Κατά περίπου 24% έχει αυξηθεί το καθαρό ετήσιο εισόδημα των Ελλήνων την τελευταία πενταετία, παρά τη βαθιά ύφεση που προκάλεσε η πανδημία, με τη χώρα μας μάλιστα να κατατάσσεται σταθερά στα μεσαία κλιμάκια ανάμεσα στα 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με τα νεότερα συγκεντρωτικά στοιχεία της Eurostat, το 2024 το μέσο εισόδημα ενός άγαμου και άτεκνου εργαζόμενου, μετά την καταβολή φόρων και την κράτηση ασφαλιστικών εισφορών διαμορφώθηκε στα 18.709 ευρώ, τη στιγμή που το 2019 είχε μετρηθεί στα 15.112 ευρώ, που ισοδυναμεί με αύξηση 3.596 ευρώ (23,8%).
Ακόμα καλύτερη είναι η εξέλιξη του εισοδήματος για τα ζευγάρια με δύο παιδιά. Πέρυσι, οι γονείς σε ένα τετραμελές νοικοκυριό κέρδισαν 41.142 ευρώ, έναντι 33.015 ευρώ προ πέντε ετών, που συνιστά αύξηση της τάξης των 8.127 ευρώ (24,6%).
Παράγοντες της ιδιωτικής αγοράς, στην οποία έχει καταγραφεί η μεγαλύτερη τόνωση των αποδοχών, ανέφεραν ότι η αύξηση στο καθαρό εισόδημα οφείλεται αφενός στις μειώσεις φόρων και εισφορών που έχουν εφαρμοστεί τα τελευταία χρόνια και αφετέρου αποδίδεται στη μείωση της ανεργίας και την ανοδική πορεία των μισθών. Σημειώνεται ότι τις μέρες του τρίτου Μνημονίου, το 2016, 2017 και 2018, το καθαρό εισόδημα για τον άγαμο χωρίς παιδιά είχε πέσει κάτι από τις 15.000 ευρώ, αντικατοπτρίζοντας τη φορολογική επιβάρυνση της εργασίας.
Οι αυξήσεις υπερκαλύπτουν τη σωρευτική άνοδο των τιμών το ίδιο διάστημα, την οποία προκάλεσε η παγκόσμια πληθωριστική κρίση. Αυτό σημαίνει ότι οι αυξήσεις δεν έχουν βελτιώσει μόνο την ονομαστική αξία των εισοδημάτων, αλλά και την πραγματική, δηλαδή τα χρήματα που μένουν στο πορτοφόλι των πολιτών αφού υπολογιστεί η επίδραση των ανατιμήσεων.
Με αυτά τα καθαρά εισοδήματα η Ελλάδα κατατάσσεται στη 16η θέση ανάμεσα στα 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υστερώντας των πλουσιότερων χωρών του βορρά αλλά ξεπερνώντας όλες τις χώρες των Βαλκανίων, την πληθυσμιακά όμοια Πορτογαλία και τα κράτη του πρώην ανατολικού μπλοκ, στα οποία περιλαμβάνεται η έκτη μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ, η Πολωνία.
Στις πρώτες θέσεις βρίσκονται το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία, ενώ ουραγοί είναι η Βουλγαρία και η Ρουμανία.
Η κατάταξη αυτή έρχεται σε σύγκρουση με τις μετρήσεις του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, όπου η Ελλάδα καταλαμβάνει την προτελευταία θέση, πάνω από τη Βουλγαρία, κι έχουν αποτελέσει αντικείμενο έντονων πολιτικών αντιπαραθέσεων. Ωστόσο, στα οικονομικά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ συνήθως χρησιμοποιείται ως μέτρο παραγωγικότητας, κι όχι για την αξιολόγηση του εισοδήματος, που σημαίνει ότι τα καθαρά έσοδα αποτελούν σαφώς καταλληλότερο στοιχείο σε αυτό το μέτωπο.
Πηγή: skai.gr