Οι μαυροφόρες
Παντρεύτηκαν ένας άνδρας και μια γυναίκα, ήταν πολύ φτωχοί, έκαναν κι ένα παιδί, αλλά κατόπιν ο άνδρας αναγκάστηκε να πάει στο εξωτερικό να βρει δουλειά. Επιστρέφει μετά από 9 χρόνια και θέλει να κάνει σεξ με τη γυναίκα του, αλλά είχαν μόνο ένα δωμάτιο και τι να κάνουν το μικρό; Το σκέφτεται, το σκέφτεται και λέει στο παιδί:
-Νικολάκη, άκου τι θα κάνεις. Θα βγεις στο μπαλκόνι και θα κοιτάς τον κόσμο που περνάει. Και για κάθε γυναίκα ντυμένη στα μαύρα θα σου δίνω 50 ευρώ!
Βγαίνει το παιδί στο μπαλκόνι, αρχίζουν το σεξ οι γονείς του, οπότε:
-Μπαμπά, να μία.
-Θα σου δώσω μετά τα λεφτά, συνέχισε να κοιτάς...
-Μπαμπά, άλλη μία.
-Μπαμπά, έρχεται κηδεία!...
Ήταν η Έρη και ήθελε να πάει με τους φίλους της να παίξουν cart (τα γνωστά αυτοκινητάκια). Πήγε λοιπόν να ζητήσει από τον πατέρα της χρήματα:
-Μπαμπά, θα μου δώσεις 10 ευρώ;
-Ε, πάρε 5, δεν έχω τώρα πολλά.
-Μα μπαμπά, χρειάζομαι 10 ευρώ!
-Καλά, πάρε 10 ευρώ.
Μετά από καμιά ώρα γυρνά η Έρη στο σπίτι σακατεμένη. Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα; «Κάλλιο 5 και στο χέρι, παρά 10 και cart-Έρη!».
Είπες εδώ και χρόνια: «Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός.»
Γιώργος Σεφέρης, 1900-1971, Έλληνας ποιητής, Νόμπελ 1963