Του Γιώργου Παπαδημητρίου
Από το φιλόξενο αυτό βήμα έχουμε επανειλημμένα καταπιαστεί με το ζήτημα της δια βοής ανακήρυξης του τουρισμού σε απόλυτη προτεραιότητα και αδιαμφισβήτητη ιερή αγελάδα, στην πρακτική-ψυχική-κοινωνική-ανθρωπολογική αλλοίωση της ιερότητας του ελληνικού καλοκαιριού, στις διαχωριστικές γραμμές που ολοένα πιο συχνά υψώνονται ανάμεσα στους πατρίκιους και πληβείους των θερινών διακοπών, σε σημείο που ένα αποκαρδιωτικά υψηλό ποσοστό του εγχώριου πληθυσμού είναι βέβαιο πως θα καταλήξει επισκέπτης στον ίδιο του τον τόπο. Στην πραγματικότητα, αυτή η αίσθηση δύο ταχυτήτων διογκώνεται σε εκθετικό βαθμό καλοκαίρι με το καλοκαίρι.
Από τη μια, premium και all-inclusive τουρισμός, σε αστρονομικές και απλησίαστες τιμές για λίγους και καλούς, για όσα βαλάντια και πορτοφόλια είναι σε θέση να ξοδέψουν μια μικρή περιουσία για μια συνθήκη τάχα μου προσιτής χλιδής. Την ίδια στιγμή, γεωγραφικοί προορισμοί και συγκεκριμένα είδη διακοπών, που μέχρι πρότινος ήταν συνδυασμένα στο συλλογικό θυμικό με μια προσέγγιση διακοπών που δεν αποζητά τα λούσα και τις ατελείωτες παροχές χάνουν σταδιακά τον χαρακτήρα τους, ανεβάζοντας ολοένα πιο ψηλά τον πήχη όχι μόνο των οικονομικών απαιτήσεων αλλά και της συνολικής αύρας (πχ αναγκαιότητα κράτησης όχι απλώς έγκαιρα αλλά σχεδόν από τις τρέχουσες διακοπές για τις επόμενες). Κάπως έτσι, πλέον ούτε καν δειλά ή συγκεκαλυμμένα, χωρίς καμία αίσθηση αμηχανίας ή ντροπής, αναδύεται ο έτερος πόλος που εκφράζει με πάσα επισημότητα τόσο από πολιτικά χείλη όσο και από ανεπίσημους τελάληδες. Εφόσον η τσέπη μας δεν σηκώνει τον μοντέρνο τύπο διακοπών, ας επιστρέψουμε στα πατροπαράδοτα λίγα και καλά. Κι εφόσον ο τουρισμός έχει πλέον την αύρα του υπέρτερου συλλογικού οφέλους, οι ντόπιοι κάτοικοι των ξεζουμισμένων τουριστικών περιοχών καλό είναι να προσαρμοστούν στα δεδομένα.
Μέσα από αυτή την πνιγηρή κατάσταση που δείχνει να παγιώνεται, αναδύονται και ορισμένα ενδιαφέροντα επιμέρους σημεία παρατήρησης, τα οποία φέρνουν στο προσκήνιο μπόλικες εσωτερικές αντιφάσεις μια χώρας που μπορεί να έχει βγει από τη φουρτουνιασμένη δίνη της οικονομικής κρίσης αλλά δεν μοιάζει ακριβώς μυαλωμένη από τα παθήματα του πρόσφατου παρελθόντος. Για να το θέσουμε απλά, όταν κυκλοφορούν διθυραμβικά τηλεοπτικά και ιντερνετικά ρεπορτάζ για τον αριθμό ρεκόρ των φετινών ενοικιάσεων γιοτ ή για τη μηδενική διαθεσιμότητα των deluxe καταλυμάτων, οι ατάκες για την επίπλαστη ευημερία της εποχής των παχέων αγελάδων και την συλλογική ψευδαίσθηση μεγαλείου μιας χώρας που άπλωνε τα πόδια μακρύτερα από το πάπλωμα ξάφνου φαντάζουν λίγο αστείες.
Και πάλι, προτού αλέκτωρ λαλήσει τρεις, έχουμε βυθιστεί σε ένα συννεφάκι εθελούσιας παραπλάνησης ότι όλα βαίνουν καλώς, και πάλι βομβαρδίζομαστε με μηνύματα ότι μας περιμένουν ανέφελοι ουρανοί, και πάλι γινόμαστε μάρτυρες μια συνθήκης όπου οι συμπεριφορές και το περιρρέον κλίμα δεν συνάδουν με τα αντικειμενικά και μετρήσιμα προβλήματα μιας κοινωνίας που περπατά σε τρεμάμενο έδαφος και χτίζει παλάτια από άμμο. Η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά ως τραγωδία και τη δεύτερη ως φάρσα διαβάζαμε κάποτε, και πράγματι η τωρινή ατμόσφαιρα θυμίζει προκαταβολική παρωδία μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας κατάρρευσης.
Όταν ο κυνισμός αγγίζει κόκκινο και επικρατεί ως απόλυτο και αταλάντευτο δόγμα το «έτσι είναι τα πράγματα, τι να κάνουμε τώρα, δεν μπορείς να πας κόντρα στην εποχή», καλό είναι οπλιστούμε και με την απαραίτητη στωικότητα όταν η γενικευμένη απάθεια μετατραπεί εκ νέου σε ομαδική γκρίνια.