Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Τάσος Κουράκης: «Η Ν.Δ. σκοπεύει να διαλύσει τη δημόσια και ενιαία Παιδεία»

Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στην Α' Περιφέρεια Θεσσαλονίκης και Α΄ Αντιπρόεδρος της Βουλής, αρθρογραφεί στον «Τύπο Θεσσαλονίκης»

Άρθρο του Τάσου Κουράκη*

Στην παρουσίαση του προγράμματος της Νέας Δημοκρατίας για την Παιδεία ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μεταξύ άλλων, δήλωσε ότι πιστεύει ότι «[η Παιδεία]… αποτελεί τον καθρέφτη της αντίληψης που έχει ο καθένας από εμάς για το μέλλον αυτού του τόπου».  Αν κρίνουμε λοιπόν, από το πρόγραμμα του κόμματός του για την Παιδεία, το μέλλον που οραματίζεται ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης είναι μάλλον δυσοίωνο. Γιατί πως αλλιώς μπορείς να χαρακτηρίσεις τα αποτελέσματα που θα έχει στην διαμόρφωση των αυριανών πολιτών αυτής της χώρας η, παρ’ ελπίδα, πραγματοποίηση αυτού του προγράμματος;

Το μέλλον που οραματίζεται ο Κυρ. Μητσοτάκης, είναι οι αυριανοί πολίτες της χώρας να έχουν μια εκπαίδευση που θα απέχει πολύ από την ουσιαστική μόρφωση  και θα περιορίζεται στην απόκτηση δεξιοτήτων χρήσιμων στην αγορά εργασίας. Η πρόταση αυτή μπορεί στις συνθήκες που βιώνει η ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια να ακούγεται ίσως και δελεαστική. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να κάνουμε ορισμένες διευκρινήσεις.

Το ταχύτατα μεταβαλλόμενο περιβάλλον που ζούμε, το οποίο διαμορφώνεται τόσο από τη ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη όσο και από την αναδιαμόρφωση του οικονομικού και παραγωγικού μοντέλου, απαιτεί σίγουρα να εξοπλίσουμε τα παιδιά μας με εφόδια που θα τους επιτρέπουν να προσαρμόζονται και να επιβιώνουν στην αγορά εργασίας. Παράλληλα ωστόσο οφείλουμε, αφενός να τα θωρακίσουμε με την ικανότητα, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, να διαφυλάσσουν την προσωπική τους αξιοπρέπεια, και αφετέρου, με την δυνατότητα να αναπτύσσουν τις ικανότητες, τα ταλέντα και το δυναμικό τους.

Ο μόνος τρόπος να παράσχουμε στα παιδιά μας αυτές τις δυνατότητες είναι δίνοντάς τους ουσιαστική μόρφωση και πραγματικές ευκαιρίες, που θα ανταποκρίνονται στις ανάγκες του κάθε ενός ξεχωριστά και θα εξαλείφουν τις ανισότητες που δημιουργούν τα διαφορετικά κοινωνικο-οικονομικά περιβάλλοντα από τα οποία προέρχονται. Τους όρους αυτούς μπορεί να τους δημιουργήσει μόνο ένα σχολείο με ισχυρό δημόσιο και ενιαίο χαρακτήρα. Ωστόσο ακριβώς αυτόν τον χαρακτήρα είναι που το πρόγραμμα της Ν.Δ. στοχεύει να διαλύσει.

Η υποτιθέμενη ελευθερία και δυνατότητα επιλογών που ευαγγελίζεται η Ν.Δ., στην πραγματικότητα υποκρύπτει το στόχο για υποβάθμιση των περισσότερων σχολικών μονάδων και της μόρφωσης που θα είναι σε θέση να προσφέρουν. Πίσω από την «δυνατότητα των γονιών να επιλέγουν» σε ποια σχολική μονάδα θα εξαργυρώσουν το voucher που θα προμηθεύονται, και από την δήθεν αυτονομία των σχολικών μονάδων, κρύβεται η προσπάθεια να μειωθεί η ευθύνη του Κράτους για την χρηματοδότηση της Παιδείας.

Έτσι, η ευθύνη αυτή θα μετατεθεί αφενός στους γονείς που θα καλεστούν να πληρώνουν για την μόρφωση των παιδιών τους  και αφετέρου στις ίδιες τις σχολικές μονάδες που θα αναγκαστούν να λειτουργούν ως επιχειρήσεις αναζητώντας ιδιωτική χρηματοδότηση για την επιβίωση τους. Στο πλαίσιο αυτό, η «ελευθερία επιλογής» του εκπαιδευτικού προσωπικού και ο καθορισμός του προγράμματος σπουδών από τα ίδια τα σχολεία, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην δημιουργία σχολείων πολλαπλών ταχυτήτων και στον κατακερματισμό του ενιαίου χαρακτήρα του παρεχόμενου αγαθού της εκπαίδευσης.

Γίνεται λοιπόν, σαφές ότι ο ξεκάθαρος στόχος αυτού του προγραμματισμού είναι αφενός να δημιουργηθεί μεγαλύτερη πελατεία για την ιδιωτική εκπαίδευση -για όσους γονείς θα διαθέτουν αυτή τη δυνατότητα. Αφετέρου τα παιδιά που προέρχονται από ευάλωτα κοινωνικά στρώματα να είναι καταδικασμένα να λαμβάνουν “χαμηλότερου επίπεδου εκπαίδευση” ώστε να αποτελέσουν ένα φθηνό εργατικό δυναμικό εφοδιασμένο μόνο με τις απολύτως απαραίτητες δεξιότητες.

Ωστόσο το ζήτημα πάει ακόμα πιο βαθιά. Η μετατροπή του Λυκείου σε εξεταστικό κέντρο με την επαναφορά της Τράπεζας Θεμάτων καθώς  και οι αλλαγές στο Πανεπιστήμιο (τόσο μέσα στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο, όσο και με τη δημιουργία ιδιωτικών), έχουν ξεκάθαρα έναν διπλό στόχο: από τη μία να μικραίνει όλο και περισσότερο ο αριθμός των μαθητών που θα κατορθώνουν να εισαχθούν στα πανεπιστήμια δημιουργώντας έτσι και πάλι πελατεία για τα ιδιωτικά.

Από την άλλη, όσοι καταφέρνουν εντέλει να εισαχθούν, να λαμβάνουν ένα τέτοιο επίπεδο μόρφωσης που δεν θα τους καθιστά τίποτα περισσότερο από υψηλά ειδικευμένο προσωπικό που θα πρέπει όμως να βρίσκεται εσαεί σε μία κακώς εννοούμενη δια βίου εκπαίδευση, αφού θα αντιμετωπίζει συνεχώς στην ανάγκη επικαιροποίησης των γνώσεών του.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει και πάλι να γίνει μία κομβική διευκρίνιση. Το Πανεπιστήμιο έχει ως στόχο, όχι απλώς να παράσχει τη μεγαλύτερη δυνατή εξειδίκευση των φοιτητών σε ένα αντικείμενο γνώσης, αλλά την εκπαίδευσή τους στη διαδικασία παραγωγής γνώσης, στην έρευνα. Η μόρφωση Πανεπιστημιακού επιπέδου διαμορφώνει τέτοιους μηχανισμούς σκέψης ώστε ο κάτοχός της είναι σε θέση να αφομοιώνει τα νέα αντικείμενα και τις επιστημονικές πραγματικότητες. Εδώ και πάλι, για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός είναι αναγκαίο το Πανεπιστήμιο να έχει δημόσιο χαρακτήρα και αυτονομία, όχι μόνο από το Κράτος, αλλά και από το ιδιωτικό κεφάλαιο, ώστε να διασφαλίζεται η ανεμπόδιστη και ανεπηρέαστη επιτέλεση του έργου του.

Επιπλέον, θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό είναι που έχει παγιώσει στις συνειδήσεις του κόσμου, το Πανεπιστήμιο ως βασικό μέσο κοινωνικής και επαγγελματικής καταξίωσης. Γιατί, αυτό το επίπεδο και είδος γνώσης, είναι που διαμορφώνει επιστήμονες και επαγγελματίες ικανούς να προάγουν και να εξελίξουν την κοινωνία και την οικονομία ενός τόπου. Και εκεί ακριβώς είναι που έχει αποτύχει το εγχείρημα των ιδιωτικών Πανεπιστημίων πανευρωπαϊκά, με αποτέλεσμα, όσα ιδρύθηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες να κλείνουν, ενώ τα Ιδρύματα που παραμένουν σταθερά στην πρωτοπορία, έχουν δημόσιο χαρακτήρα. 

Η προσπάθεια λοιπόν, υπονόμευσης του Δημόσιου Πανεπιστημίου, όχι μόνο με τη δημιουργία ιδιωτικών ιδρυμάτων -που εκ των πραγμάτων δεν θα είναι σε θέση να παρέχουν ουσιωδώς Πανεπιστημιακή μόρφωση- αλλά και με τις προτεινόμενες αλλαγές στη λειτουργία του (Συμβούλια Ιδρύματος, σύνδεση της χρηματοδότησης με την αξιολόγηση, δυνατότητα καθηγητών να ιδρύουν επιχειρήσεις), δεν μπορεί παρά να δημιουργεί βεβαιότητες για την ταξική θεώρηση του οράματος του κ. Μητσοτάκη.

*Ο Τάσος Κουράκης είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στην Α' Περιφέρεια Θεσσαλονίκης και Α΄ Αντιπρόεδρος της Βουλής

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ «ΤΥΠΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ»

 

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ