Του Τάσου Θωμά
-Πόσα παίρνεις τον μήνα;
-1.100.
-Σιγά μην παίρνεις και δυό χιλιάρικα.
-Τόσα είναι.
-Δεκάωρα κάνεις;
-Όχι, οκτάωρο «καθαρό».
-Καλά, καλά. Αν στα δώσουν στα τέλος του μήνα, να ‘ρθεις να μου το πεις.
Ο διάλογος αυτός εκτυλίχθηκε λίγα μέτρα δίπλα μου, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Ένας μεσήλικας, καθώς περίμενε την σειρά του στο ΑΤΜ, έπιασε την κουβέντα σε νεαρό που εργάζεται σε γνωστό κατάστημα με street food. Ούτε 21 ετών ο νεαρός, είχε εξυπηρετήσει πριν μέρες τον μεσήλικα και αυτή ήταν η αφορμή για έναν διάλογο απλό, καθημερινό, αλλά και τόσο αποκαλυπτικό.
Η στιχομυθία που σας μεταφέρω δεν κράτησε πάνω από δύο, άντε τρία λεπτά. Κι όμως, μέσα σε αυτό το μικρό διάστημα, ο μεσήλικας αμφισβήτησε τρία θεμελιώδη στοιχεία μιας εργασιακής σχέσης. Πρώτα, το ίδιο το νούμερο του μισθού. Εκεί, ο νεαρός -που ουδόλως υποχρεωμένος ήταν να του απαντήσει- επέμεινε και τον οδήγησε στη δεύτερή του αμφισβήτηση: Το ωράριο. Κι εκεί, όμως, ξεκάθαρη απάντηση. Οκτάωρο, «καθαρό».
Κι έτσι, φτάνουμε στην τρίτη και τελευταία αμφισβήτηση: Το κατά πόσο θα πληρωθεί όντως αυτό το ποσό. Εδώ, ο νεαρός της ιστορίας μας σωπαίνει. Συνειδητά ή υποσυνείδητα καταλαβαίνει πως ό,τι κι αν πει θα προσκρούσει σε τοίχο.
Γιατί τα λέμε, όμως, όλα αυτά; Όχι για να «την πούμε» στον μεσήλικα. Το κάθε άλλο. Τόσο ο ίδιος, όσο και ο νεαρός είναι κομμάτι του ίδιου παζλ της ελληνικής κοινωνίας. Κυρίως, όμως, θέλουμε να εστιάσουμε στον… τρίτο «συνομιλητή» της κουβέντας που απουσίαζε: τον εργοδότη του νεαρού.
Έχουν περάσει κοντά 15 χρόνια από τότε που η κρίση έφερε την Ελλάδα στο χείλος του οικονομικού -κι όχι μόνο- γκρεμού. Ζήσαμε καταστάσεις πρωτοφανείς. Το οκτάωρο ή ο μισθός του νεαρού προ ολίγων ετών θα ήταν απλώς όνειρο θερινής νυκτός. Επί χρόνια, το να έχεις δουλειά ήταν το μοναδικό ζητούμενο.
Πλέον, η κατάσταση έχει αλλάξει τουλάχιστον ως προς αυτό.
Πρέπει να θεωρούμε αυτονόητο πως η κρίση έχει αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα της, όσο κι αν ακόμη δεν μπορούμε ακόμη να το μετρήσουμε με ακρίβεια. Έτσι, επιστρέφοντας στον διάλογο έξω από ένα ΑΤΜ -αυτά που κάποτε είχαν ουρές ανθρώπων για να λάβουν 50 ευρώ ημερησίως- η περιγραφή του νεαρού για τον εργοδότη του έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά που διακρίνονται στη νέα γενιά των επιχειρηματιών: Έμφαση στην αξιοπιστία, την διαφάνεια, πολλές φορές την καινοτομία και σίγουρα την συνεργασία.
Η γενιά που μεγάλωσε με την αβεβαιότητα του μέλλοντος, ανδρώθηκε και θωρακίστηκε μέσα σε αυτή την κρίση. Δεν πιστεύει στο εύκολο χρήμα, δεν θέλει πολλά πολλά με το κράτος και πιστεύει στη δομή και την εύρυθμη λειτουργία.
Αυτό, προφανώς, δεν σημαίνει πως οι προηγούμενες γενιές είχαν μια εγγενή ροπή προς την παραβατικότητα. Η δομή του ίδιου του κράτους, το δαιδαλώδες φορολογικό και γραφειοκρατικό σύστημα, οι παθογένειες στην διοίκηση και τη δικαιοσύνη, ευνοούσαν τρόπον τινά την αδιαφάνεια σε σχέση επιχειρηματία κράτους και μια… «χαλαρή» σχέση με την αυστηρή νομιμότητα.
Δεν έχουμε αυταπάτες. Λαμόγια, απατεώνες και καιροσκόποι υπήρχαν και θα υπάρχουν. Στην Ελλάδα και όλο τον κόσμο. Ωστόσο, οι νέοι εργοδότες αναγνωρίζουν πως η «αγορά» ανταμείβει την αξιοπιστία και απαιτεί σχέσεις εμπιστοσύνης.
Σε αντίθεση με την καχυποψία του μεσήλικα, η μαρτυρία του νεαρού αξίζει να ακουστεί και να περιγράψει το μοντέλο που θέλουμε ως χώρα. Βεβαίως, να καταλάβουμε τις ανησυχίες όσων βλέπουν τις αλλαγές στην κοινωνία μας, αλλά παράλληλα να επενδύσουμε στη διεύρυνση της επιρροής συγκεκριμένων μοντέλων εργασίας, νοοτροπίας και κουλτούρας.
Την ώρα που το εργασιακό μοντέλο αλλάζει ανά τον κόσμο, απαιτείται διαρκώς ώσμωση μεταξύ εργοδοτών, εργαζομένων και κράτους. Οφείλουμε να φτάσουμε στο σημείο όπου θεωρούμε προφανές όχι μόνο το ωράριο, το μισθό και την πληρωμή, αλλά μια διαρκώς εξελισσόμενη διαδικασία βελτίωσης των εργασιακών όρων. Ο διάλογος αλλά και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί θα παίξουν κομβικό ρόλο σε αυτό.
Θέλει δουλειά και μυαλό, ώστε το παράδειγμα της Ελλάδας στις νέες προκλήσεις να έχει θετικό πρόσημο. Βρισκόμαστε εν όψει τεκτονικών αλλαγών δεδομένων, με την επέλαση της Τεχνητής Νοημοσύνης στην αγορά εργασίας. Χωρίς αυταρέσκεια και διδακτισμό, πρέπει να χτίσουμε τις αξίες που συντροφεύουν εμάς και τα παιδιά μας για το εργασιακό και οικονομικό παρόν και μέλλον της χώρας. Έτσι, στο τέλος του μήνα δεν θα αγωνιούμε, απλώς θα περιμένουμε τον μισθό μας.