Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Τα 4 βασανιστικά ερωτήματα για την καταδίωξη και το θάνατο 20χρονου Ρομά

Περιστατικά σαν κι αυτό εγείρουν αμφιβολίες, φόβους και ανησυχίες που ξεπερνούν τον χωροχρονικό προσδιορισμό ενός γεγονότος

Από καθαρά ετυμολογική σκοπιά, τα γεγονότα και τα συμβάντα που περιβάλλουν τον δημόσιο και ιδιωτικό μας βίο είναι εξ ορισμού α-νόητα. Με άλλα λόγια, δεν έχουν κάποιο προκαθορισμένο νόημα, παρά εκείνο που εμείς θα επιλέξουμε να τους αποδώσουμε. Εν ολίγοις, η ερμηνεία, ο απόηχος, ο σχολιασμός, οι συνειρμοί και οι αντανακλαστικές αντιδράσεις περικλείουν ένα μεγάλο κομμάτι ουσίας όσον αφορά το καθετί που συμβαίνει. Και πολλές φορές, το να παρακολουθείς, να διαβάζεις, να ακούς, γενικότερα να έχεις πλήρη εικόνα του πώς αντιδρά μια κοινωνία, τόσο θεσμικά όσο και στο πεδίο της αυθόρμητης λαϊκής αντίδρασης, είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικό για το γενικότερο πλαίσιο αναφοράς. Ενίοτε, και τρομερά απογοητευτικό.

Τις προάλλες, όπως όλοι θα γνωρίζετε, ένα από τα θέματα που μονοπώλησε την ειδησεογραφία ήταν η καταδίωξη των νεαρών Ρομά από τις δυνάμεις της αστυνομίας, η οποία είχε ως τραγική κατάληξη τον θάνατο ενός 20χρονου που επέβαινε στο κλεμμένο αυτοκίνητο. Και κάπου εδώ, ήδη από τη διατύπωση αυτής της φράσης, ξεκινούν τα πρώτα ζητήματα. Αν τυχόν θεωρείτε πως η κατάληξη του συγκεκριμένου συμβάντος δεν είναι τραγική, επειδή ο νεκρός τυχαίνει να ανήκει σε μια συγκεκριμένη φυλετική-κοινωνική κατηγορία, τότε πολύ φοβάμαι ότι δεν θα βρούμε κανένα σημείο επαφής. Διότι ό,τι κι αν αποδειχτεί ότι συνέβη, ό,τι και αν προκύψει στην έρευνα όσον αφορά την απόφαση των αστυνομικών να ανοίξουν πυρ κατά του αυτοκινήτου, ακόμη και αν δεν στοιχειοθετηθεί ποινική ευθύνη σε βάρος τους, είναι δεδομένο ότι ο θάνατος ενός 20χρονου από πυρά είναι μια πρώτης τάξεως τραγωδία. Απ’ όπου και αν κατάγεται, ό,τι χρώμα κι αν είναι το δέρμα του, όποιος κι αν ήταν ο πρότερος βίος του.

Το αληθινά ανησυχητικό στην όλη ιστορία, φυσικά, προκύπτει αν αναλογιστεί κανείς τις αντιδράσεις μιας σεβαστής μερίδας της κοινωνίας, η οποία βρέθηκε να αποθεώνει τους αστυνομικούς για το συμβάν, χωρίς να την απασχολεί ούτε στο ελάχιστο η διερεύνηση της υπόθεσης. Δυστυχώς, το συλλογικό (για να μην πούμε αγελαίο) θυμικό επιτάσσει ότι στο μπρα-ντε-φερ μεταξύ των οργάνων της τάξης και των Ρομά που έχουν υποπέσει σε αδίκημα, οι πρώτοι ανακηρύσσονται προστάτες του νόμου και της τάξης, ενώ οι δεύτεροι υποβιβάζονται στο επίπεδο μιας διαρκούς αντικοινωνικής απειλής που οφείλει να παταχθεί με κάθε τρόπο και με κάθε κόστος. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, όπως λέει και το σοφό ρητό, καθότι πραγματικά αναρωτιόμαστε με ποιο τρόπο νιώθει κάποιος πιο ασφαλής και άφοβος στην καθημερινότητά του επειδή ένας 20χρονος που έκλεψε ένα αμάξι στο Πέραμα δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή. Πέρα από σκληρή, αυτή η στάση ζωής είναι και παντελώς ξέμπαρκη σε σχέση με την απτή πραγματικότητα της κοινωνίας μας.

Εξυπακούεται πως πέρα από τις κοινωνικές αντιδράσεις από τη βάση, εξαιρετικά προβληματικές υπήρξαν και ορισμένες κινήσεις από την κορυφή της πολιτειακής πυραμίδας. Για να το θέσουμε αλλιώς, όχι, σε καμία περίπτωση δεν είναι φανερό «ότι οι επτά αστυνομικοί επιτέλεσαν απλώς το καθήκον τους στο ακέραιο, προστατεύοντας το κοινωνικό σύνολο». Και φρόνιμο θα ήταν τέτοιες κουβέντες να μην ξεφεύγουν ελαφρά τη καρδία από επίσημα χείλη, διότι μόνο αρνητικές συνέπειες επιφέρουν για μια πλειάδα από λόγους, με πρώτο και καλύτερο στη λίστα ότι φανερώνουν μια πρεμούρα της πολιτικής εξουσία να «προλάβει» την ετυμηγορία των δικαστικών αρχών. Όχι, λοιπόν, τίποτα δεν είναι φανερό σε αυτό το στάδιο, τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο, τα ερωτηματικά είναι αμέτρητα, όπως και τα σκοτεινά σημεία. Εννοείται, βέβαια, ότι από κοντά σέρνουν τον χορό και τα κυρίαρχα ΜΜΕ της χώρας, που βιάζονται να προκαταλάβουν ότι τίποτα το αξιόμεμπτο δεν συνέβη εκείνο το μοιραίο βράδυ.

Αυτό που αδυνατεί δυστυχώς να διακρίνει ο Έλληνας πολίτης και ψηφοφόρος που μπλέκει στο δίπολο «τίμια παλικάρια με τα μπλε vs. σεσημασμένοι παραβατικοί Ρομά» είναι η ευρύτερη εικόνα. Περιστατικά σαν κι αυτό εγείρουν αμφιβολίες, φόβους και ανησυχίες που ξεπερνούν τον χωροχρονικό προσδιορισμό ενός γεγονότος και εκτείνονται στα βαθύτερα και ουσιώδη στρώματα λειτουργίας μιας ευνομούμενης πολιτείας.

  • Ποια είναι τα όρια και οι ελευθερίες της άσκησης βίας από τα εντεταλμένα όργανα;
  • Πού ξεκινά και πόση ισχύ έχει  πειθαρχικός τους έλεγχος;
  • Πώς είναι δυνατόν να ειπώνεται με ανατριχιαστική άνεση η φράση «ας σταματούσαν, να μην τους γαζώνανε, δεν τους φταίει κανείς» από τόσους και τόσους συμπολίτες μας;
  • Πόση εξουσία έχει αποκτήσει το συντηρητικό και μουχλιασμένο ψηφοθηρικό υπογάστριο αυτής της χώρας ώστε η ανάγκη για διαλεύκανση μιας τέτοιας υπόθεσης να υποχωρεί μπροστά στην εκ προοιμίου ανάγκη να αναφωνήσουμε όλοι μαζί και εν χορώ πως «όλα έγιναν όπως έπρεπε»;

Δυστυχώς, οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα δεν είναι αυτές που θα όφειλαν.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ