Του Θωμά Γκοσινή
Προσπαθώ, αλλά δυσκολεύομαι να θυμηθώ το όνομα του Μαθηματικού που στο σχολείο επέμενε ότι όλα στη ζωή ερμηνεύονται από τους αριθμούς. Όλα είναι Μαθηματικά. Με μια δεύτερη σκέψη, νομίζω πως μια παραλλαγή των παραπάνω έχω ακούσει να τη λέει κάθε Μαθηματικός που είχα τη χαρά να γνωρίσω μέχρι σήμερα, οπότε το όνομα αυτό που ψάχνω ίσως και να μην έχει μεγάλη σημασία. Παραδόξως, θυμάμαι καθαρά τη ρήση του Άλμπερτ Αϊνστάιν «Δεν πιστεύω στα Μαθηματικά». Σίγουρα, στο υπέροχο και διαταραγμένο για τα ταπεινά μας δεδομένα μυαλό του θείου Άλμπερτ τα πράγματα ήταν κάπως περίεργα και είναι μάλλον δύσκολο να καταλάβει κανείς τι ακριβώς εννοούσε, αν και η επεξήγηση με την οποία συνόδευσε τα παραπάνω λόγια έχει να κάνει με το πώς τα Μαθηματικά θα μπορούσαν να στέκονται από μόνα τους, δε χρειάζεται να αντικατοπτρίζουν τίποτα. Είναι ένας ξεχωριστός κόσμος, κι έτσι μια εκτροπή της αλήθειας, αν βέβαια θεωρήσουμε ότι η πραγματικότητα που βιώνουμε είναι αληθινή, πράγμα το οποίο, σύμφωνα με τον Αϊνστάιν, δεν μπορεί να αποδειχθεί με τη λογική, άρα δεν μπορεί να αποδειχθεί. Όμως, τι είναι οι αριθμοί χωρίς το μέγεθος το οποίο χαρακτηρίζουν;
Τίποτα. Μοιάζει με εκείνο το αστείο του Αρκά, όταν μετά από πιέσεις ο άγγελος ενδίδει και αποκαλύπτει στον νεκρό μας φίλο την απάντηση για το νόημα του Σύμπαντος και της Ύπαρξης : 34. Σε ένα πράγμα είχε σαφέστατα δίκιο ο Άλμπερτ, κι αυτό ήταν η υποψία του ότι μπορεί και να μην είναι αληθινή η πραγματικότητά μας. Αυτό είναι πλέον σίγουρο. Γιατί σε μια γωνιά αυτής της πραγματικότητας υπάρχει η ένα μέρος που λέγεται Συρία, και εκεί όταν βάζεις τα νούμερα δίπλα από τις λέξεις, το περιορισμένο μυαλό αδυνατεί να πιστέψει και να εφαρμόσει τη λογική. Άρα δεν μπορεί να υπάρχει ένας τέτοιος κόσμος κάπου δίπλα μας, γύρω μας, κοντά μας. Κι όμως.
1.000.000 είναι ο μέχρι τώρα αριθμός των παιδιών που συμπεριλαμβάνονται στους πρόσφυγες που έχουν εγκαταλείψει τη χώρα με οποιονδήποτε πιθανό και απίθανο τρόπο, μέσα στο μακελειό του εμφυλίου. Από αυτά, 740.000 είναι εκείνα που είναι κάτω από 11 ετών. 3.500 είναι ο αριθμός των παιδιών που έχουν περάσει στην Ιορδανία, το Λίβανο και το Ιράκ χωρίς συνοδεία κάποιου ενήλικου. Αν υπάρχει, δηλαδή, κάποιος εν ζωή μεγαλύτερος συγγενής τους, γιατί ως επί το πλείστον μιλάμε για παιδιά που τριγυρνούν χωρίς κάποιον να ακούει το κλάμα τους, μέσα από τσαλακωμένες πόλεις και περίεργες γραμμές στο χάρτη. Από τα παιδιά δε που δεν περιλαμβάνονται στους πρόσφυγες και παραμένουν στη Συρία, η UNICEF εκτιμά ότι περισσότερα από 2.000.000 εξ αυτών έχουν ξεριζωθεί από τα σπίτια τους και βρίσκονται κάπου αλλού μέσα στη χώρα, για να αποφύγουν τα πεδία των μαχών. Κάπου. Αλλού. Όμως κάπου. 7.000 παιδιά δεν είναι πουθενά. Έχουν βίαια αφήσει αυτόν τον κόσμο, τα έχει πάρει ο πόλεμος.
Την Τετάρτη στη Δαμασκό τα πλάνα έδειχναν άντρες, γυναίκες και παιδιά να πεθαίνουν στα πεζοδρόμια ή να υποφέρουν από τις παρενέργειες αυτού που φημολογείται πως ήταν επίθεση με χημικά. Αέρια που επιτίθενται στο νευρικό σύστημα του ανθρώπινου σώματος. Όπλα που υποτίθεται πως έχουν απαγορευτεί και καταστραφεί. Οι ειδικοί αναλύουν το υλικό και θα αποφανθούν. Η μια πλευρά κατηγορεί την άλλη. Έχει τίποτα από αυτά σημασία; Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί σε έναν τέτοιο παραλογισμό. Υπάρχουν ορθά και λανθασμένα κίνητρα, υπάρχει δίκαιο και άδικο, αλλά καλό και κακό σίγουρα όχι. Η λαίλαπα και το μίσος παρασύρει τον καθένα.
Ο Μπάρακ Ομπάμα τονίζει ότι σε περίπτωση που αποδειχθεί πως όντως έγιναν επιθέσεις με χημικά αυτό θα ξεπερνά κάθε όριο και η Αμερική θα πρέπει να επέμβει. Αδιευκρίνιστο με ποιον τρόπο. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Μπαν Κι – Μουν δήλωσε από τη Σεούλ πως «οποιαδήποτε χρήση χημικών όπλων, οπουδήποτε, από οποιονδήποτε και σε οποιεσδήποτε συνθήκες, παραβιάζει το διεθνές δίκαιο. Είναι έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας και αν κάποιος το διαπράξει θα αντιμετωπίσει σοβαρές συνέπειες». Κούφια λόγια, καθώς οι αριθμοί μεγαλώνουν. Λόγια σαν αυτά που γράφονται καθημερινά για την κόλαση στη Συρία. Σαν αυτά που γράφω κι εγώ εδώ, σαν αυτά που μοιραζόμαστε με αποδοκιμασία τα βράδια που κουβεντιάζουμε καθισμένοι σε ένα μπαρ. Και οι αριθμοί μεγαλώνουν, και δε λένε ούτε τη μισή αλήθεια. Γιατί τα θύματα είναι μέγεθος μετρήσιμο, η φρίκη, όμως, όχι.