Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Κριτική ταινίας: «Το παιχνίδι της μίμησης»

Μπένεντικτ Κάμπερμπατς for the win…

Του Γιώργου Παπαδημητρίου

Αξιολόγηση: ***

Σκηνοθεσία: Μόρτεν Τίλντουμ

Παίζουν: Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Κίρα Νάιτλι

Διάρκεια: 114’

Οι αφανείς ήρωες του ιστορικού παρελθόντος είναι καταδικασμένοι να γοητεύσουν, όταν και όπως επιλέξουμε να τους εμφανίσουμε στο προσκήνιο. Να μας γίνουν συμπαθείς, μέσα από την αδικία που υπέστησαν. Να μας υπενθυμίσουν ότι ακόμη κι αν ακολουθήσεις όλες τις οδηγίες κατά γράμμα, μπορεί και πάλι να βρεθείς με συνοπτικές διαδικασίες εκτός παιχνιδιού. Ο προικισμένος Άγγλος μαθηματικός Άλαν Τιούρινγκ αποτελεί μία περίπτωση, το λιγότερο, σαγηνευτική. Αν και σημαίνων πρωταγωνιστής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για λογαριασμό των συμμαχικών δυνάμεων, δεν έλαβε ποτέ μνεία ή αναγνώριση για τις υπηρεσίες που προσέφερε. Αντιθέτως, δεν του επετράπη καν να αποσυρθεί στη μοναχική λήθη της ευφυΐας του. Βλέπετε, στις αρχές της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας, η ομοφυλοφιλία αντιμετωπιζόταν ακόμη από το αγγλικό νομικό σύστημα ως παράνομη πράξη. Το σωφρονιστικό σύστημα της εποχής αντιμετώπιζε τους ομοφυλόφιλους ταυτοχρόνως ως εγκληματίες και ως ασθενείς. Σε περίπτωση σύλληψης, οι Άγγλοι ομοφυλόφιλοι της εποχής βρίσκονταν μπροστά σε ένα «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα» δίλημμα. Ορμονική θεραπεία ή φυλακή. Ο Τιούρινγκ διάλεξε τη φρίκη νούμερο ένα, υπέστη χημικό ευνουχισμό λόγω φαρμάκων και γενικά υπέφερε τον παθών του τον τάραχο, ωσότου αποφασίσει να δώσει τέλος στη ζωή του, σε ηλικία 41 ετών.

Η ταινία του Νορβηγού Μόρτεν Τίλντουμ βασίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό, νοηματικά και συνειρμικά, σε 2­3 έννοιες που φιγουράρουν στην κεντρική της μαρκίζα. Το παιχνίδι. Η μίμηση. Το αίνιγμα. Ξεκινώντας από το τέλος προς την αρχή, η κεντρική ιδέα που διαπερνά την ταινία είναι πως ο άνθρωπος που έλυσε τον περίφημο κωδικό Enigma των ναζί υπήρξε κι ο ίδιος ένα άλυτο αίνιγμα. Ένα αίνιγμα που η ταινία προσπαθεί εν μέρει να αποκρυπτογραφήσει, είτε μέσω σποραδικών voice over είτε μέσω κάποιων αναδρομών στο παιδικό παρελθόν του Τιούρινγκ. Μια εν μέρει αποκρυπτογράφηση, η οποία μήτε να μας κρατά τελείως στο σκοτάδι μήτε να μας αποστερεί το κύρος της σκοτεινής γοητείας. Έπειτα, η μίμηση και το παιχνίδι. Οι μηχανές μπορούν εν τέλει να μιμηθούν τους ανθρώπους αναπτύσσοντας σκέψη και νου ή οι άνθρωποι άθελά τους μιμούνται τις μηχανές, όταν δρουν και ζουν μέσα από επαναλαμβανόμενα και σχεδόν προκαθορισμένα μοτίβα συμπεριφορών; Ένας μοναχικός άνθρωπος μπορεί να βρει αποκούμπι σε κάτι άψυχο για να γλυκάνει την πικραμένη του ψυχή, μιμούμενος ότι βιώνει πραγματικά αισθήματα; Ο πόλεμος δεν είναι σε τελική ανάλυση το φρικιαστικότερο και πιο αιμοβόρο απ’ όλα τα παιχνίδια που έχει σκαρφιστεί η ανθρωπότητα; Ο Τίλντουμ μοιάζει να τοποθετεί την ταινία του σε αυτόματο πιλότο και να παρεμβαίνει όσο το δυνατόν λιγότερο προκειμένου να μην διαταράξει την οσκαρική της πτήση. Προσεγμένη αφήγηση, προσεγμένο παράλληλο μοντάζ για ολίγη ένταση, προσεγμένοι διάλογοι. Προσεγμένο σουλατσάρισμα στα διαφορετικά χρονικά επίπεδα, προσεγμένοι χειρισμοί των δύο πρωταγωνιστικών ρόλων. Το μόνο που ίσως δεν ήταν τόσο προσεγμένο στην ταινία ήταν η μάλλον απρόσεκτη καταβολή υπερβολικής προσοχής.

Ψαχουλεύοντας πληροφορίες και μαρτυρίες για την περσόνα του Τιούρινγκ, σκόνταψα σε μπόλικα αγγλικά κείμενα που αμφισβητούσαν πολλά από τα στοιχεία του χαρακτήρα του, τα οποία υπονοεί (ή και εννοεί ευθέως) η ταινία. Ο Τιούρινγκ μάλλον δεν στερούταν τόσο πολύ της αίσθησης του χιούμορ, μάλλον δεν ήταν τόσο προβληματικά ρομποτικός, μάλλον γενικά δεν ήταν όπως ακριβώς απεικονίζεται στην ταινία. Ειλικρινά και μετά λόγου γνώσεως, κανένα πρόβλημα με αυτό. Θα ήταν εξάλλου μάλλον αφελές να πιστεύει κανείς πως μία τέτοιου είδους ταινία δεν θα «τεντώνει» καθ’ όπως βολεύει μια κεντρική περσόνα που κουβαλά στις πλάτες της όλο το δραματουργικό βάρος. Η προσωπική μου απορία και ένστασή, όσον αφορά τη χαρακτηρολογία, έγκειται αλλού. Πότε, πού και πώς ακριβώς η ταινία κάνει κτήμα της το γεγονός πως ο Τιούρινγκ υπήρξε παιδιόθεν ομοφυλόφιλος; (Εννοείται προφανώς πως μας το δηλώνει, δεν το εντάσσει όμως στο εκφραστικό της σύμπαν.) Διότι, όσο περνούν τα λεπτά και μέχρι να φτάσουμε στην κορύφωση, όπου η πιο έντονη «εμφάνισή» της είναι αναγκαία, η ταινία μοιάζει να «κουκουλώνει» αυτή την πληροφορία τόσο από εμάς όσο και από τον πρωταγωνιστή της, λες και δεν θέλει να μας φέρει σε κάποια (ανύπαρκτη) δύσκολη θέση. Εξυπακούεται πως δεν υπαινίσσομαι πως θα όφειλε να υπάρχει κάποια ερωτική σκηνή που να πιστοποιεί τις ερωτικές προτιμήσεις του Τιούρινγκ, η ταινία όμως φτάνει στο σημείο της απόκρυψης και επιμελούς αποσιώπησης. Μιας απόκρυψης που δεν εμπεριέχει διακριτικότητα ή χαμηλόφωνους τόνους, αλλά περισσότερο μια διάθεση βολέματος, η οποία, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, καταλήγει μάλλον αμήχανη.

Από εκεί και έπειτα, το “Imitation Game” δεν έχει την πρόθεση να είναι ούτε σφόδρα υπεραπλουστευτικό ούτε μονόπατα συγκινητικό και το κατορθώνει σε ικανοποιητικό βαθμό. Αγγίζει κάποιες γκρίζες ζώνες, αλλά δυστυχώς περιορίζεται ακριβώς σε αυτό. Το άγγιγμα. Δεν τις ψαχουλεύει, δεν τις θωπεύει. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να σταθεί λίγο περισσότερο στην τόσο σχετική και νεφελώδη έννοια του ηρωισμού. Στην παράνοια των νόμων και των κανόνων. Στην ανήθικη ηθική της αναγκαιότητας της νίκης. Στην τυφλή και άδικη βία που υπόκειται η διαφορετικότητα. Όλα αυτά υπάρχουν μεν, υπάρχουν όμως φευγαλέα. Ναι, μπορούμε να το πούμε άφοβα, μάλλον η περσόνα του Άλαν Τιούρινγκ άξιζε ένα πιο θαρραλέο σκηνοθέτη από τον Τίλντουμ.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ