Αρέσκεται η κυβέρνηση να μιλά με νούμερα με δείκτες. Το πρωτογενές πλεόνασμα βρίσκεται αυτές τις μέρες στα χείλη όλων των κυβερνητικών εκπροσώπων. Το ίδιο έχει συμβεί κατά καιρούς και με άλλα νούμερα, όπως η άνοδος των εξαγωγών. Άλλη όμως είναι η Ελλάδα που περιγράφουν τα στοιχεία του Οργανισμού για Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ) και αυτά μιλούν από μόνα τους, δίχως επεξηγήσεις. Το ένα τρίτο του εισοδήματός τους έχασαν τα ελληνικά νοικοκυριά σε πέντε μόλις χρόνια, από το 2007 μέχρι το 2012. Σε ακριβές νούμερο αυτή η πτώση αναλογεί περίπου σε 4.400 ευρώ το άτομο! Δεν είναι μονάχα η μεγαλύτερη πτώση εισοδήματος που καταγράφεται στην έκθεση του ΟΟΣΑ. Είναι τέσσερις φορές πάνω από τον μέσο όρο της πτώσης εισοδήματος σε όλη την ευρωζώνη. Αυτά για όσους ξεχνούν την κυνική ομολογία του Όλι Ρεν πως η Ελλάδα θυσιάστηκε για να σωθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες.
Η πτώση του εισοδήματος αντανακλά, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, την «άνευ προηγουμένου» χειροτέρευση της αγοράς εργασίας. Όντως. Εξωπραγματικός είναι ο ρυθμός διόγκωσης της ανεργίας, όπως τον καταγράφει η έκθεση. Τρεις χιλιάδες οχτακόσοι άνθρωποι την εβδομάδα έμεναν άνεργοι κατά την πενταετία 2008 και 2013. Μάλιστα, από τους συνολικά 1,4 εκατομμύρια ανέργους της χώρας μας το 60% είναι μακροχρόνια άνεργοι. Μόλις το 49% του ελληνικού λαού εργάζεται αυτή τη στιγμή, έστω σε κάποια προσωρινή δουλειά ή για μία φορά το μήνα, την ώρα που ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 65%. Τέταρτη χειρότερη εκ των «34» του ΟΟΣΑ είναι η Ελλάδα και σε αυτό τον τομέα.
Ανύπαρκτη προστασία
«Παρά τη δραματική αναγκαιότητα κοινωνικής πρόνοιας, η στήριξη των φτωχότερων στρωμάτων έχει παραμείνει αδύναμη στην Ελλάδα», γράφει ο ΟΟΣΑ στην έκθεση. Οι ρίζες του προβλήματος πάντως ήταν βαθύτερες. «Το σύστημα κοινωνικής προστασίας δεν ήταν προετοιμασμένο για την οικονομική και κοινωνική κρίση. Προ κρίσης, η Ελλάδα αφιέρωνε περίπου το 30% των κυβερνητικών δαπανών σε πρόνοια που πήγαινε σε ευκατάστατα νοικοκυριά», καταγγέλλει ο ΟΟΣΑ. Εχθρός του κακού όμως μονάχα το… χειρότερο! Από το 2007/8 οι δαπάνες για την κοινωνική προστασία και υγεία έπεσαν κατά 18% σε πραγματικά νούμερα. Την ίδια ώρα, ανά τις 34 χώρες του ΟΟΣΑ οι δαπάνες αυξάνονταν κατά 14%, ώστε να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της κρίσης. «Μετά από περισσότερα από πέντε χρόνια σφοδρής οικονομικής κατάπτωσης, η Ελλάδα παραμένει η μία από τις δύο ευρωπαϊκές χώρες χωρίς Ελάχιστο Εγγυημένο εισόδημα (η άλλη είναι η Ιταλία)», καταλήγει ο ΟΟΣΑ.
Ούτε για τρόφιμα
Το 17,9% του ελληνικού λαού δεν έχει πλέον να πληρώσει ούτε καν για τρόφιμα. Τρομακτικό το ποσοστό, όσο και η αύξησή του. Προ κρίσης βρισκόταν στα επίπεδα του 8,9% και μόλις σε πέντε χρόνια έχει διπλασιαστεί. Μάλιστα, όπως σημειώνει ο ΟΟΣΑ τέτοια επίπεδα είναι ανήκουστα ακόμη και για χώρες με πολύ χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, όπως η Βραζιλία και η Κίνα! Συνολικά, σ’ όλη την Ευρώπη αυξάνεται η φτώχεια. Σκεφτείτε πως προ κρίσης το πανευρωπαϊκό ποσοστό των ανθρώπων που δεν είχαν για τρόφιμα ήταν 9,5%, για να φτάσει πλέον το 11,5%. Μπορεί να μην είναι στα τρομακτικά επίπεδα της Ελλάδας, όμως αναδεικνύεται η ανεπάρκεια του οικοδομήματος να αντιμετωπίσει την φτώχεια.
Δεν φτάνει η «ανάκαμψη»
Όλα αυτά, βέβαια, επιστρέφουν στο ζήτημα της ανεργίας. Ο ένας στους πέντε ενήλικους Έλληνες ζει σε νοικοκυριό όπου δεν εργάζεται κανείς. Εξ ου και ο ΟΟΣΑ προβλέπει πως «δεν αρκεί η ανάκαμψη για να κλείσουν οι βαθιές πληγές της κρίσης», προτρέποντας την ελληνική κυβέρνηση να θέσει ως απόλυτη προτεραιότητα την προστασία των ευπαθών κοινωνικών ομάδων, των μακροχρόνια ανέργων και των φτωχών νοικοκυριών. Υπό αυτές τις συνθήκες, μονάχα σοκ δεν προκαλεί το γεγονός πως οι Έλληνες πλέον δεν εμπιστεύονται την κυβέρνησή τους. Από το 41% της προ κρίσης εμπιστοσύνης, το ποσοστό έχει καταβαραθρωθεί στο 14%!
Για πολλά χρόνια θα είναι ακόμη αισθητές οι κοινωνικές συνέπειες της κρίσης
Στα στοιχεία της έκθεσης που δεν αφορούν αποκλειστικά την Ελλάδα, ο ΟΟΣΑ κάνει λόγο για σημαντική επιδείνωση των προοπτικών απασχόλησης για τους νέους και τους ανειδίκευτους εργαζομένους και τονίζει ότι οι κοινωνικές συνέπειες της κρίσης ίσως είναι αισθητές για πολλά χρόνια ακόμη. Συνολικά, στις 34 χώρες του ΟΟΣΑ, οι άνεργοι φτάνουν τα 48 εκατ. και ο οργανισμός προειδοποιεί ότι υπάρχει «ο κίνδυνος οι νέοι που βιώνουν μεγάλες περιόδους ανεργίας, απραξίας και φτώχειας να αντιμετωπίσουν σε όλη τη ζωή τους χαμηλότερες προοπτικές κέρδους και απασχόλησης». «Οι προοπτικές απασχόλησης επιδεινώθηκαν κυρίως για τους νέους και τους ανειδίκευτους εργαζόμενους. Οι γυναίκες και οι ηλικιωμένοι επλήγησαν λιγότερο αυτή τη φορά», υπογράμμισε η Μόνικα Κέισερ, επικεφαλής της υπηρεσίας κοινωνικών υποθέσεων του ΟΟΣΑ, κατά την παρουσίαση της έκθεσης στον Τύπο. Ωστόσο υπάρχει «ο κίνδυνος οι νέοι που βιώνουν μεγάλες περιόδους ανεργίας, απραξίας και φτώχειας να αντιμετωπίσουν σε όλη τη ζωή τους χαμηλότερες προοπτικές κέρδους και απασχόλησης».
Στην έκθεση τονίζεται ότι η μείωση των δημοσίων δαπανών στην εκπαίδευση και την υγεία (κατ' αναλογία με το ΑΕΠ) που καταγράφεται στις μισές χώρες του ΟΟΣΑ, μπορεί να προκαλέσει «λυπηρές κοινωνικές συνέπειες» μακροπρόθεσμα και να επιδεινώσει τις ανισότητες. Επίσης, αναφέρεται ότι σήμερα, καθώς αρχίζει η ανάκαμψη, «η διατήρηση και η ενίσχυση της βοήθειας προς τις πιο ευάλωτες ομάδες πρέπει να παραμείνει στο επίκεντρο κάθε στρατηγικής για την οικονομική και κοινωνική ανάκαμψη».
«Οι κοινωνικές πολιτικές πρέπει να καταρτίζονται ώστε να είναι αποτελεσματικές τόσο σε καιρούς ευνοϊκούς όσο και σε χαλεπούς» υπογραμμίζει ο ΟΟΣΑ καλώντας τις κυβερνήσεις να «κοιτάξουν πέρα από την πρόσφατη κρίση» για να «επεξεργαστούν κοινωνικές πολιτικές ικανές να αντισταθούν» στην «επόμενη κρίση». Εν τούτοις «αυτό δεν συνέβη, κυρίως στη νότια Ευρώπη, όπου η κοινωνική πρόνοια, αν και δαπανηρή, συχνά δεν κατέληγε στους φτωχούς, ακόμη και πριν από τη μεγάλη ύφεση», σημειώνει.
«Οι ενδείξεις απώλειας της εμπιστοσύνης στις κυβερνήσεις από τότε που άρχισε η κρίση θα πρέπει να είναι προειδοποιητικό σημάδι που μας δείχνει πόσο γρήγορα το κοινωνικό συμβόλαιο μπορεί να αποδομηθεί. Οι κυβερνήσεις πρέπει να αποδείξουν ότι είναι σε θέση να ανταποκρίνονται αποτελεσματικά στις ανάγκες της κοινωνίας. Θα πρέπει επίσης να εγγυηθούν ότι η κοινωνική πολιτική συμβάλλει στην ενίσχυση της αντοχής των πολιτών απέναντι σε μελλοντικές κρίσεις», αναφέρεται.