Γράφει ο Παναγιώτης Σκουρής*
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως σήμερα την ονομάζουμε, προέκυψε ως σκέψη στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και άρχισε να πραγματώνεται λίγο μετά.
Αρχικά ιδρύθηκαν οι λεγόμενες τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας ή αλλιώς Ε.Ο.Κ., Ε.Κ.Α.Χ. και Ε.Κ.Α.Ε.). Προφανής είναι η επιθυμία, να γίνει από την αρχή επικέντρωση σε καθαρά οικονομικά θέματα και πεδία, καθώς αυτό φαινόταν να είναι το εφικτό εκείνη την εποχή. Όπως θα δούμε όμως, αυτό δεν άλλαξε και πολύ έως σήμερα που έχουν παρέλθει αρκετά χρόνια.
Αν αναζητήσει κανείς τα λίγο βαθύτερα αίτια, θα πρέπει να αναλογιστεί, ότι είμαστε λίγο μετά το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου που, όπως και ο πρώτος μερικές δεκαετίες νωρίτερα, αιματοκύλησε την Ευρώπη. Ένα από τα αίτια των πολέμων αυτών ήταν ο επεκτατισμός και συνακόλουθα η διαμάχη για περισσότερο χώρο από τα κράτη που κυριαρχούσαν τότε στην Ευρώπη οικονομικά, αλλά και πληθυσμιακά.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο γεννήθηκε η πρωτόγονη ιδέα για την ενωμένη Ευρώπη. Μία ένωση κρατών, στην οποία ουσιαστικά θα καταργηθούν τα σύνορα και θα επιτρέπεται ελεύθερα η κυκλοφορία των προσώπων και των προϊόντων. Έτσι προέκυψε λοιπόν η λεγόμενη εσωτερική αγορά, η οποία αποτέλεσε ζητούμενο από την εποχή της ίδρυση των ευρωπαϊκών κοινοτήτων το πρώτον κατά τα προαναφερθέντα.
Το ερώτημα είναι μάλλον απλό: αν μπορώ να εγκατασταθώ χωρίς κανένα περιορισμό οπουδήποτε εντός της ένωσης αυτής, γιατί να πολεμήσω, για να επεκταθώ;
Μάλλον λειτούργησε αυτό, καθώς εντός κοινότητας πόλεμο δεν είχαμε ξανά.
Μετά λοιπόν τα πρώτα αργά και προσεκτικά βήματα και πάντα σε συνάρτηση με οικονομικά ζητήματα, η ένωση προχώρησε και μεγάλωσε. Τόσο εδαφικά, όσο και ηλικιακά. Σήμερα αριθμεί 27 κράτη-μέλη, ενώ έχουν γίνει συγκλονιστικά βήματα εξέλιξης. Αρκεί να σκεφτεί κανείς το πραγματικό άνοιγμα της αγοράς, την κατάργηση των συνόρων, την ελευθερία εγκατάστασης.
Παράλληλα η παραγωγή κανόνων δικαίου ενισχύθηκε σε επίπεδο δημοκρατικής νομιμοποίησης μέσα από την υποχρέωση, να κυρώνονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Είναι και αυτό ένα σοβαρό βήμα, οπωσδήποτε.
Η δικαστική εξουσία της ένωσης (Δικαστήριο και Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης) μας έδωσαν ορισμένες σημαντικές αποφάσεις, οι οποίες με τη σειρά τους διαμόρφωσαν το δίκαιο και το εν γένει πλαίσιο.
Πράγματι, αν κάποιος πραγματικά αναλογιστεί το πώς ξεκίνησε αυτό το εγχείρημα και πού έχει φτάσει σήμερα, σίγουρα εντυπωσιάζεται.
Παρόλα αυτά, υπάρχει και παραμένει η αίσθηση, ότι κάτι εν τέλει λείπει. Παρά τη σοβαρή πρόοδο. Τα επιτεύγματα εντοπίζονται κατά κύριο λόγο στο οικονομικό πεδίο. Εκεί, επειδή υπάρχει το αμοιβαίο και κοινό συμφέρον των κρατών -από διαφορετική σκοπιά για το καθένα- η προσπάθεια εντείνεται και συνεχίζεται.
Στα περισσότερο πολιτικά ζητήματα, όμως, όπου θα μπορούσε, να περιμένει κανείς περισσότερη πρόοδο, αυτή απλά δεν υπάρχει. Πολιτικά λοιπόν τα κράτη μέλη είναι ακόμη απομακρυσμένα. Δεν είναι και εντελώς παράλογο αυτό βέβαια, καθώς, οι διαφορές μεταξύ των ευρωπαίων πολιτών είναι περισσότερες από τα κοινά στοιχεία. Παράλληλα, και τα ίδια τα κράτη δε φαίνονται διατεθειμένα να παραχωρήσουν περισσότερες εξουσίες και αρμοδιότητες στα λεγόμενα υπερεθνικά όργανα.
Και φυσικά και η ίδια η ένωση δεν προσπαθεί πλέον ιδιαίτερα, να μεγαλώσει και να προχωρήσει. Αντίθετα, φαίνεται νωθρή και μάλλον ικανοποιημένη με τα κεκτημένα.
Δεν είναι απαραίτητα κακό αυτό, καθώς τα πράγματα δεν είναι και τόσο άσκημα. Μένουν στάσιμα, όμως. Και μέσα σε αυτή τη στασιμότητα, ξεχνάμε, τί έχουμε φτιάξει όλον αυτόν τον καιρό. Και φαίνεται, να το ξεχνάει και η ίδια η ένωση. Επαναπαύεται.
Και το χειρότερο όλων είναι, ότι ένας χώρος δημιουργικός, προοδευτικός και γενικότερα προσανατολισμένος στην προκοπή, χάνει το βηματισμό του και επιτρέπει στη μαύρη συντήρηση, να αναπτυχθεί και να αναζητά κυρίαρχο ρόλο.
Έχουμε ξαναπεί, ότι η Ευρώπη πρέπει να ξαναβρεί πραγματική της κατεύθυνση και να απελευθερώσει τις καλύτερες δυνάμεις της. Να αποφασίσει να ξανασυστηθεί σε όλους μας, να μας θυμίσει, πόσα έχουμε καταφέρει και να μας ωθήσει σε νέα επιτεύγματα.
Το κυριότερο μέσο και όπλο που έχουμε είναι η παιδεία ούτως ή άλλως που εκτός όλων των άλλων αποτελεί κάτι που πρέπει να το απαιτούμε και για τον εαυτό μας και για τις νεότερες γενιές. Μέσα από αυτή θα δημιουργήσουμε τα επιχειρήματα που είναι αναγκαία για την αναχαίτιση της μαύρης αντίδρασης που τόσο απειλητικά κινείται τον τελευταίο καιρό. Χρειάζονται ρίζες βαθιές και μυαλά ακονισμένα και δυνατά. Ούτε υστερίες, ούτε ευκαιριακοί συνασπισμοί, συνεργασίες και συμπορεύσεις.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε, ότι, όπως τα κράτη, έτσι και η ένωση η ίδια είναι όσο καλή είναι οι πολίτες της.
Ας αναλογιστούμε λοιπόν και ας κοιτάξουμε εμπρός.
*Ο Παναγιώτης Σκουρής είναι δικηγόρος, διδάκτωρ νομικής του πανεπιστημίου Regensburg και συνιδρυτής του δικηγορικού γραφείου AnP Legal Praxis (www.anplegal.gr).