Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Πρόβα για εκλογές δύο ταχυτήτων

Η πρώτη Κυριακή των εκλογών είναι εκείνη που θα δώσει το πιο ανόθευτο πόρισμα

Του Γιώργου Παπαδημητρίου

Πρόταση μομφής ήταν και πέρασε, αλλά το κυρίως πιάτο των εκλογών κοντοζυγώνει. Καταρχάς, ας ξεκινήσουμε από μία διαχρονική μας απορία: πώς είναι δυνατόν να περιβάλλεται με τόση ένταση και προσμονή μια διαδικασία, η οποία είναι καταδικασμένη σε ένα προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα, από τη στιγμή που υπάρχει μονοκομματική αυτοδυναμία. Με άλλα λόγια, και με βάση τη σιδηρά κομματική πειθαρχία που επικρατεί τα αρκετά τελευταία χρόνια στα κόμματα εξουσίας, είναι πρακτικά αδύνατον μια κυβέρνηση που διαθέτει αυτοδυναμία, χωρίς τη συνεργασία άλλων κομμάτων, να οδηγηθεί στην πόρτα της εξόδου μέσα από μια πρόταση μομφής. Φυσικά, η κίνηση της συγκεκριμένης διαδικασίας κρύβει μέσα της μια σειρά από παραφυάδες και διακλαδώσεις, που εκτείνονται τόσο στο επικοινωνιακό σκέλος όσο και στις πιο αθέατες ζυμώσεις και διαβουλεύσεις. Όπως και να έχει, όμως, αγωνία για το τελικό αποτέλεσμα δεν υφίσταται. Και είναι μάλλον αμήχανο για οποιαδήποτε κυβέρνηση που βγαίνει αλώβητη από μια πρόταση μομφής να επαίρεται απλώς και μόνο για το γεγονός ότι οι ίδιοι της οι βουλευτές τη στήριξαν. Ευτυχώς ή δυστυχώς (μάλλον το δεύτερο) θα κάνουμε καιρό να δούμε βουλευτές που θα καταψηφίσουν το δικό τους κόμμα.

Από εκεί και έπειτα, η πρόταση μομφής ήρθε να προστεθεί σε μια αλυσίδα από ενέργειες και αντιδράσεις που πυροδότησε το σκάνδαλο των υποκλοπών, μια υπόθεση με πολλές σκιώδεις πτυχές, της οποίας το πλήρες βεληνεκές δεν γνωρίζουμε ακόμη. Κι ούτε είναι, φυσικά, βέβαιο ότι θα το ανακαλύψουμε στο εγγύς ή στο μακροπρόθεσμο μέλλον. Το μόνο σίγουρο, πάντως, ενόψει και των επικείμενων εκλογών -και ας σημειωθεί εδώ ότι εκφράζουμε μια εικασία-προσωπική άποψη και όχι κάποια αλάθητη βεβαιότητα- είναι ότι οι υποκλοπές θα φέρουν την καχυποψία στο τραπέζι της πολιτικής θεώρησης των πραγμάτων και στο προσκήνιο του δημόσιου διαλόγου με τρόπους που δεν είχαμε φανταστεί πρωτύτερα. Για να το θέσουμε πιο απλά, πόσο εύκολο είναι να πιστέψει κανείς το προσεχές διάστημα πως ο/η κάθε πολιτικός δεν πρόκειται να βάλει νερό στο κρασί του για το οποιοδήποτε θέμα, υπό τον φόβο ότι τα άπλυτά του/της θα βγουν στη φόρα με συνοπτικές διαδικασίες; Περίπου όπως όλη η φίλαθλη Ελλάδα που παρακολουθεί με βουλιμία ποδόσφαιρο, ενώ έχει ακέραιη τη βεβαιότητα πως τα πάντα είναι στημένα με τον πλέον προφανή, έτσι και το εκλογικό σώμα θα είναι έτοιμο να ερμηνεύσει κάθε είδους πολιτική συμπεριφορά με τον γνώμονα των υποκλοπών.

Πέρα, όμως, από τις υποκλοπές, η πολιτική ατζέντα είναι γεμάτη ενόψει εκλογών, με μικρότερα και μεγαλύτερα θέματα που απασχολούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τους Έλληνες ψηφοφόρους. Κι αν ανατρέξουμε στο πρόσφατο πολιτικό παρελθόν της χώρας, η αλήθεια είναι πως έχουμε μπροστά μας την πρώτη εκλογική αναμέτρηση εδώ και καιρό, όπου οι πολίτες θα κληθούν να διαμορφώσουν εκλογική γνώμη για μια πλούσια βεντάλια από ζητήματα, μακριά από δύσκαμπτα δίπολα και φανφαρόνικες ταμπέλες. Στην εποχή μας, το μπρα-ντε-φερ Μνημόνιο vs. Αντι-Μνημόνιο είναι μια μακρινή ανάμνηση του παρελθόντος, ενω έχουμε πια ξεμπερδέψει οριστικά και με τις διάφορες φαντασιακές-μαρκετίστικες κατασκευές («πρώτη φορά Αριστερά», «κυβέρνηση των αρίστων» κτλ). Αν μη τι άλλο, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, η εξέλιξη αυτή ίσως και να λειτουργήσει θετικά, καθώς οι πολίτες θα αναγκαστούν να επιλέξουν το κόμμα της αρεσκείας τους μέσα από μια πιο εσωτερική διεργασία ολίγον τι απαλλαγμένη από πομπώδεις διακηρύξεις.

Μια δυσεπίλυτη απορία που αναδύεται ενόψει των εκλογών είναι το κατά πόσο η τρέχουσα επικαιρότητα, με τις εκάστοτε αποκαλύψεις και τα όσα εκείνες συνεπάγονται, είναι ικανή να προκαλέσει ουσιώδεις μετακινήσεις ψηφοφόρων προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα, τόσο διαχρονικά όσο και στην τρέχουσα πραγματικότητα, είναι ως επί το πλείστον αρνητική, τουλάχιστον όσον αφορά την πλατιά εκλογική βάση των δύο (ή και τριών, με την προοπτική της συνεργασίας) κομμάτων εξουσίας. Στο ίδιο μήκος κύματος, είναι εξαιρετικά αμφίβολο το κατά πόσο όλοι αυτοί οι ακαλαισθητοι διαπληκτισμοί, καβγάδες και τσαμπουκάδες που αφθονούν στο μίζερο τηλεοπτικό μας τοπίο εχουν τη δύναμη να παρασύρουν τους όποιους αναποφάσιστους προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Η προσωπική μας απάντηση, εδώ, είναι σαφώς αρνητική: οι κοκορομαχίες μύτη με μύτη ξαναμμένων εκπροσώπων της πολιτικής σκηνής μόνο θυμηδία προκαλούν πλέον, αν εξαιρέσουμε φυσικά την ικανοποίηση του εκάστοτε οπαδικού κοινού.

Κρίνοντας με βάση όλα τα παραπάνω, η πρώτη Κυριακή των εκλογών είναι εκείνη που θα δώσει το πιο ανόθευτο, το πιο κρυστάλλινο και πιο αβίαστο πόρισμα για το πώς και προς τα πού κινείται η ελληνική κοινωνία, μιας και τη δεύτερη Κυριακή ένα τεράστιο ποσοστό των ψηφοφόρων θα προσαρμοστεί στα δεδομένα των αρχικών αποτελεσμάτων και θα παραμερίσει το παραβάν έχοντας κατά νου τα πιθανότερα σενάρια σχηματισμού κυβέρνησης. Επομένως, ένα άτυπο παράδοξο διαφαίνεται στον ορίζοντα: τα τρία μεγάλα κόμματα προτάσσουν το ζήτημα του ποιος θα κυβερνήσει τελικά αυτό τον ταλαίπωρο τόπο (δεύτερη Κυριακή), ωστόσο θα πρέπει να προσελκύσουν το εκλογικό κοινό μέσα από την ολική τους ατζέντα (πρώτη Κυριακή), προκειμένου να ριχτούν στην αληθινή μάχη με επαρκή καύσιμα και πολεμοφόδια.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ