπονελό

Παίζουν: Γκασπάρ Ουλιέλ, Ζερεμί Ρενιέ, Λουί Γκαρέλ

Διάρκεια:  150’

Το «Saint Laurent: Η Χρυσή Εποχή» του Μπερτράν Μπονελό είναι η δεύτερη ταινία που γυρίστηκε για τον Θεό της Μόδας, Υβ Σεν Λοράν, μέσα στο 2014, μετά το “Yves Saint Laurent” του Ζαλίλ Λεσπέρ. Και πέραν πάσης αμφιβολίας, είναι η καλύτερη από τις δύο. Διότι είναι πολύ πιο σκοτεινή και ενδοσκοπική με τον τρόπο της, παρά το ότι αγιοποιεί δίχως ενδοιασμούς την κεντρική της φιγούρα. Η αγιοποίηση όμως αυτή είναι τόσο απενοχοποιημένη που σε καλεί να την αποδεχτείς μονομιάς. Είναι κατασκευασμένη από κομψά υφάσματα και την παρακολουθείς να κινείται με χάρη στο πανί. Βλέποντας την ταινία, είχα την αίσθηση πως βρισκόμουν σε κάποιο ντεφιλέ υψηλής ραπτικής. Βυθισμένος σε μία κατάσταση αγχωτική ομορφιάς, την οποία δεν μπορώ πλήρως να συναισθανθώ. Ο Σεν Λοράν είναι ο Μεσσίας της Μόδας και εμείς ακούμε το εκστατικό του κήρυγμα.

Η ταινία του Μπονελό γεννιέται, ωριμάζει και πεθαίνει σε ένα καθεστώς φινιρισμένης παραίσθησης. Το μολύβι που χαράζει στο λευκό χαρτί. Οι λιγνές γυναικείες φιγούρες που πάλλονται. Τα φουλάρια, τα τουρμπάνια, τα κοσμήματα, οι γραβάτες, τα πουκάμισα, οι ζώνες, τα παπούτσια. Όλα πρωταγωνιστούν στην ταινία, πολλές φορές μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό από τους χαρακτήρες που πλαισιώνουν τον βασικό ήρωα, οι οποίες πολλές φορές μοιάζουν με συμπληρωματικά ηλεκτρόνια. Στον αντίποδα, ο Γκασπάρ Ουλιέλ μας αφοπλίζει με κάθε του ανεπαίσθητη κίνηση. Είναι φτιαγμένος από πορσελάνη, είναι πολύτιμος και κινδυνεύει να γίνει χίλια κομμάτια ανά πάσα στιγμή, τρομάζοντας τους πάντες γύρω του. Είναι κοφτερός σαν λεπίδι και μπορεί να ματώσει ό,τι περιστρέφεται κοντά του, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό.

Η ταινία του Μπονελό λειτουργεί λοιπόν σαν μία νωχελική ύπνωση. Οι πάντες και τα πάντα κινούνται, τινάσσονται, αναπαύονται, βυθίζονται σε καταχρήσεις με μία αύρα ομιχλώδη. Κορυφαία στιγμή αυτής της παραζάλης, η σκηνή γνωριμίας του Σεν Λοράν με τον μεγάλο του έρωτα, Ζαν ντε Μπασέρ.  Έξοχα διαρθρωμένη, με χαμηλόφωνο θέριεμα, με αποστασιοποιημένη κορύφωση κι απελευθέρωση. Ο Μπονελό «πατά» πάνω στον αγαπημένο συγγραφέα (και μόνιμη εσωτερική σταθερά) στα του Σεν Λοράν, Μαρσέλ Προυστ, φτιάχνοντας μία, στο μέτρο φυσικά του δυνατού, α λα Προυστ, ταινία. Μία ταινία που αναζητά συνεχώς τον «χαμένο χρόνο» των αναμνήσεων. Που προσπαθεί να σταθεί όρθια αρπάζοντας χειρολαβές μνημών, σκόρπιων εικόνων, θραυσμάτων ζωής. Που κάνει μικρές βόλτες στον χρόνο προσπαθώντας να πιάσει ένα νήμα που δεν πιάνεται. Και καταφέρνει να μας μεθύσει αρκετά, όχι για να ευφρανθούμε ή για να ξεσπάσουμε, αλλά για να βυθιστούμε ζαλισμένοι στο ποτήρι της.

Είθισται να λέγεται για αυτές τις ταινίες πως «αναπλάθουν με πιστότητα ένα κόσμο», αλλά ειλικρινά, δεν είμαι σίγουρος πως this is the case για την ταινία του Μπονελό. Περισσότερο αποκομίζουμε μία υπόνοια του πώς έβλεπε τον κόσμο μία περσόνα που μεγαλούργησε στον τομέα της. Το πώς τον έκοψε, τον έραψε και τον φόρεσε στα μέτρα του ένας άνθρωπος με το ταλέντο, τον πλούτο, τη φήμη, την αναγνώριση και τα πάθη, την ευαισθησία, τις εμμονές και τις καταχρήσεις του Σεν Λοράν. Ο Μπονελό στοχεύει κάπου μακριά και δύσκολα και σε πολύ μεγάλο βαθμό, δεν λαθεύει. Αν θέλαμε να συνοψίσουμε τις αστοχίες του πάντως, αυτές θα ήταν δύο. Ο αρχικά αναφερθείς άνευ όρων και αναστολών θαυμασμός για την περσόνα που κυριαρχεί στην ταινία του. Το αχρείαστο και ολίγον αυθαίρετο άλμα προς το τέλος της ζωής του Σεν Λοράν και η διαχείριση αυτού του άλματος. Ξαφνικά, είναι σαν να ραγίζει ένα όμορφο ψηφιδωτό επειδή φορτώνεται με περισσότερες ψηφίδες από αυτές που αντέχει. Όσο φροντισμένα και να είναι όλα τα επιμέρους, οφείλει να υπάρχει κι ένα όλον, ανά πάσα στιγμή.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ