Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Θεσσαλονίκη: Εβδομάδα σινεμά με 7 νέες ταινίες στους κινηματογράφους!

Ποιες είναι - Διαβάστε την κριτική τους

Eπτά νέες ταινίες κάνουν την εμφάνισή τους στις αίθουσες της πόλης αυτή την εβδομάδα, οι οποίες είναι οι εξής: α) η απολαυστική κωμωδία “The Disaster Artist”, του Τζέιμς Φράνκο, για την «καλύτερη χειρότερη ταινία όλων των εποχών», για την οποία θα σας μιλήσουμε εκτενώς λίγο παρακάτω, β) το οσκαρικών προδιαγραφών και με υπέροχο καστ «Οι τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι», γ) το biopic – mockumentary «Εγώ, η Τόνια», για τον ταραχώδη βίο της θρυλικής πατινέζ Τόνια Χάρντινγκ, δ) το εξαίρετο δείγμα του νέου ιρανικού σινεμά με τίτλο «Ένας ακέραιος άνθρωπος», ε) η νέα ταινία του Τάσου Μπουλμέτη με τίτλο «1968» που αναπλάθει την πρώτη μεγάλη επιτυχία του ελληνικού συλλογικού αθλητισμού, στ) η νεανική περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας «Ο Λαβύρινθος: Η τελική δοκιμασία» και ζ) η αργεντίνικη περιπέτεια εποχής “Zama”.  

The Disaster Artist

Η καλύτερη χειρότερη ταινία όλων των εποχών...

  • Αξιολόγηση: *** ½
  • Του Γιώργου Παπαδημητρίου
  • Σκηνοθεσία: Τζέιμς Φράνκο
  • Παίζουν: Τζέιμς Φράνκο, Ντέιβ Φράνκο, Σεθ Ρόγκεν
  • Διάρκεια: 103’

Υπάρχει μία διαχρονικά ανίκητη γοητεία στο αυθεντικά άσχημο, στο ανεπιτήδευτα ατάλαντο. Μια μυστηριώδης έλξη που σε τραβά προς τον πάτο του βαρελιού, μία ασυναίσθητη ροπή που δεν σου επιτρέπει να ξεκολλήσεις το βλέμμα σου από το κακό γούστο που παρελαύνει μπροστά στα μάτια σου. Το σινεμά είναι μία τέχνη ασύλληπτα βαθυστόχαστη και ακραιφνώς επιφανειακή, την ίδια ακριβώς στιγμή. Μια τέχνη εστέτ ψηλομυτισμού, αλλά και λαϊκού χαβαλέ, χωρίς ποτέ οι δύο αυτές αντικρουόμενες πτυχές να απαγορεύσουν η μία την ύπαρξη της άλλης. Πολλές ταινίες έχουν κατά καιρούς προσφέρει απενοχοποιημένη trash απόλαυση, αναλαμβάνοντας να επωμιστούν το κόστος της «φτήνιας», ξαλαφρώνοντας, με αυτό τον τρόπο, την καμπούρα του θεατή. Ο οποίος έχει πλέον τη δυνατότητα να αφεθεί ανενδοίαστα στην ελεύθερη πτώση της δικής του -υποτιθέμενης ή όντως υπαρκτής, δεν έχει καμία σημασία- ποιοτικής στάθμης.

Μπόλικες από αυτές τις ταινίες έχουν λάβει τον κολακευτικό χαρακτηρισμό του «δεν παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό της», ο οποίος, φυσικά, πολύ συχνά καταστρατηγείται στην πράξη. Το κλισέ και το κιτς, ιδίως σε μια εποχή όπου κάθε παρέκκλιση συνιστά πλέον εμπορεύσιμη νόρμα, μετατρέπονται από αβίαστη και ανεπιτήδευτη έκφραση μιας απλοϊκής αλήθειας σε μία παραρέλα μασκαρεμένης και προκάτ κακογουστιάς. Σαν ένα ακριβό ρούχο που μετατρέπεται πολύ στοχευμένα και μεθοδικά σε τάχα μου ατιμέλητο πατσαβούρι για να φανεί cool και casual. Την ακριβώς αντίθετη διαδρομή από αυτή που μόλις αναφέραμε είχε ακολουθήσει αυτός ο κομήτης παραξενιάς και αλλοκοτιάς που διασταυρώθηκε κάποτε με τον πλανήτη Γη, που ακούει στο όνομα Τόμι Γουάιζο. Ένας ισοπεδωτικά weirdo τύπος, με εξωφρενικά αλλοπρόσαλλη εμφάνιση κι ακόμη πιο παράξενη αγγλική προφορά, που φύτρωσε στην κυριολεξία από το τίποτα, χωρίς κανείς να γνωρίζει ούτε από πού βαστά η σκούφια του ούτε πώς έχει βρεθεί με μία -κατά κυριολεξία- ανυπολόγιστη περιουσία στα χέρια του. Ο Γουάιζο ένιωθε και έπραξε, λοιπόν, σε πλήρη σύμπνοια με τα αισθήματά του, το ακριβώς αντίθετο από τη μοντέρνα τάση απενοχοποίησης: πήρε τον εαυτό του πάρα μα πάρα πολύ στα σοβαρά. Εγκλωβισμένος σε ένα ψυχαναγκαστικό και πέρα για πέρα φαντασιακό όραμα σαρδανάπαλης καλλιτεχνικής δημιουργίας, ο Γουάιζο αποφάσισε ότι όταν το Χόλιγουντ δεν έρχεται σε σένα, οφείλεις να πράξεις το προφανές. Να πας εσύ προς το Χόλιγουντ.

Το 2003, ο Σεθ Ρόγκεν αντίκρισε έμπλεος δέους τη γιγαντοαφίσα που διαφήμιζε στους δρόμους του Λος Άντζελες την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας “The Room”, την οποία κοσμούσαν η απόκοσμη μουτσούνα του Γουάιζο, αλλά και το τηλεφωνικό του νούμερο... Αφότου δε παρακολούθησε την ταινία, η έκπληξη που του είχε προκαλέσει η αφίσα φάνταζε πλέον υποτυπώδης... Το “The Room” κόστισε στον Γουάιζο περίπου 6 εκατομμύρια και απέφερε, σε πρώτη φάση, 1.800 δολάρια, τις δύο εβδομάδες που προβλήθηκε (κατόπιν πληρωμής από τον ίδιο τον Γουάιζο, φυσικά) σε μία και μόνο αίθουσα των ΗΠΑ. Πέρα όμως από τη θεία βούληση, και αυτή του κοινού λειτουργεί με μυστηριώδεις τρόπους. Με το που απεκτήσε το στάτους του αδιαπραγμάτευτα cult, η ταινία του Γουάιζο άρχισε να φουλάρει τις αίθουσες σε μεταμεσονύκτιες προβολές. Εκεί, δηλαδή, όπου οι απανταχού μύστες του cult πάλευαν να αποδείξουν και αυτοί με τη σειρά τους ότι δεν παίρνουν τον εαυτό τους, αλλά και τη θέαση - κατανάλωση τέχνης, πολύ στα σοβαρά, υμνώντας έναν άνθρωπο που έπαιρνε, στο θολωμένο του μυαλό, την «τέχνη» του πιο σοβαρά από τον Κιούμπρικ και τον Χίτσκοκ μαζί.

Όταν ο Σεθ Ρόγκεν μοιράστηκε την εμπειρία του από την παρακολούθηση του “The Room” με τον κολλητό του Τζέιμς Φράνκο, η ταινία για την «καλύτερη χειρότερη ταινία όλων των εποχών» ήταν ήδη στα σκαριά. Κι ευτυχώς, ο Φράνκο (που εν πολλοίς μοιάζει κάπως με τον Γουάιζο, όντας μπλεγμένος σε περίπου 100 διαφορετικά πρότζεκτ τον χρόνο, πολλά εκ των οποίων ολότελα πειραματικά, ενώ σε μπόλικα εξ αυτών λειτουργεί κι αυτός ως άνθρωπος - ορχήστρα που αναλαμβάνει τα πάντα) φέρθηκε στην ιστορία που είχε στα χέρια του με τον δέοντα σεβασμό. Αποφεύγοντας την υπερβολικά προφανή, εύκολη και κατά βάθος ανέντιμη λύση του χλευασμού και της ειρωνείας, αποτυπώνει, με όρους bromance κωμωδίας, ένα ταξίδι προς το ανέφικτο που καθίσταται εφικτό γιατί απλούστατα δεν υπάρχει η διέξοδος οποιασδήποτε μεσαίας λύσης.

Ο Φράνκο, με πηγαίο και ανά στιγμές ξεκαρδιστικό τρόπο, χωρίς όμως ποτέ να γίνεται ευτελώς κοροϊδευτικός, τρυπώνει στην ψυχή ενός ανθρώπου που συνιστά την απόλυτη ενσάρκωση μιας υποδόριας ειρωνείας. Παλεύοντας με νύχια και με δόντια και με κάθε ικμάδα της ψυχής και των χρημάτων του για να πετύχει μία «αληθινή χολιγουντιανή ταινία», ο Γουάιζο πετυχαίνει τον στόχο του, ακολουθώντας τη διαμετρικά αντίθετη πορεία από τη συνηθισμένη. Τσακίζοντας κάθε σύμβαση καλού γούστου, ακριβώς επειδή δεν κατανοεί καν τους όρους αυτής της σύμβασης, κερδίζει το στοίχημα της διαχρονικότητας όχι μέσα από κάποιο βάθος, αλλά μέσα από την απόλυτη επιφανειακότητα.

Σε ένα κόσμο όπως αυτόν της κινηματογραφικής βιομηχανίας, όπου η αποδοχή και η επιτυχία είναι πολύ συχνά ζήτημα σταθμίσης συμφερόντων και δημοσίων σχέσεων και ακόμη συχνότερα αποτέλεσμα συμπτώσεων και τυχαιοτήτων, ο Γουάιζο κατόρθωσε το φαινομενικά αδύνατο, βασισμένος σε δύο άξονες. Στο ότι κανείς δεν λέει όχι σε έναν παχυλό μισθό και στο ότι κανείς δεν εναντιώνεται απέναντι σε ένα γαϊδουρινό πείσμα που στερείται οποιασδήποτε λογικής. Το θυμικό υποχωρεί, το μυαλό σαστίζει, η τσέπη γεμίζει και η διαδικασία προχωρά θαρρείς από μόνη της, καθοδόν προς ένα παντελώς θεοπάλαβο τελικό αποτέλεσμα. Διότι μπορεί μεν το σπαρακτικό δράμα που είχε στο μυαλό του ο Τόμι να μην συγκίνησε κανέναν, αλλά η αυθόρμητη αγάπη και το ενστικτώδες ευγενικό γέλιο που εισέπραξε, ήταν αδύνατον να μην συγκινήσουν ον τίδιο. Καμιά φορά, εξάλλου, μπορείς να ανοίξεις δρόμους κινούμενος και με την όπισθεν. Καμιά φορά, οι έσχατοι έσονται πρώτοι, το λένε και οι Γραφές. Αλλά ακόμη κι αν δεν το έλεγαν, το λέει το Σινεμά. Στο οποίο οφείλει κανείς ανατρέχει για κάθε εκκρεμές ερώτημα ανά τους αιώνες.

Επίσης στις αίθουσες:

Οι τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι 

  • Σκηνοθεσία: Μάρτιν ΜακΝτόνα
  • Παίζουν: Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, Σαμ Ρόκγουελ, Γούντι Χάρελσον
  • Διάρκεια: 115’

Μια μαύρη κωμωδία από τον μάστορα του είδους Μάρτιν ΜακΝτόνα, η οποία απέσπασε εννέα οσκαρικές υποψηφιότητες, αλλά –όλως παραδόξως- όχι στην κατηγορία της Καλύτερης Σκηνοθεσίας. Ένας ανεξιχνίαστος φόνος, η οργή μιας μητέρας, τρεις πινακίδες που συμπυκνώνουν όλο το σκοτάδι και το μυστήριο.

Εγώ, η Τόνια

  • Σκηνοθεσία: Κρεγκ Γκιλέσπι
  • Παίζουν: Μάργκο Ρόμπι, Άλισον Τζάνι, Σεμπάστιαν Σταν
  • Διάρκεια: 119’

Ένα biopic, δοσμένο με τη μορφή του mockumentary, για τη θρυλική Αμερικανίδα πατινέζ Τόνια Χάρντινγκ, την πρώτη αθλήτρια στην ιστορία του καλλιτεχνικού πατινάζ που εκτέλεσε triple axel. Μια ιστορία παράνοιας, πόνου, βίας, αδικίας και κατάφωρης καταπίεσης, με οσκαρικές υποψηφιότητες για τις δύο πρωταγωνίστριες.

Ένας ακέραιος άνθρωπος

  • Σκηνοθεσία: Μοχάμαντ Ρασούλοφ
  • Παίζουν: Ρεζά Ακλαγκιράντ, Σουνταμπέχ Μπεϊζαέ, Νασίμ Ασάμπι
  • Διάρκεια: 117’

Ένα ακόμη λαμπρό δείγμα του σύγχρονου ιρανικού σινεμά, με το γαλόνι του πρώτου βραβείου στο «Ένα Κάποιο Βλέμα» του Φεστιβάλ των Καννών, στις αποσκευές του. Ένας αγώνας για τη διαφύλαξη της εσωτερικής αξιοπρέπειας και όλων εκείνων των στοιχείων που μας κάνουν ανθρώπους. Μία ταινία – πράξη χαμηλόφωνου θάρρους.

  • Σκηνοθεσία: Τάσος Μπουλμέτης
  • Παίζουν: Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Αντώνης Καφετζόπουλος, Στέλιος Μάινας
  • Διάρκεια: 94’

Στις 4 Απριλίου 1968, στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο, γράφτηκε αθλητική ιστορία, όταν η ΑΕΚ, κερδίζοντας τη Σλάβια Πράγας, κατέκτησε το πρώτο τρόπαιος στην ιστορία του ελληνικού συλλογικού αθλητισμού. Από τον σκηνοθέτη της «Πολίτικης Κουζίνας», μια ακόμη ταινία ξέχειλη από ακατάσχετη νοσταλγία.

Ο λαβύρινθος: Η τελική δοκιμασία

  • Σκηνοθεσία: Γουές Μπολ
  • Αφήγηση: Ντίλαν Ο’ Μπράιαν, Τζιανκάρλο Εσπόζιτο, Ρόζα Σάλαζαρ
  • Διάρκεια: 142’

Τελευταίο κεφάλαιο της τριλογίας του «Λαβύρινθου» και σιγά σιγά πρέπει να ετοιμαζόμαστε για spin-off και reboot. Η ομάδα των Γκλέιντερς βρίσκεται στο τέλος μιας μακράς πορείας, με ανταμοιβή όχι μόνο τη σωτηρία των φίλων τους, αλλά και τις απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που τους βασανίζουν από την πρώτη κιόλας στιγμή.

  • Σκηνοθεσία: Λουκρεσία Μαρτέλ
  • Παίζουν: Χιμένες Κάτσο, Λόλα Ντουένιας
  • Διάρκεια: 115’

Βρισκόμαστε στον 18ο αιώνα, λίγο πριν ξεσπάσουν τα πρώτα κινήματα ανεξαρτησίας στις ισπανικές κτήσεις της Λατινικής Αμερικής. Ένας αξιωματικός του ισπανικού στέμματος πιάνεται αιχμάλωτος, σε μία επικίνδυνη αποστολή, αλλά αυτή η εξέλιξη, αντί για κατάρα, καταλήγει να είναι η μεγαλύτερη ευλογία της ζωής του.

Η σινεφίλ ατάκα της εβδομάδας

«Δεν έχω καμία ανάγκη για διακοπές, λατρεύω παθολογικά τη δουλειά μου.»

Τζέιμς Φράνκο

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Σοκολάτα: «Τσουχτερή» για αγρότες και καταναλωτές η τιμή του κακάο
Δεδομένου ότι οι τιμές σε δημοφιλή προϊόντα σοκολάτας έχουν ανέβει έως και 50% από πέρυσι, ορισμένοι αναλυτές προειδοποιούν ότι μπορεί να εξελιχθεί...
Σοκολάτα: «Τσουχτερή» για αγρότες και καταναλωτές η τιμή του κακάο