“Πονοκέφαλο” εξακολουθεί να αποτελεί για τα νοικοκυριά η αποπληρωμή των υποχρεώσεων προς τις τράπεζες, ενώ αυξάνονται οι επιχειρήσεις με ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, όπως προκύπτει μέσα από τις απαντήσεις που έδωσαν καταναλωτές και επιχειρήσεις του νομού Θεσσαλονίκης στις ad –hoc ερωτήσεις που ενσωματώθηκαν στα ερωτηματολόγια του «Βαρόμετρου ΕΒΕΘ».
Παράλληλα, προκύπτει ότι ένας στους δυο καταναλωτές διαπιστώνουν πως η ακρίβεια καλά κρατεί και επιλέγουν την αγορά ενός προϊόντος με βασικό κριτήριο την τιμή.
Πιο αναλυτικά, σε ότι αφορά τους καταναλωτές και την αίσθηση που έχουν για τις τιμές των προϊόντων, προκύπτει ότι η πλειοψηφία (53%) θεωρεί ότι αυξήθηκαν αισθητά (28%) ή ανεπαίσθητα (25%). Η τιμή αποτελεί το κύριο κριτήριο για την πραγματοποίηση αγοράς καταναλωτικού προϊόντος για το 22% των καταναλωτών στο νομό Θεσσαλονίκης και η ποιότητα αναφέρεται ως κύριο κριτήριο μόλις από το 7%. Πάνω από 2 στους 3 καταναλωτές (69%) στο Νομό Θεσσαλονίκης αναφέρουν εξίσου την τιμή και την ποιότητα ως κριτήρια αγοράς καταναλωτικών προϊόντων.
Όπως προκύπτει, από τις περικοπές στις δαπάνες που έχουν πραγματοποιήσει τα νοικοκυριά, λόγω κρίσης, το σημαντικότερο πλήγμα δέχονται οι τομείς της ένδυσης/ υπόδησης, της εστίασης/ ψυχαγωγίας αλλά και ο τομέας των ειδών διατροφής.
Παράλληλα, σημαντικό πρόβλημα για τα νοικοκυριά του Νομού Θεσσαλονίκης είναι, σύμφωνα με την έρευνα, η αποπληρωμή των διαφόρων υποχρεώσεών τους προς τις τράπεζες. Πιο συγκεκριμένα 1 στα 7 νοικοκυριά (14%) δηλώνει ότι αδυνατεί να αποπληρώσει το στεγαστικό δάνειο που έχει λάβει, ενώ αντίστοιχο πρόβλημα αποπληρωμής καταναλωτικού δανείου εμφανίζει το 8% των νοικοκυριών του Νομού Θεσσαλονίκης. Τέλος, περίπου 1 στους 10 καταναλωτές δηλώνουν αδυναμία αποπληρωμής της πιστωτικής τους κάρτας.
Στην έρευνα καταγράφεται εξάλλου σημαντικό έλλειμμα στην ενημέρωση των καταναλωτών στο Νομό Θεσσαλονίκης σε σχέση με τα δικαιώματά τους. το 36% των καταναλωτών στο Νομό Θεσσαλονίκης εμφανίζονται επιφυλακτικοί σε σχέση με το έργο των καταναλωτικών οργανώσεων, χαρακτηρίζοντάς το «Καθόλου» (16%) ή «Λίγο» (20%) θετικό, έναντι 33% που το χαρακτηρίζουν «Πολύ» (8%) ή «Αρκετά» (25%) θετικό, με το 25% να δηλώνει ότι δεν γνωρίζει σχετικά με το έργο των καταναλωτικών οργανώσεων.
Οι επιχειρήσεις
Την ίδια ώρα, μία στις 4 επιχειρήσεις (25%) στο Νομό Θεσσαλονίκης δηλώνουν ότι υπάρχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές τους σε δημόσιους φορείς. Από αυτές το 42% οφείλουν στο ΙΚΑ, το 64% στον ΟΑΕΕ ή άλλο ταμείο ασφάλισης, το 45% οφείλουν ΦΠΑ στην Εφορία και το 40% οφείλουν άλλους φόρους στην Εφορία. Ταυτόχρονα, μία στις 5 (19%) των επιχειρήσεων του Νομού Θεσσαλονίκης δηλώνουν ότι δικαιούνται κάποιας επιστροφής φόρου, με την πλειοψηφία από αυτές να δικαιούνται επιστροφή ΦΠΑ (76%) και σε μικρότερο ποσοστό Φόρο Εισοδήματος (28%).
Σε ότι αφορά τις επιχειρήσεις στο Νομό Θεσσαλονίκης, μόνο το 27% θεωρούν ότι το μέτρο της μείωσης των εργοδοτικών εισφορών, που ανακοινώθηκε και θα ισχύσει από το καλοκαίρι του 2014, θα βοηθήσει την επιχείρηση «Πολύ» (8%) ή «Αρκετά» (19%). Στον αντίποδα, η μεγάλη πλειοψηφία (58%) δηλώνει ότι το μέτρο θα βοηθήσει την επιχείρηση «Λίγο» (32%) ή «Καθόλου» (26%).
Παράλληλα, μόνο το 15% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι δεν υπάρχει κάποια ανάγκη παροχής ρευστότητας ως κεφάλαιο κίνησης κατά το επόμενο εξάμηνο, ενώ το 37% δεν έχει ανάγκη παροχής ρευστότητας για επενδύσεις/πάγια και το 69% για την έκδοση εγγυητικών επιστολών, πάντα κατά το επόμενο εξάμηνο.
Μία στις 10 επιχειρήσεις (9%) του Νομού Θεσσαλονίκης δηλώνει ότι έχει αιτηθεί κάποιο επιχειρηματικό δάνειο κατά το 2013.
Τα ποσοστά των δανείων που εγκρίθηκαν ποικίλουν από 47% για κεφάλαιο κίνησης, 25% για επενδύσεις/ πάγια και 40% για έκδοση εγγυητικών επιστολών. Το δε ποσοστό κάλυψης του αιτήματος κυμαίνεται από 70% για επενδύσεις/ πάγια, 85% για κεφάλαιο κίνησης και 100% για έκδοση εγγυητικών επιστολών.
Σημειώνεται ότι το Βαρόμετρο διενεργήθηκε κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου από την εταιρία ερευνών και δημοσκοπήσεων Palmos Analysis για λογαριασμό του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης.