Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Ελένη Τοπαλούδη: Η αληθινή μάχη για δικαιοσύνη ξεκινά τώρα

Η υπόθεση Τοπαλούδη, η αγόρευση της εισαγγελέως και η επόμενη ημέρα

Του Γιώργου Παπαδημητρίου

Η δικαιοσύνη απεφάνθη και οι δύο δολοφόνοι και βιαστές της Ελένης Τοπαλούδη καταδικάστηκαν σε ισόβια (για την ανθρωποκτονία) + 15 χρόνια (για τον βιασμό), καθώς δεν τους αναγνωρίστηκε το παραμικρό ελαφρυντικό. Φυσικά, μάλλον θα υπάρξει έφεση κατά της απόφασης από την πλευρά των καταδικασθέντων, αλλά ο πρώτος κύκλος αυτής της πολύκροτης υπόθεσης έχει προς το παρόν κλείσει. Η υπόθεση Τοπαλούδη, η οποία βρέθηκε στο επίκεντρο τόσο των ΜΜΕ όσο και των σόσιαλ μίντια (εκεί όπου γίνονται πλέον οι κοινωνικές ζυμώσεις ή τέλος πάντων ένα κακέκτυπο αυτών) και αποτέλεσε αντικείμενο εκτενών και παθιασμένων τοποθετήσεων, μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για πολλές σκέψεις και συνειδητοποιήσεις.

Αρχικά, επειδή συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά ενός αποτρόπαιου και ειδεχθούς εγκλήματος. Η ίδια η πράξη είναι φρικιαστική και δείχνει ανατριχιαστικά μελετημένη. Οι δύο δράστες έσπευσαν να καλύψουν τα ίχνη τους, δεν έδειξαν τον παραμικρό δισταγμό, ενώ είναι μάλλον εμφανές ότι η συμπεριφορά που επέδειξαν δεν ήταν προϊόν μιας ενστικτώδους αντίδρασης. Σε μεταγενέστερο στάδιο, κατά τη δικαστική διαδικασία, η συμπεριφορά των δύο δραστών ήταν το λιγότερο προκλητική, μια διαρκής ύβρις απέναντι στη μνήμη του θύματος, ενώ δεν άργησε να διαφανεί μια απόπειρα χυδαίου κουκουλώματος τόσο από την οικογένεια του ενός εκ των δύο όσο και συνολικά από την τοπική κοινότητα. Υπό μια έννοια, όλες οι συλλογικές παθογένειες που μπορεί να φανταστεί κανείς είναι σαν να αποκρυσταλλώθηκαν σε αυτή την υπόθεση που συντάραξε το πανελλήνιο.

Φυσικά, την επικαιρότητα μονοπώλησε η αγόρευση της εισαγγελέως Αριστοτελείας Δόγκα, η οποία χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από μεγάλο μέρος της κοινωνίας, αλλά έγινε παράλληλα δέκτης και ορισμένων επικρίσεων. Επί του συγκεκριμένου ζητήματος, και χωρίς να φλυαρήσουμε, ας αναφέρουμε τα εξής. Σε μια εποχή όπου η ελληνική Δικαιοσύνη και οι διωκτικές αρχές μας έχουν εκπλήξει κατά συρροή με δυσάρεστο τρόπο, η αγόρευση της κυρίας Δόγκα εύλογα δημιουργεί κατά κάποιον τρόπο μια αίσθηση ανακούφισης. Αναλογιστείτε την πρόσφατη εισαγγελική αγόρευση στη δίκη της ΧΑ και προβείτε στη σχετική αποκαρδιωτική σύγκριση. Επιπλέον, να αναφέρουμε ότι στην αγόρευσή της η Εισαγγελέας ορθώς αποτυπώνει πολλές από τις κοινωνικές διαστάσεις του εγκλήματος (απόπειρα συγκάλυψης από μια προνομιούχο ελίτ, χαρακτήρας της τοπικής κοινωνίας που έχει εθιστεί σε μια κουλτούρα που έχει ανάγει το χρήμα σε απόλυτη αξία, ενθαρρύνοντας μια ιδιότυπη ομερτά όπου και όποτε κρίνεται απαραίτητο, πλήρης απαξίωσης του γυναικείου φύλου από τους δράστες και όσους κουκουλώνουν το ειδεχθές έγκλημα, ανάδειξη της ιερής σημασίας του «όχι» που ξεστομίζει οποιαδήποτε γυναίκα σε αντίστοιχη περίπτωση άσκησης σεξουαλικής πίεσης). Επίσης, να αναφέρουμε ότι σε καμία μα καμία περίπτωση η αγόρευση της Εισαγγελέως δεν εμπόδισε την τήρηση των τύπων και των διαδικασιών που διασφαλίζουν το (ιερό και απαράβατο, παρά τους περί του αντιθέτου αλαλαγμούς των Ελλήνων χρηστών των σόσιαλ μίντια) δικαίωμα του κάθε κατηγορουμένου σε μία δίκαιη δίκη. Όταν έχουμε καεί στον χυλό, λοιπόν, φυσάμε και το γιαούρτι, διότι σε αυτό τον τόπο τίποτα δεν θα μας εξέπληττε πια, ακόμη και να ακούσουμε την εισαγγελική αρχή να υποστηρίζει ότι το θύμα προκάλεσε ή δεν έλαβε τις απαραίτητες προφυλάξεις ή οτιδήποτε παρεμφερές, που μόνο αναγούλα και αηδία μπορεί να επιφέρει ως αντίδραση.

Όσον αφορά τις επικρίσεις απέναντι κυρίως στο ύφος της Εισαγγελέως, ας ξεκινήσουμε από την εξής αφετηρία: α) η επικριτική ανακοίνωση του ΔΣΑ δεν είναι επί της ουσίας ανακοίνωση ενός θεσμικού οργάνου, αλλά προσωπική ανακοίνωση του Προέδρου κ. Δημήτρη Βερβέσου, ο οποίος ναι μεν διαθέτει θεσμική ιδιότητα, αλλά μάλλον χρησιμοποίησε αυτή την ιδιότητα, στη συγκεκριμένη περίσταση, για να καπελώσει τους συναδέλφους του, β) το ύφος, ο τόνος και το περιεχόμενο της ανακοίνωση αποπνέουν μια επιθετικότητα που προκαλεί απορία και, αντί να επισημαίνουν ορισμένα θεσμικά-τεχνικά «ελαττώματα» της αγόρευσης, επί της κατατείνουν σε μια υπόγεια  απαξίωση των πραγματικών περιστατικών και της ουσίας της υπόθεσης έναντι των τύπων. Από εκεί και έπειτα, θεωρούμε χρήσιμο να επισημάνουμε τα όποια «φάουλ» της αγόρευσης της Εισαγγελέως, πάντα όμως με την υπόμνηση ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση, και με βάση την δόλια απόπειρα συγκάλυψης που απεργάζονταν οι συγγενείς του ενός δράστη, είναι πολύ πιθανόν να ήταν απαραίτητη μια πιο συναισθηματική αγόρευση με σκοπό την εγρήγορση της κοινής γνώμης.

Κατά τα άλλα, δύο είναι τα σημεία -κατά τη γνώμη μας- που χρήζουν ήπιας κριτικής: α) είναι παντελώς αχρείαστοι (έως και τρομερά άστοχοι) χαρακτηρισμοί όπως «αφίλητη παρθένα», παρά την -όπως προείπαμε- δικαιολογημένη ίσως επίκληση του θυμικού στοιχείου. Η Ελένη Τοπαλούδη δεν άξιζε να βιώσει αυτό το μαρτύριο και να βρει αυτό τον θάνατο ανεξαρτήτως χαρακτήρα. Η Ελένη Τοπαλούδη είχε δικαίωμα να είναι όπως θέλει, να ερωτοτροπεί όσο και όποτε θέλει, να έχει πολλούς ή μηδενικούς ερωτικούς συντρόφους και να αποζητά χλιαρές ή εξεζητημένες ερωτικές εμπειρίες. Όποιος και να ήταν ο χαρακτήρας της Ελένης και της κάθε Ελένης, το συγκεκριμένο, και κάθε ανάλογο, έγκλημα είναι και θα είναι για πάντα απεχθές, φρικιαστικό και χυδαίο, β) οι εισαγγελικές αγορεύσεις δεν πρέπει κατά κανόνα να έχουν ως σκοπό να ικανοποιήσουν το «κοινό περί δικαίου αίσθημα». Διότι μπορεί στη συγκεκριμένη περίπτωση το συλλογικό αίσθημα να εμφορείται από μια ειλικρινή διάθεση για απόδοση δικαιοσύνης, πολύ συχνά όμως αυτό το αίσθημα διολισθαίνει προς την οχλοκρατία, απαιτώντας λιντσαρίσματα και τιμωρίες κατηγορουμένων σε καταστάσεις όπου η αλήθεια και η ενοχή είναι έννοιες τρομερά θολές. Επομένως, και αφότου επαναλάβουμε ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση πιθανώς να δικαιολογείται μια κάποια παρέκκλιση, ας θυμόμαστε, ως γενικό πρόσταγμα, ότι η απονομή δικαιοσύνης είναι μια ιερή διαδικασία, που οφείλει να σταθμίζει τις κοινωνικές συνθήκες, αλλά όχι να πασχίζει να πάρει με το μέρος της την κοινή γνώμη.

Από εκεί και έπειτα, η αληθινή μάχη τώρα ξεκινά. Όταν θα ξεφουσκώσουν τα αυτάρεσκα παραληρήματα στα σόσιαλ μίντια, τα οποία στοχεύουν κατά κύριο λόγο είτε στην προσέλκυση επαίνων και «γαλονιών» ευαισθησίας ή σε μια υποδόρια επιδειξιμανία οργής (συχνά χωρίς την παραμικρή επαφή με την ουσία της νομικής επιστήμης και της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης). Διότι υπάρχει ένα αδιόρατο νήμα σε αυτή τη χώρα που συνδέει τον συνεχή εκφοβισμό και τη δολοφονία του Βαγγέλη Γιακουμάκη, το λιντσάρισμα του Ζακ Κωστόπουλου και τον βιασμό και τη στυγερή δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη. Μια υποδόρια, αλλά εντέλει διακριτή, γραμμή που ενώνει αυτά τα θύματα, αλλά και αυτούς τους θύτες. Η μάχη, λοιπόν, είναι συνεχής, διαρκής, επώδυνη και επίπονη. Απέναντι στη μωρία, το μίσος, τις προκαταλήψεις, τον ντεμέκ ανδρισμό, την κουλτούρα του ματσίσμο, τις κοινωνικές προκαταλήψεις που οδηγούν σε διακρίσεις και στερεότυπα, το τσαλαπάτημα του αδύναμου, την επιβολή ισχύος από την εκάστοτε εξουσία, τον κοινωνικό κανιβαλισμό, την ομοφυλοφοβία, τον φυλετικό ρατσισμό, την κουλτούρα της επιβολής. Οι εκάστοτε δολοφόνοι της εκάστοτε Ελένης θα πρέπει να τιμωρούνται πάραυτα, αυτός είναι εξάλλου και ο ρόλος της δικαιοσύνης. Η αληθινή αλλαγή δεν επέρχεται όμως μονάχα με την τιμωρία των όποιων ενοχών, αλλά με το σφράγισμα αυτού του εκτροφείου εμετικών συμπεριφορών.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ