Του Σωτήρη Μπαμπατζιμόπουλου
Υπάρχει το Εγώ και ο Άλλος. Ο Άλλος μπορεί να είναι οποιοσδήποτε. Ο Άλλος είναι όλοι όσοι δεν είναι Εγώ. Ο Άλλος στα μάτια μου έχει τρεις πιθανές θέσεις: μπορεί να είναι καλύτερος από μένα, ισότιμος και ισάξιος με μένα ή υποδεέστερός μου. Αν τον θεωρώ καλύτερο από μένα τότε βρίσκομαι σε συνεχή απογοήτευση, πάσχω από κρίσεις χαμηλής αυτοπεποίθησης, γίνομαι αυτοκαταστροφικός, μοιρολάτρης, θεωρώ πως δεν αξίζω και καλύτερα να πεθάνω. Έχω σύμπλεγμα κατωτερότητας. Αν τον θεωρώ ισότιμο και ισάξιο, τότε έχουμε μια ιδανική ισορροπία, η οποία όμως είναι σχεδόν αδύνατο να επιτευχθεί διότι όταν μπαίνουμε σε διαδικασίες σύγκρισης, η ισοπαλία σπανίως εμφανίζεται. Είμαι καλύτερος από τον άλλο ή χειρότερος. Υπάρχει ένας πρώτος κι ένας δεύτερος. Ούτε δυο πρώτοι ούτε δυο δεύτεροι.
Υπάρχει επίσης το Εμείς και οι Άλλοι. Για το κάθε Εγώ υπάρχουν πολλά Εμείς τα οποία αλλάζουν και προσαρμόζονται ανάλογα με την κοινωνική περίσταση. Το Εμείς μπορεί να είναι όσοι ανήκουν στο ίδιο φύλο με μένα, η οικογένειά μου, οι συνάδελφοί μου, η παρέα μου, το ζευγάρι μου, οι οπαδοί της ίδιας ομάδας, του ίδιου κόμματος, όσοι λατρεύουμε την ίδια μπάντα, όσοι πήγαμε σε δημόσιο σχολείο, όσοι πήγαμε σε ιδιωτικό, όσοι σπουδάσαμε Ελλάδα ή στο εξωτερικό ή καθόλου, όσοι είμαστε δημόσιοι υπάλληλοι, όσοι είμαστε συνταξιούχοι και πάει λέγοντας. Προφανώς κάποιος μπορεί να βρίσκεται ταυτόχρονα σε πολλά Εμείς και σε πολλά Άλλοι. Για παράδειγμα, πάρτε έναν άνθρωπο. Σε σχέση με μένα αν είναι άντρας ανήκει στο Εμείς, αν είναι οπαδός του Ολυμπιακού ανήκει στο Άλλοι, αν ψηφίζει το Χ κόμμα ανήκει πάλι στο Εμείς, αν είναι μουσουλμάνος ανήκει στους Άλλους, αν του αρέσει η Ψ μουσική ανήκει στο Εμείς, ενώ αν είναι εργοδότης ανήκει στους Άλλους.
Υπάρχουν, λοιπόν, οι Εμείς και οι Άλλοι. Σε κάποια θέματα που αφορούν επιλογές της ζωής κι όχι εγγενή χαρακτηριστικά (όπως πχ το φύλο, το ύψος και η καταγωγή) είναι λογικά αδύνατο να θεωρώ τους Άλλους ανώτερους από μένα, διότι τότε απλώς θα έχανε το νόημά του να βρίσκομαι στους Εμείς. Για παράδειγμα αν θεωρώ την πολιτική ιδεολογία ή τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των άλλων ανώτερες από τις δικές μου, τότε ποιος ο λόγος να συνεχίζω να πιστεύω στο Θεό μου ή την ιδεολογία μου; Δεν αλλάζω καλύτερα;
Έστω, λοιπόν, ότι θεωρώ πως η ιδεολογία των Άλλων ή ο Θεός τους είναι κατώτεροι. Τότε υπάρχουν δυο τινά. Το πρώτο είναι να τους θεωρώ κατώτερους αλλά συμπαθείς. Αυτό συμβαίνει κυρίως διότι δεν τους φοβάμαι (είτε διότι βρίσκονται πολύ μακριά είτε διότι είναι οικονομικά ανίσχυροι). Σε αυτήν την περίπτωση κάνω κινήσεις ανωτερότητας αγωνιζόμενος για τα δικαιώματά τους ή δίνοντάς τους βοήθεια ή απλώς εκνευρίζομαι όταν ασκείται βία πάνω τους. Το δεύτερο είναι να τους θεωρώ κατώτερους και αντιπαθείς. Ο λόγος της αντιπάθειάς μου μπορεί να είναι ο φόβος, αλλά και πολλοί άλλοι που δεν είναι του παρόντος. Σε αυτήν την περίπτωση ανάλογα με την παιδεία μου και τις κοινωνικές συνθήκες η στάση μου ποικίλει. Ίσως είμαι φορέας βίας και καταπίεσης ή ίσως απλώς όταν μαθαίνω πως κάποιος από τους αντιπαθείς για μένα Άλλους των οποίων η αλήθεια είναι κατώτερη από τη δική μου, πέφτει θύμα βίας, λέω φωναχτά πως κατακρίνω τη βία από όπου κι αν προέρχεται (διότι αυτό έχω μάθει να λέω) και ανάμεσα από τα δόντια μου σφυρίζω κάτι σαν: «καλά να πάθουν», «ε, τα ήθελε ο κώλος τους», «πήγαιναν γυρεύοντας» κτλ.
Είτε θεωρώ τους κατώτερους Άλλους συμπαθείς είτε αντιπαθείς, δεν παύω να θεωρώ το Εγώ και το Εμείς ανώτερα. Δεν παύω να υιοθετώ μια συμπεριφορά προκατάληψης και διάκρισης είτε με βίαιο είτε με φιλάνθρωπο είτε με αγωνιστικό είτε με μουλωχτό κι εξευγενισμένα χαιρέκακο τρόπο. Και μην ξεχνάμε πως όλες αυτές οι συμπεριφορές συνυπάρχουν στον ίδιο άνθρωπο ανάλογα με το ποιοι είναι οι Άλλοι.
Η μόνη οδός για να αποτραπεί μια νοοτροπία προκατάληψης και διάκρισης είναι να θεωρούμε τον Άλλο ή τους Άλλους ίσους και ισότιμους. Δεν είναι εύκολο. Το πρώτο στάδιο είναι να χωνέψουμε πως είμαστε όλοι ρατσιστές και προκατειλημμένοι (προφανώς κάποιοι από μας έχουμε παιδεία και κάποιοι όχι και το εκφράζουμε με διαμετρικά αντίθετους τρόπους, χωρίς αυτό να μας κάνει υποχρεωτικά λιγότερο επικίνδυνους). Το δεύτερο είναι να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε το μηχανισμό της προκατάληψης, αυτό που προσπάθησα να εξηγήσω δηλαδή με τις όποιες γνώσεις μου ψυχολογίας και κοινωνιολογίας. Το τρίτο είναι ένας συνεχής αγώνας με το Εγώ, ένας ανήφορος διαπραγμάτευσης κι επαναδιαπραγμάτευσης με τα πιστεύω μας και τον εαυτό μας. Και πάνω από όλα δεν πρέπει να ξεχνάμε πως δεν πρέπει να τα παρατάμε. Διότι παραίτηση ίσον θάνατος. Ίσως όχι βιολογικός. Αλλά πάλι θάνατος.