Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Ο Τζιάνι και οι γυναίκες

Γράφει ο Γιώργος Παπαδημητρίου

Αξιολόγηση ** ½

Σκηνοθεσία: Τζιάνι Ντι Γκρεγκόριο

Παίζουν: Τζιάνι Ντι Γκρεγκόριο, Βαλέρια Ντε Φραντσίσις, Αλφόνσο Σανταγκάτα, Ελιζαμπέτα Πικολομίνι

Διάρκεια: 90’

Προβάλλεται στο Ναταλί (τηλ. 2310- 829 457)

Ο, κατά βάση σεναριογράφος, Τζιάνι Ντι Γκρεγκόριο, με τη δεύτερη ταινία του, επιβεβαιώνει μέσα στις άκρες όλα όσα είχαν διαφανεί από το προ τριετίας σκηνοθετικό του ντεμπούτο, «Αυγουστιάτικο γεύμα στη Ρώμη» (Pranzo di Ferragosto). Με βλέμμα μόνιμα γλυκόπικρο, πασχίζει να μετατρέψει τις προσωπικές του εμμονές και σκέψεις σε κινηματογραφική πρώτη ύλη, να κοινοποιήσει τον εαυτό του και τα εσώψυχά του και ταυτόχρονα να προσωποποιήσει την δημιουργία του.

Μία αποστολή με αυξημένο βαθμό δυσκολίας παρότι φαινομενικά απλή, και με βασικό μέλημα μία δυσεύρετη άνεση που θα εκπέμπει όμως βάθος και ένταση. Για να οικοδομήσει αυτή την προσωπική σύνδεση, ο Ντι Γκρεγκόριο εύλογα φτιάχνει στα πεταχτά το κινηματογραφικό του alter ego και το αφήνει να απλώσει τη μελαγχολία του στην οθόνη. Ο χαρακτήρας του μπαλαντζάρει ανάμεσα σε διάφορες επιρροές, χωρίς να μπορεί να στρογγυλοκαθήσει και να βολευτεί κάπου, στοιχείο που του αφαιρεί ανά στιγμές την απαραίτητη στιβαρότητα. Ας επικεντρωθούμε σε μερικά από τα συστατικά της περσόνας του. Ολίγη από την έλλειψη προσαρμοστικότητας του «κυρίου Υλό» του Ζακ Τατί στον άγριο και ακατανόητο μοντέρνο συναισθηματικό κόσμο. Μία τζούρα από παλιά και αγαπημένη comedia italiana αλλά δίχως το μπρίο και το σκέρτσο αυτής. Ένα ίχνος από την ενδοσκοπική αυτό-ψυχανάλυση του Νάνι Μορέτι, δίχως όμως τη σαρωτική οικειότητα και την ίδια ευστοχία.

Η αρχική σεναριακή ιδέα προσφέρει απλόχερα μία μεγάλων διαστάσεων πλατφόρμα, για αυτοσαρκασμό μέχρι τελικής πτώσεως, για ένα δρομολόγιο στο παράλογο της φάρσας χωρίς εισιτήριο επιστροφής. Ο Ντι Γκρεγκόριο επιλέγει μία διαφορετική πορεία, ολότελα προσωπική, σε σημείο που σε κάποια στιγμή είναι σαν να διαβάζουμε τις μύχιες σκέψεις που έχουν γραφτεί σε ένα ημερολόγιο και όχι να τις βλέπουμε ενταγμένες σε έναν κινηματογραφικό άξονα. Όσοι σκεφτείτε αντανακλαστικά το «Αγαπημένο μου ημερολόγιο» (Caro Diario), χαμηλώστε τις προσδοκίες σας. Ο Μορέτι είχε επιτύχει το ακριβώς αντίθετο. Είχε αφήσει τις σκέψεις του να απελευθερωθούν στο πανί, να εκμεταλλευτούν κάθε σπιθαμή του. Ο Ντι Γκρεγκόριο αντιθέτως προσπαθεί να στριμώξει την όμορφη ιδέα της ταινίας του σε ένα κέλυφος διαστάσεων τετραδίου.

Το όλο πόνημα πάντως δεν στερείται θετικών στοιχείων και αρετών. Ο Ντι Γκρεγκόριο στέκεται αξιοπρεπέστατα απέναντι στην πρόκληση της απεικόνισης της μελαγχολίας της τρίτης ηλικίας, της οδυνηρής συνειδητοποίησης πως ο χρόνος περνάει ανεπιστρεπτί. Μας μεταδίδει μία αίσθηση συμπόνιας και ταύτισης προς τον ηρώα του (δηλαδή…προς τον ίδιο του τον εαυτό) δίχως να γίνεται εκβιαστικός ή υπερβολικά μελιστάλαχτος. Επιπλέον, επιχειρεί με αρκετή δόση επιτυχίας να προσδώσει μία ευρύτερη, τρόπον τινά κοινωνική διάσταση, στις προσωπικές του έγνοιες. Τέλος, παραμένει αμετανόητα ρομαντικός και τρυφερός, διαλέγοντας ένα πιο δύσβατο υπαρξιακό δρόμο και όχι τον προφανή κωμικό. Υστερόγραφο: λατρεύει τις γυναίκες και θέλει να τους το δείχνει ακόμη και στα γεράματα. Απόλυτα θεμιτό και όμορφο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ