Μπαίνει σ’ ένα μπαρ ένας βετεράνος πειρατής και αμέσως γίνεται το αντικείμενο της προσοχής όλων. Φοράει μια παραδοσιακή στολή, έχει γάντζο στο ένα χέρι, ξύλινο αριστερό πόδι και κλεισμένο το ένα μάτι με τη χαρακτηριστική καλύπτρα. Ολοι οι θαμμώνες τον περικυκλώνουν και αρχίζουν τις ερωτήσεις.
- “Πες μας, πώς έχασες το χέρι σου”;
- “Α, σε μια μάχη με το πολεμικό ναυτικό. Ξιφομαχούσα επί ώρες ώσπου ένας από τους εχθρούς μου έδωσε μια με το σπαθί του και μου έκοψε το χέρι από τον καρπό”.
- “Το πόδι; Πώς το έπαθες”;
- “Α, σε μια μάχη με άλλα πειρατικά πλοία. Το ένα από αυτά είχε κανόνι. Μας έριξε μια οβίδα, αυτή έσκασε δίπλα μου και μου έκοψε το πόδι”.
- “Και το μάτι; Πώς το έχασες αυτό”;
- “Α, αυτό... αυτό το έχασα από μια κουτσουλιά”.
- “Από μια κουτσουλιά; Μα πώς είναι δυνατόν”;
- “Με κουτσούλησε ένα πουλί. Αμέσως έκανα να ξύσω το μάτι μου, αλλά είχα ξεχάσει ότι φορούσα γάντζο”.
Ενα αντρόγυνο ταξιδεύει με το αυτοκίνητο και κατά τη διάρκεια της διαδρομής αρχίζουν να καυγαδίζουν. Δημιουργείται ένταση, με αποτέλεσμα η σύζυγος να εκνευριστεί πολύ με τον άντρα της.
Μετά από λίγη ώρα περνάνε από ένα μέρος όπου υπήρχε μια φάρμα. Βόδια, γουρούνια και γίδια έβοσκαν αμέριμνα. Η γυναίκα με πικρόχολο ύφος λέει στον άντρα της: “Ορίστε, οι συγγενείς σου”!
Κι εκείνος της απαντάει ετοιμόλογα: “Πράγματι, αλλά είναι συγγενείς εξ αγχιστείας”.
«Θέλεις να γίνεις μεγάλος; Πάψε να είσαι μικρός!».
Βόλφγκανγκ Γκαίτε, 1749-1832, Γερμανός ποιητής & φιλόσοφος