Η εξαμηνιαία έρευνα οικονομικού κλίματος για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, η οποία διενεργείται συστηματικά από τον Μάιο του 2009, αποτελεί την τρίτη κατά σειρά έρευνα που διεξάγεται υπό τις πρωτοφανείς συνθήκες που έχει διαμορφώσει η υγειονομική κρίση.
Μετά την καθίζηση στο δείκτη οικονομικού κλίματος των ΜμΕ που καταγράφηκε στις δυο προηγούμενες έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (Ιούλιος 2020 και Φεβρουάριος 2021), ο γενικός δείκτης σημειώνει σημαντική άνοδο 26,2 μονάδων, καθώς διαμορφώνεται στις 46,3 μονάδες για το Α’ εξάμηνο του 2021. Παραμένει, ωστόσο, χαμηλότερα σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα.
Η εξέλιξη αυτή υποδηλώνει πως τα μέτρα στήριξης της ελληνικής οικονομίας σε συνδυασμό με την σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων στην οικονομική δραστηριότητα, που κατέστη εφικτή κυρίως από την πρόοδο στους εμβολιασμούς, έχει επιτρέψει στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις να παραμείνουν «ζωντανές».
Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα ευρήματα της έρευνας, ένα μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων συνεχίζει να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα βιωσιμότητας. Η έλλειψη ρευστότητας παραμένει το πρόβλημα για τις ΜμΕ και διατρέχει τον κίνδυνο να γίνει χρόνιο, ιδιαίτερα για τις επιχειρήσεις που ανέστειλαν τη λειτουργία τους με κρατική εντολή, όπως οι επιχειρήσεις του κλάδου της εστίασης. Το παρατεταμένο διάστημα που οι επιχειρήσεις αυτές υπολειτούργησαν (ή δεν λειτούργησαν) τις έχει επιβαρύνει ιδιαίτερα, διατηρώντας υψηλά τον κίνδυνο βιωσιμότητας που αντιμετωπίζουν, παρά μάλιστα τα μέτρα στήριξης που υιοθετηθήκαν.
Έτσι, υψηλά παραμένουν τα ποσοστά των επιχειρήσεων που έχουν μειωμένη ή/και καθόλου ρευστότητα. Συγκεκριμένα, 4 στις 10 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (42,4%) έχουν ταμειακά διαθέσιμα το πολύ για ένα μήνα. Μάλιστα 1 στις 5 επιχειρήσεις (21,4%) δεν έχει καθόλου ρευστότητα.
Δεν είναι, συνεπώς, παράδοξο που το ποσοστό των επιχειρήσεων που εκφράζει το φόβο για ενδεχόμενη διακοπή της δραστηριότητας του το επόμενο διάστημα παραμένει ιδιαίτερα υψηλό (36,7%).
Στα παραπάνω προβληματικά στοιχεία προστίθεται και ένα καινούργιο. Η σημαντική άνοδος των τιμών που μειώνει τα εισοδήματα νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ναρκοθετώντας τις προοπτικές ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Για τις τιμές αγαθών/υπηρεσιών είναι η πρώτη φορά σε εξαμηνιαία έρευνα κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ που καταγράφεται τόσο υψηλό ποσοστό επιχειρήσεων που δήλωσε πως αύξησε τις τιμές του (23,6%). Επιπλέον, το ποσοστό των επιχειρήσεων που δηλώνει πως θα αυξήσει τις τιμές του το επόμενο διάστημα είναι επίσης το υψηλότερο που έχει καταγράφει σε εξαμηνιαία έρευνα οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (22,2%).
Πέραν αυτών, οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις μεσοπρόθεσμα θα έρθουν αντιμέτωπες με προκλήσεις για τις οποίες δεν είναι προετοιμασμένες. Είναι κοινή παραδοχή ότι η πανδημική κρίση λειτουργεί ως «ψηφιακός επιταχυντής», ενώ η λεγόμενη πράσινη μετάβαση των επιχειρήσεων φαίνεται ότι θα επιταχυνθεί.
Εάν προσθέσουμε και την αβεβαιότητα που υπάρχει λόγω της στασιμότητας που παρατηρείται στο εμβολιαστικό πρόγραμμα σε συνάρτηση με τις νέες μεταλλάξεις του κορωνοϊού, δημιουργούνται πολλαπλές προκλήσεις για τη βιωσιμότητα μεγάλου μέρους των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων τόσο βραχυπρόθεσμα, όσο και μεσοπρόθεσμα.
Βραχυπρόθεσμα, οι επιχειρήσεις που έχουν πληγεί δυσανάλογα από τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης (επιχειρήσεις που το προηγούμενο διάστημα είχαν αναστείλει τη λειτουργία τους με κρατική εντολή) φαίνεται ότι θα χρειαστούν επιπρόσθετη στήριξη για την ενίσχυση της ρευστότητας τους, αλλά και για την εξυπηρέτηση των υποχρεώσεων τους, ιδιαίτερα εάν υπό το βάρος των επιδημιολογικών δεδομένων οδηγηθούμε σε περιορισμούς στη δραστηριότητα τους. Επιπλέον, η αύξηση των τιμών είναι μια πρόδρομη ένδειξη των πληθωριστικών πιέσεων που θα δεχθούν όλες οι οικονομίες. Αυτές οι πληθωριστικές πιέσεις σε συνδυασμό με τις υφεσιακές τάσεις που μπορεί να προκληθούν από τη συνέχιση της πανδημίας εγκυμονούν τον κίνδυνο του στασιμοπληθωρισμού, φαινόμενο που εκδηλώθηκε από το 1973 και ταλάνισε όλες τις οικονομίες για μία δεκαετία. Επομένως κρίσιμος θα είναι ο τρόπος αντιμετώπισης των ανατιμήσεων.
Μεσοπρόθεσμα, μεγάλο μέρος μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων θα κληθεί να αντιμετωπίσει μια ισχυρή τριπλή πρόκληση στη «μετά Covid-19 εποχή» που περιλαμβάνει: i) την ανάγκη προσαρμογής στις υφιστάμενες ψηφιακές προκλήσεις που προκύπτουν από την κλιμάκωση του νέου τεχνολογικού κύματος και την έλευση της λεγόμενης «4ης Βιομηχανικής Επανάστασης», ii) την αντιμετώπιση ενός διαρκώς επιταχυνόμενου ψηφιοποιούμενου οικονομικού περιβάλλοντος, ως συνέπεια και των επιπτώσεων της πανδημίας Covid-19, που θα οξύνει το ψηφιακό χάσμα μεταξύ ψηφιακά προηγμένων και λιγότερο ψηφιακά ανεπτυγμένων επιχειρήσεων και iii) την επιβίωση, λειτουργία και ανάπτυξη των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων. Με βάση αυτά, οι σχετικές ψηφιακές πολιτικές οφείλουν να εμπεριέχουν στοιχεία άμεσης παρέμβασης αλλά και μακροπρόθεσμης προοπτικής ως προς τις αναγκαίες πολιτικές ψηφιακής ανάπτυξης, μετασχηματισμού και οικονομικής επιβίωσης των πολύ μικρών επιχειρήσεων στην μετά Covid-19 ψηφιακή εποχή.
Κατ’ αντιστοιχία, σημαντική πρόκληση για τις μικρές επιχειρήσεις αποτελεί και η «πράσινη μετάβαση». Η υιοθέτηση πράσινων πρακτικών, πράσινων τεχνολογιών και αειφορικών επιχειρηματικών μοντέλων συνιστά σήμερα κρίσιμη προϋπόθεση για τη ανάπτυξη των επιχειρήσεων καθώς συνδέεται με την ποιότητα των προϊόντων και τον βιώσιμο χαρακτήρα των επιχειρησιακών διαδικασιών που ακολουθούνται. Ωστόσο, η μετάβαση σε πράσινες πρακτικές προϋποθέτει νέες επενδύσεις ως προς την υιοθέτηση νέου εξοπλισμού και συστημάτων, και συνεπώς, κατάλληλες και προσβάσιμες πηγές χρηματοδότησης. Σε αυτό το πλαίσιο, οι νέες προδιαγραφές που αναδύονται για το πέρασμα σε μια αειφόρο οικονομία προϋποθέτουν στοχευμένα και προσαρμοσμένα εργαλεία χρηματοδότησης και καθοδήγησης για την υποστήριξη των μικρών επιχειρήσεων.