Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Ο ανούσιος αγώνας συνεχίζεται

Του Γιώργου Παπαδημητρίου

[email protected]

Τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί η, προγραμματισμένη για το απόγευμα της 14ης Δεκεμβρίου, ομιλία του Πρωθυπουργού στο Βελλίδειο. Επομένως, ας ελπίσουμε πως δεν θα έχουν υπάρξει έκτροπα κι ότι δεν θα έχουμε παραλείψει, λόγω ώρας, να αναφερθούμε σε οποιοδήποτε άξιο λόγου περιστατικό. Αυτό που πάντως προλάβαμε να αντικρίσουμε είναι η συνηθισμένη πλέον εικόνα μιας πόλης επί ποδός, με μπλοκαρισμένη κυκλοφορία και αστυνομικές δυνάμεις σε κατάσταση επιφυλακής υπό τον φόβο επεισοδίων. Ο λόγος γνωστός, οι συνηθισμένες κινητοποιήσεις για το μακεδονικό ζήτημα και τη Συμφωνία των Πρεσπών. Εν ολίγοις, ένα γνώριμο σκηνικό που έχει στηθεί στην πόλη εδώ και καιρό, το οποίο τροφοδοτείται από πολλές και ιδιαιτέρως παθογενείς πηγές.

Τις τελευταίες μέρες, μάλιστα, είχε κυκλοφορήσει από τους κύκλους των ζηλωτών του μακεδονικού ζητήματος η φήμη πως επρόκειτο να υποδειχθούν τον Πρωθυπουργό φορώντας γιλέκα, στο πνεύμα των διαδηλώσεων που συνταράσσουν τη Γαλλία, με το χρώμα αυτών των γιλέκων να αποτελεί αντικείμενο διχογνωμίας: θα είναι κίτρινα, όπως στη Γαλλία, ή μπλε, για να είναι ξεκάθαρο το εθνικόστροφο πρόσημα της διαμαρτυρίας; Ανεξαρτήτως από το αν τέλει φορέθηκαν γιλέκα την Παρασκευή (όπως σας είπαμε, τούτες οι γραμμές γράφτηκαν νωρίς το απόγευμα), η ουσία έγκειται αλλού: στη χαώδη διαφορά μεταξύ των γαλλικών κινητοποιήσεων και των δικών μας διαμαρτυριών για το θέμα της ονομασίας του γειτονικού κράτους.

Στις μεν πρώτες, παρά τις όποιες αντιφάσεις και αστοχίες υπάρχουν ως προς τον τρόπο εκφοράς της διαμαρτυρίας, πρώτη ύλη της αντίδρασης αποτελεί η υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου, καθώς και η λήψη κυβερνητικών μέτρων που πλήττουν τα ασθενή στρώματα της κοινωνίας. Κι όχι ένα ζήτημα αναχρονιστικού εθνικού γοήτρου, το οποίο λαμβάνει διαστάσεις τεχνητής υπερβολής και αγγίζει τα όρια της ιδεοληπτικής εμμονής. Για να το θέσουμε αλλιώς, στην Ελλάδα του σήμερα υφίστανται αμέτρητα θέματα που χρήζουν αντίδρασης έναντι της καθεστηκυίας πολιτικής εξουσίας. Παράλληλα, μπορεί κανείς να εντοπίσει αμέτρητες μορφές πραγματικού «ξεπουλήματος» της συγκεκριμένης Κυβέρνησης, αλλά και όλων των κομμάτων, ενός ξεπουλήματος ηθικού, υλικού, πνευματικού, πολιτικού και κοινωνικού, στον βωμό του μικροπολιτικού συμφέροντος. Στην προκείμενη περίπτωση, όμως, δεν έχουμε να κάνουμε με όλα τα παραπάνω, αλλά με ένα ζήτημα που άπτεται μιας φαντασιακής περηφάνιας, ενός φανατισμένου ιδεολογήματος, μια κοινωνικής σύγχυσης που αναζητά απεγνωσμένα στεγανά σωβινισμού κι εθνοσωτήριες εκρήξεις, και η οποία εκφράζεται μέσα από κορώνες που ακούγονται πατριωτικές, αλλά εν τέλει είναι απλώς πατριδοκάπηλες.

Ειλικρινά, δεν υπάρχει ούτε λόγος ούτε ο διαθέσιμος χώρος για να επαναλάβουμε την –πολλάκις εκπεφρασμένη- άποψή μας για το ζήτημα της ονομασίας, το οποίο σαφώς και είναι σημαντικό από πολιτική-διπλωματική σκοπιά, αλλά σίγουρα δεν θα έπρεπε να έχει μετατραπεί σε πεδίο εκδήλωσης αγκυλωμένων απόψεων, κατά κύριο λόγο ενορχηστρωμένων από πολύ σκοτεινούς πολιτικούς κύκλους που έχουν βγει παγανιά προς αγράν ψηφοφόρων και «στρατευμένων» σε ένα απατηλό σκοπό. Αντί επιλόγου, μια ειλικρινής απορία που δεν σχετίζεται με καμία συμφωνία, με καμία πΓΔΜ (χώρα για την οποία, εξυπακούεται, ισχύουν τα ίδια και χειρότερα σε σύγκριση με τα καθ’ ημών ως προς τον κιτς εθνολαϊκισμό).

Αναρωτιέμαι, λοιπόν, πόσο -μηδενικά- συμπτωματικό είναι το γεγονός ότι όλη η κόντρα επικεντρώνεται μονάχα στο ιστορικό πρόσωπο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (ο οποίος, όπως και οτιδήποτε αφορά την Αρχαία Μακεδονία, δεν έχει καμία σχέση με σλάβικες ρίζες, έτσι για να σας αποδείξω ότι δεν εμφορούμαι από καμία αντιδραστική ή μηδενιστική διάθεση). Γιατί, άραγε, δεν είναι κορωνίδα της κόντρας ο Αριστοτέλης, ο οποίος δεν αναφέρεται ΠΟΤΕ ως διαφιλονικούμενο όνομα; Η απάντηση συνίσταται στο γεγονός ότι το παραισθησιογόνο τερέν της εθνικής περηφάνιας, που θρέφει τους μύθους έναντι της λογικής, προτιμά πάντα μια υποτιθέμενη επίδειξη ισχύος σε σύγκριση με οτιδήποτε άλλο. Κάπως έτσι, ένας (αναμφίβολα πεφωτισμένος για τα δεδομένα της εποχής του) στρατηλάτης παράγει πολύ υψηλότερη τεχνητή λίμπιντο και λαμπρότερο ψευδαισθησιακό μεγαλείο (σε ανθρώπους που γεννήθηκαν περίπου 2.350 χρόνια μετά τον θάνατό του, αλλά ας το αφήσουμε αυτό...), σε αντιπαραβολή με έναν απλό και ταπεινό φιλόσοφο. Του οποίου, βέβαια, οι διδαχές και το έργο αποτέλεσαν μια από τις βάσεις του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, αλλά σιγά το πράγμα. Η φιλοσοφία και ο πολιτισμός δεν προσφέρουν φαντασιώσεις ανδρισμού με σάρισες.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ