Γράφει ο Παναγιώτης Σκουρής*
Τις μέρες που μας πέρασαν χάσαμε έναν πραγματικά μεγάλο του ελληνικού ποδοσφαίρου, το Νίκο Σαργκάνη. Τον επονομαζόμενο και φάντομ. Τεράστιος παίκτης με πολύ μεγάλη ιστορία.
Για μένα και τους συνομηλίκους μου έχει και μία άλλη σημασία το πρόσωπο αυτό, καθώς αντιπροσωπεύει μαζί με άλλους της εποχής του, την πρώτη μας ενασχόληση με τα αθλητικά και ειδικότερα το ποδόσφαιρο. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, οπότε και ήταν στα ντουζένια του.
Ήταν αρχικά μέλος μιας μεγάλης ομάδας του Ολυμπιακού, η οποία σιγά σιγά μπήκε στην παρακμή, μετά πήγε στον Παναθηναϊκό, όπου έζησε μια δικαίωση και κατέληξε στο, νεοφώτιστο τότε Αθηναϊκό. Με τον οποίο σημειωτέον αντιμετώπισε σε ευρωπαϊκή διοργάνωση τη Manchester United και κατέβασε πάλι τα ρολά. Σχεδόν τρεις αγώνες χρειάστηκαν οι Άγγλοι, για να του βάλουν γκολ.
Όπως σας είπα και πιο πάνω λοιπόν, ο εν λόγω αντιπροσωπεύει μια ευρύτερη φουρνιά παιχτών που εμένα τουλάχιστον με έφεραν στην πρώτη μου επαφή με το άθλημα. Σε μία εποχή που όλους αυτούς δεν τους πολυβλέπαμε και ήταν θρύλοι για μας. Σχεδόν μυθικά πρόσωπα. Τους βλέπαμε στα ευρωπαϊκά ματς (σε πλήρη διάρκεια) και αποσπασματικά στην Αθλητική Κυριακή που είχε μια γλυκόπικρη γεύση, αφού σήμαινε το τέλος του Σαββατοκύριακου, αλλά παρόλα αυτά την περιμέναμε. Για να δούμε για λίγο όλους αυτούς. Δεν ξέρω, αν σήμερα οι πιτσιρικάδες νιώθουν το ίδιο λόγω της υπερπληροφόρησης και υπερπροβολής.
Και ήταν βέβαια και η εθνική ομάδα. Που τότε σίγουρα μας ένωνε όλους και ως επί το πλείστον μας έκανε να ξεχνάμε τα οπαδικά. Με την εθνική ομάδα ο Σαργκάνης γινόταν και δικός μας, παρόλο που δεν υποστηρίζαμε την ομάδα που έπαιζε.
Εμένα αυτό που μου άρεσε πάντα στο συγκεκριμένο τύπο ήταν καταρχάς το ότι ήταν παιχταράς. Θυμίζω ενδεικτικά το παιχνίδι της εθνικής με τη Δανία (0-1 με το γκολ του μεγάλου Ντίνου Κούη), όπου το φάντομ δεν υπήρχε περίπτωση να φάει γκολ. Με τίποτα και το κατάλαβαν νομίζω και οι Δανοί από το πρώτο δευτερόλεπτο. Ή εκείνη την απίστευτη απόκρουση σε ένα ματς με τον Ο.Φ.Η. όπου πετάχτηκε από τη μια γωνία της εστίας στην άλλη και τό’πιασε, ενώ είχε φαινομενικά εξουδετερωθεί. Ο αντίπαλος στη φάση αυτή, μην πιστεύοντας κι εκείνος, τί έπαθε τον ασπάστηκε. Αδιανόητα πράγματα σήμερα αυτά. Και για τότε πάντως ήταν πολύ ιδιαίτερο αυτό.
Γενικότερα, στο γήπεδο μέσα ήταν άγριο θηρίο χωρίς να παραφέρεται ωστόσο σχεδόν ποτέ. Ένα τέρας δύναμης. Για όσους τον είχαμε δει να παίζει, ήταν πολύ δύσκολο να πιστέψουμε, ότι τον λύγισε εν τέλει ο καρκίνος. Η καταραμένη, η παλιοαρρώστια.
Ποιον; Τον άνθρωπο που κατάπινε τα πέναλτι των αντιπάλων σα να ήταν καραμέλες.
Το άλλο μοναδικό του χαρακτηριστικό ήταν, ότι δε χάριζε κάστανα. Έλεγε τα πράγματα, όπως ήταν και όπως τα πίστευε. Χωρίς φιοριτούρες και περικοκλάδες και χωρίς περιστροφές.
Ξέρετε όμως ποιο ήταν το πιο ωραίο;
Ο άνθρωπος αυτός ήταν πάντα πράος και πολύ γλυκομίλητος. Μπορεί να έλεγε κάτι δύσκολο, κάτι που σίγουρα ήξερε, ότι πολλοί δε θα το ακούσουν καλά κι ευχάριστα, αλλά με έναν πολύ μειλίχιο τρόπο. Έτσι φαινόταν να είναι σε όλα του και κάπως έτσι ήταν και στο γήπεδο.
Παρά λοιπόν το γεγονός, ότι δε χάριζε κάστανα, τόσο κατά τη διάρκεια της καριέρας του, όσο και αφού σταμάτησε και στηλίτευε τα κακώς κείμενα, ήταν πολύ αγαπητός. Στο μεγαλύτερο μέρος των οπαδών όλων των ομάδων. Όσων τουλάχιστον δεν τυφλώνονται εντελώς από το πάθος και το φανατισμό. Αυτών που τους αποκαλούμε «οι υγιώς σκεπτόμενοι φίλαθλοι».
Φαίνεται όμως, ότι τον αγαπούσαν πολύ και οι άνθρωποι του χώρου. Παράγοντες, συμπαίχτες, αντίπαλοι.
Στην κηδεία του ήταν παρόντες πολλοί από αυτούς και όλοι στενοχωρημένοι βαθιά. Έλληνες και ξένοι με σεβασμό στο άθλημα και στον άνθρωπο. Μικρή παρηγοριά αυτή για τους ανθρώπους του που αφήνει πίσω.
Πολύ στενοχωριέμαι λοιπόν που μεγαλώνοντας αρχίζουν να φεύγουν σιγά σιγά οι άνθρωποι που ταυτίζονται με τα παιδικά χρόνια και τη νιότη μου γενικότερα. Που με έναν τρόπο ήταν οι πρώτοι μου ήρωες. Για μερικούς όμως που ήταν και ωραίοι και αυθεντικοί τύποι, όπως το φάντομ, λίγο περισσότερο.
Καλό ταξίδι λοιπόν μεγάλε πορτιέρο και αν μπορείς, ρίχνε που και που κάνα βλέφαρο και προς τα κάτω. Μπας κι άμα δεις τα χάλια μας (στο ποδόσφαιρο εν προκειμένω) κάνεις καμιά σωτήρια επέμβαση, όπως τότε. Ίσως και βάλουμε μυαλό και κάνουμε τα πράγματα (όχι μόνο στην μπάλα) λίγο καλύτερα!
*Ο Παναγιώτης Σκουρής είναι δικηγόρος, διδάκτωρ νομικής του πανεπιστημίου Regensburg και συνιδρυτής του δικηγορικού γραφείου AnP Legal Praxis (www.anplegal.gr).