Του Γιώργου Παπαδημητρίου,
Η αλήθεια είναι πως μετά την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση, η οποία αποσυνέδεσε την αδυναμία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας με τη διάλυση της Βουλής, ο ντόρος και το σούσουρο γύρω από την ονοματολογία και την τελική επιλογή του υποψηφίου που προτείνει το κυβερνών κόμμα έχουν μειωθεί αισθητά, τουλάχιστον σε σχέση με τα όσα ίσχυαν παλαιότερα. Κι αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι και ειλικρινείς, ήταν μάλλον ασύμβατο να οδηγείται η χώρα σε εκλογές με αυτή την αφορμή – διότι περί αυτού ακριβώς πρόκειται και όχι για χειροπιαστή αιτία προκήρυξης εκλογών. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, χωρίς να έχουμε την παραμικρή διάθεση να υποτιμήσουμε τον συμβολικό-επίσημο ρόλο του στα δημόσια και θεσμικά τεκταινόμενα της χώρας, από τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986 και έπειτα ασκεί και επιτελεί κυρίως εθιμοτυπικά καθήκοντα, χωρίς να ενδύεται με κάποιον ουσιώδη και νευραλγικό ρόλο. Όσον αφορά τις διακλαδώσεις της ευρύτερης εικόνας, οι ζυμώσεις που προηγούνται της εκλογής του ΠτΔ αποτυπώνουν το κλίμα, τις διαβουλεύσεις και τις τάσεις της εγχώριας πολιτικής σκηνής, δίνοντας πιθανώς ένα στίγμα για τις βραχυπρόθεσμες εξελίξεις.
Μία από τις γνώριμες και οικείες φράσεις που συνοδεύουν τον θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας συμπυκνώνεται στον τίτλο του πρώτου πολίτη της χώρας και στη γενικόλογη και λίγο απροσδιόριστη επιθυμία για έναν «ηγέτη που θα μιλάει εξ ονόματος των πολιτών ολόκληρης της χώρας». Αν και τα κριτήρια μιας τέτοιας περιγραφής είναι μάλλον θολά και σχετικά, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας που κατά γενική ομολογία εισέπραξε την μεγαλύτερη αποδοχή και το υψηλότερο κύρος στην ελληνική κοινωνία υπήρξε ο Κωστής Στεφανόπουλος, ο οποίο υπηρέτησε το συγκεκριμένο αξίωμα σε δύο διαδοχικές θητείες (1995-2000 και 2000-2005), περιβάλλοντας τον θώκο του ΠτΔ με μετρημένες δηλώσεις και στιβαρή παρουσία.
Φυσικά, αν θέλουμε να σταχυολογήσουμε την πιο ταραχώδη θητεία, αυτή δεν θα ήταν άλλη από την πενταετία 1985-1990, περίοδο κατά την οποία βρέθηκε στο αξίωμα ο Χρήστος Σαρτζετάκης, έπειτα από πρόταση του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος σκοπίμως επέλεξε έναν δικαστικό λειτουργό που είχε συνδεθεί με μία από τις πιο μελανές σελίδες (δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη) στην πολιτική διαδρομή του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Αφενός, η συγκεκριμένη θητεία συνέπεσε με τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, η οποία αφαίρεσε πολλές από τις υπερεξουσίες του ΠτΔ. Αφετέρου, η εκλογή του Σαρτζετάκη υπήρξε μακράν της δεύτερης η πιο επεισοδιακή, καθότι συνοδεύτηκε από δύο αιτιάσεις περί ελλιπούς συνταγματικότητας της διαδικασίας, τις οποίες είχε φέρει στο προσκήνιο η τότε αντιπολίτευση της Νέας Δημοκρατίας. Πρώτον, τα διαβόητα «χρωματιστά ψηφοδέλτια», τα οποία εμμέσως ακύρωναν τη μυστικότητα της ψήφου (η οποία έχει πλέον καταστεί ονομαστική). Δεύτερον, το κατά πόσο είχε δικαίωμα ψήφου ο εκτελών χρέη ΠτΔ έπειτα από την παραίτηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, Γιάννης Αλευράς (η θέση που επικράτησε, σύμφωνα με την οποία ο Γιάννης Αλευράς είχε δικαίωμα ψήφου, είχε υποστηριχθεί έντονα από τον τότε νεανία Ευάγγελο Βενιζέλο). Επιπλέον, δεν πρέπει να λησμονούμε πως η συγκεκριμένη θητεία ήταν μάλλον η πιο «δραστήρια» στην ιστορία του θεσμού, κυρίως λόγω των επεισοδιακών εκλογών του 1989.
Από τότε, πολύ νερό έχει κυλήσει στο αυλάκι και οι εντάσεις του παρελθόντος φαντάζουν μάλλον ξένες σε σύγκριση με την επικρατούσα κατάσταση και τη βέβαιη εκλογή του Κωνσταντίνου Τασούλα, μια επιλογή που διαφοροποιείται από τη σχετικά πρόσφατη τάση της επιλογής του ΠτΔ από τον αντίπαλο (της τρέχουσας κυβέρνησης) ιδεολογικό χώρο, η οποία είχε ως άτυπο σημείο εκκίνησης την πρώτη εκλογή του Κωστή Στεφανόπουλου, το 1996. Με άλλα λόγια, έχουμε να κάνουμε με μια επιλογή σαφώς λιγότερο συμβολική από την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, η οποία είχε σπάσει ένα μέχρι πρότινος αδιαπέραστο ανδρικό άβατο. Αφότου ευχηθούμε στον επόμενο ΠτΔ μια επιτυχημένη θητεία, ας εκφράσουμε την ευχή μας για μελλοντικές επιλογές που θα δίνουν τον τόνο μιας χώρας σε συνεχή εξέλιξη και πρόοδο.