Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Ο Μίκης είναι δικός σου και δικός μας

Αντίο Μίκη, κάθε 2 Σεπτέμβρη ο κόσμος θα μοιάζει λίγο πιο μικρός

Του Γιώργου Παπαδημητρίου

Η μουσική του Μίκη, οι υπέροχοι στίχοι των Ελλήνων ποιητών που έντυσε με μελωδικούς μανδύες, οι ταινίες που απογείωσε με τις νότες του, τα τραγούδια που έγιναν εθνική κοινοκτημοσύνη στο πέρασμα του χρόνου, ο αέρινος τρόπος που διηύθυνε την (κάθε) ορχήστρα, λες και αιωρούνταν πάνω από το έδαφος. Όλα τα παραπάνω ξεπερνούν και υπερβαίνουν ακόμη και την έννοια της κληρονομιάς και της παρακαταθήκης. Ο Μίκης και το έργο του, ο Μίκης και η θυελλώδης περσόνα του, ο Μίκης και οι θεσπέσιες εμπνεύσεις του, ο Μίκης και συναρπαστικές αντιφάσεις του ακόμη ακόμη, ανατρέχουν σε κοιτάσματα βαθύτερα και αθέατα, σε δυνάμεις μυσταγωγικές και αρχέγονες, αδυνατώντας να στριμωχτούν στο επίπεδο μιας ιστορικής αποτίμησης ή ενός δακρυσμένου επικήδειου.

Ο Μίκης, πέρα από το κοινώς αποδεκτό μουσικό του μεγαλείο, πέρα από τη διεθνή ακτινοβολία και την καθολική εκτίμηση που απολάμβανε σε κάθε γωνιά του πλανήτη, πέρα από τον φρενήρη του βίο, που ισοδυναμεί με καμιά ντουζίνα συμβατικές ζωές, πέρα από την άρρηκτη σύνδεσή του με την ιστορική διαδρομή της χώρας, πάνω και περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αποτελεί και θα αποτελεί στο διηνεκές του χρόνου ακλόνητο πυλώνα και υπόγειο θεμέλιο του ελληνικού συλλογικού ψυχισμού. Ο Μίκης δεν ήταν απλώς ένας συνθέτης που έγραψε θεσπέσια μουσική, η οποία έμελλε να συνδεθεί δια παντός με την Ελλάδα. Ο Μίκης έπλασε και σμίλευσε τον ήχο, τον χτύπο και τον παλμό ενός τόπου.

Προσπερνώντας κάθε λοβοτημένη κουβέντα περί εθνικής περηφάνιας, λες και η τέχνη είναι κάποιο τρόπαιο που κοσμεί εθνικές βιτρίνες, το έργο του Μίκη συνιστά μια πηγή καθάριας και διαυγούς ελληνικότητας, ταξιδεύοντας στα άδυτα ενός αδήριτου κοινού βιώματος και ενός μυσταγωγικού αταβισμού. Η μουσική του Μίκη αναπλάθει ένα απροσδιόριστο τραύμα που δεν λέει να επουλωθεί ποτέ, παρά τις βεβιασμένες μας προσπάθειες να το καμουφλάρουμε όπως όπως. Καταφθάνει στα αυτιά, αλλά κυρίως στην καρδιά μας, ως ένας μακρινός αντίλαλος που συμπυκνώνει τον καημό με την ελπίδα, τον σπαραγμό του πόνου με την έκσταση της αλεγρίας. Το βλέμμα της είναι στραμμένο σε έναν τόπο χειροπιαστό αλλά και ανοίκειο, πέρα από τον στενό ορίζοντα του μυαλού και των ματιών.

Η μουσική του Μίκη -ιδίως τώρα που θα την αναπολούμε με την εύλογη και καθόλα αποδεκτή συγκίνηση της νοσταλγίας- μεταδίδει την ορμή της πρωτίστως ψυχικά και βιωματικά, προτού γίνει αντιληπτή από τις σωματικές αισθήσεις. Και ξεδιπλώνει την ανείπωτη ιστορία -ή μάλλον ούτε καν την ιστορία, αλλά την υποδόρια αφήγηση- ενός τόπου, λες και όλοι μας κοιτάζουμε μέσα από μια διάφανη σταγόνα χρόνου: εκεί όπου το μέλλον καλπάζει ως ανάμνηση και το παρελθόν φουντώνει σαν προσμονή. Μια μοίρα θαρρείς αναπόδραστη, η πίστη και η απελπισία μας, η χαρά και η λύπη μας, συμπυκνωμένες και διατυπωμένες σε μια γουλιά νότες, σε μια αρμαθιά οκτάβες, σε μια χούφτα συγχορδίες.

Κι όποτε ανταριάζουμε με το μελοποιημένο Άξιον Εστί, όποτε δακρύζουμε με την ερμηνεία του Βρέχει στη Φτωχογειτονιά από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση στη Συνοικία το Όνειρο του Αλέκου Αλεξανδράκη, όποτε ανατριχιάζουμε με το Θα σημάνουν οι καμπάνες και την ερμηνεία του Θανάση Βέγγου στην ταινία Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας, ίσως -εντέλει- να ψηλαφούμε εκείνη την περιβόητη ελληνική δέσμη, που αναζήτησε με τόσο συνεπή μανία ο υπέροχος Χρήστος Βακαλόπουλος.

Υπήρχε κάποτε μια εποχή, στην οποία η Ελλάδα των λαϊκών στρωμάτων, της καθημερινής βιοπάλης, του απλού λαού, είχε στα χείλη της τους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη, του Γιάννη Ρίτσου, του Τάσου Λειβαδίτη. Όχι ως μορφή εξεζητημένης ενασχόλησης με την τέχνη, αλλά ως αυθόρμητη εκδήλωση μιας βαθύτερης ψυχικής ανάγκης, πλήρως απαλλαγμένης από κάθε φιοριτούρα. Από τη μια, αδυνατούμε να ενστερνιστούμε τη μεταφυσική αποδοκιμασία για οτιδήποτε τωρινό και σύγχρονο, καταφεύγοντας στην -πάντα τόσο διαθέσιμη- παρελθοντολαγνεία. Από την άλλη, δεν γίνεται να συγκρατήσουμε έναν κάποιον στεναγμό μελαγχολίας για το σήμερα, αλλά κι ένα γούρλωμα ανησυχίας για το αύριο.

Ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε μέγεθος ανυπολόγιστου διαμετρήματος, από εκείνα που αγγίζουν το άβατο ενός άρρητου δέους. Και τον αποχαιρετούμε με όλες τις τιμές που του αρμόζουν, μακριά από τις μικροπρεπείς λοιδορίες ανθρώπων που αδυνατούν να αντιληφθούν ότι τα (κάθε φύσης και είδους) ανθρώπινα σύμβολα είναι καταδικασμένα να διαθέτουν αμέτρητες -και συχνά αντικρουόμενες- όψεις. Αντίο Μίκη, κάθε 2 Σεπτέμβρη ο κόσμος θα μοιάζει λίγο πιο μικρός. Και δεν θα χωρά τον αναστεναγμό μας.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ