Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Μίλτος και Αντιγόνη: Και πώς να μην τους αγαπήσεις;

Οι μεγάλες νίκες των Μίλτου Τεντόγλου και Αντιγόνης Ντρισμπιώτη που γυρνούν από το Μόναχο με χρυσά μετάλλια

Του Γιώργου Παπαδημητρίου

Ήταν, είναι και θα είναι περίεργο φρούτο το πώς αντιμετωπίζονται από την κοινή γνώμη οι αθλητικές επιτυχίες στην Ελλάδα, ιδίως στα ατομικά αγωνίσματα, όπου το οπαδικό αντανακλαστικό αναγκαστικά, εύλογα και αυτονόητα υποχωρεί. Γενικότερα μιλώντας, πολλές φορές η έννοια της συλλογικής περηφάνιας για τους αθλητικούς θριάμβους απέχει μονάχα κάτι χιλιοστά από εκείνη της ντροπής, όπως στην αλησμόνητη βραδιά του τελικού των 200 μέτρων, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Η υπόθεση Κεντέρη-Θάνου, αντί να μας γεμίσει όλους αμηχανία για τους σκιώδεις χειρισμούς των ελληνικών αρχών, για τα τρελά φούμαρα που διαβάζαμε δεξιά κι αριστερά, για τη βαριά βιομηχανία ντόπινγκ που είχε στήσει ένα χυδαίο παρεάκι, εξασφαλίζοντας συγχωροχάρτια και στραβά μάτια κάτω από τον μανδύα της εθνικής δόξας, μας είχε ξυπνήσει τα γνωστά ένστικτα εθνεγερσίας απέναντι σε μια φαντασιακή και επινοημένη αδικία.

Στο δικό μου τεφτέρι, πάντως, επιτυχίες σαν κι αυτές που προέκυχαν τις τελευταίες ημέρες στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Στίβου περισσότερο λειτουργούν ως αφορμή και εφαλτήριο να ξεστομίσω ένα ειλικρινές και αυθόρμητο «μπράβο» για τους Έλληνες αθλητές που ξεπερνούν ακόμη και τον εαυτό τους, δίνοντας ό,τι έχουν και δεν έχουν στο άθλημά τους, σε ένα πλαίσιο μηδαμινής στήριξης από τους αρμόδιους φορείς. Και αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, πέρα από την πολιτική ορθότητα και τους άγραφους νόμους που αυτή μας επιβάλλει, η προσωπικότητα, η αύρα, η συμπεριφορά του κάθε αθλητή προφανώς και παίζουν ρόλο στο πώς αντιδρούμε στις εκάστοτε επιτυχίες. Για να μην παρεξηγηθώ, ποτέ δεν θα αμφισβητήσω το απύθμενο ταλέντο και τις ασύλληπτες ικανότητες ενός αθλητή σαν τον Στέφανο Τσιτσιπά ή μιας αθλήτριας σαν τη Βούλα Παπαχρήστου (για να θυμηθώ μια παλαιότερη ιστορία). Ομοίως, ποτέ δεν μπω στη γελοία διαδικασία να υποβαθμίσω τις επιτυχίες τους, να ευχηθώ την αποτυχία τους, να διατυμπανίσω την όποια κριτική μου (μέγιστη ασθένεια της εποχής μας) ώστε να παραστήσω τον «ψαγμένο που βλέπει πίσω από τη βιτρίνα», να τους κάνω μάθημα για το ποιοι θα είναι, πώς θα σκέφτονται και πώς θα χαίρονται (σ)τη ζωή τους. Διατηρώ, όμως, το αναφαίρετο δικαίωμα να φορέσω ένα πολύ πιο πλατύ χαμόγελο για τις νίκες ανθρώπων σαν τον Μίλτο Τεντόγλου και την Αντιγόνη Ντρισμπιώτη.

Ο Μίλτος είναι σχεδόν αδύνατον να μη σου κλέψει την καρδιά. Γενναιόδωρος σε φιλοφρονήσεις και ευγενή άμιλλα απέναντι στους συναθλητές του, χαρισματικός και αυθόρμητος μπροστά στον φακό της κάμερας, απολαυστικά και απρόσμενα αυτοσαρκαστικός για αθλητής, προσγειωμένος και συνειδητοποιημένος ως προς την ταυτότητά του, θωρακισμένος απέναντι στον πειρασμό της τετριμμένης φλυαρίας και του διδακτισμού, εχθρός της κλασικής γραφικότητας (βλέπε το ασύγκριτα βλακώδες «μίλησε η ελληνική ψυχή») , με κινήσεις που σου μελώνουν την καρδιά όπως το φιλί του στη θρυλική Χάικε Ντρέξλερ στο προηγούμενο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Στίβου (όπου και εκεί κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο). Με άλλα λόγια, ο Μίλτος συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία που μπορούν να με συγκινήσουν σε έναν αθλητή: την ταπεινότητα, το ταλέντο, την εργατικότητα, τον αυτοσεβασμό, την καλώς εννοούμενη φιλοδοξία, την άνεση που δεν έχει καμία σχέση με την ποζεριά, την αυτογνωσία ότι ο κόσμος και η ζωή δεν τελειώνουν στο σκάμμα και στο κουλουάρ της δικής προσπάθειας, τη σιδερένια θέληση να γίνεις σταδιακά η καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου.

Από εκεί και έπειτα, η ιστορία της Αντιγόνης συνιστά μνημείο επιμονής και υπομονής, πίστης, αγώνα και προσπάθειας. Λίγο-πολύ, τις λεπτομέρειες τις γνωρίζετε όλοι, αν τυχόν διαβάσατε έστω και ένα σχετικό άρθρο. Σε μια ηλικία που θεωρείται απαγορευτική για πρωταθλητισμό (38 ετών), έπειτα από οκτάχρονη απουσία από αγώνες και προπονήσεις (από το 2004, όταν δεν κατόρθωσε να μπει στην ολυμπιακή ομάδα, μέχρι και το 2011), συνδυάζοντας μια κανονικότατη ζωή στο μεροκάματο και τις εξαντλητικές προπονήσεις, με ελάχιστο ελεύθερο χρόνο και ανύπαρκτη στήριξη (η ΕΟΕ μάλλον αισθάνεται μια κάποια αμηχανία τις τελευταίες ημέρες), η Αντιγόνη πραγματοποίησε ένα come back που θα μπορούσε να αποτελέσει υλικό για κάποιο χολιγουντιανό blockbuster, σκαρφαλώνοντας κάθε χρόνο όλο και πιο ψηλά. Η ιστορία της, λοιπόν, είναι συγκινητική όχι για λόγους εθνικής μόστρας, αλλά επειδή είναι πραγματικά σπάνιο να βλέπεις τον ασύλληπτο κόπο ενός ανθρώπου να ανταμείβεται με τόσο εμφατικό τρόπο. Ιδίως στη δική μας χώρα, όπου κυριαρχούν τα παχιά λόγια των βολεμένων και ο δονκιχωτισμός των αληθινά άξιων.

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ