«Η Γερμανία, η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία στο παρελθόν ήταν στην ίδια δεινή κατάσταση που είναι σήμερα η Ελλάδα -για να είμαστε πιο ακριβείς, ήταν σε ΠΟΛΥ χειρότερη οικονομική θέση απ' ότι η Ελλάδα σήμερα. Η ίδια η Ιστορία μας έχει διδάξει λοιπόν πως δεν είναι η πρώτη φορά που βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το πρόβλημα αυτό. Κι υπάρχουν πολλοί τρόποι να αποπληρωθεί ένα χρέος, κι όχι ένας και μοναδικός, όπως τείνουν να επιμένουν σήμερα τόσο το Βερολίνο, όσο και το Παρίσι», επισημαίνει ο Πικετί.
«Ολόκληρο το επονομαζόμενο «γερμανικό θαύμα της οικονομίας» μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο [γνωστό ως «Wirtschaftswunder»] στηρίχτηκε στην ίδια απομείωση χρέους που σήμερα ζητάει η Ελλάδα. Μετά τη λήξη του πολέμου, το 1945, το χρέος της Γερμανίας αναλογούσε στο 200% του ΑΕΠ της. Δέκα χρόνια μετά, το δημόσιο χρέος της ήταν κάτω από το 20% του ΑΕΠ της. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και στη Γαλλία. Αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει επιτευχθεί διαμέσου της σκληρής δημοσιονομικής λιτότητας που προτείνεται σήμερα στην Ελλάδα», συνοψίζει ο γάλλος οικονομολόγος.
Στην δε ερώτηση κατά πόσο οι Γερμανοί δεν είναι ήδη αρκετά γενναιόδωροι απέναντι στην Ελλάδα, ο Πικετί δίνει την εξής αποστομωτική απάντηση: «μου κάνετε πλάκα; Γενναιόδωροι; Όταν η Γερμανία κερδίζει ήδη οικονομικά από την Ελλάδα, καθώς επιμηκύνει τα δάνεια, θέτοντας πολύ υψηλά επιτόκια;»
Όσον αφορά στην επίλυση του ελληνικού ζητήματος, ο οικονομολόγος θεωρεί πως αυτή είναι εφικτή «μόνο διαμέσου μιας αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους σε ευρωπαϊκό επίπεδο και μεγαλύτερη ευελιξία μεταξύ των κρατών–μελών της ΕΕ.». Τέλος, ο Πικετί σπεύδει να δώσει και μια συμβουλή στην γερμανίδα καγκελάριο: «όσοι επιθυμούν να διώξουν την Ελλάδα από την ευρωζώνη θα καταλήξουν στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας. Αν η κυρία Μέρκελ θέλει να μείνει στα βιβλία της ιστορίας με θετικό τρόπο, όπως ο Χέλμουτ Κολ κατά τη διάρκεια της επανένωσης των δυο Γερμανιών, θα πρέπει να βρει μια λύση για το ελληνικό ζήτημα που να περιλαμβάνει απομείωση του χρέους της Ελλάδας διάμεσου μιας σκληρής δημοσιονομικής πολιτικής και πειθαρχίας», καταλήγει ο οικονομολόγος.