Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Αγλαϊα Μπλιούμη: «Η μετανάστευση δεν είναι μόνο πόνος, αλλά και προσωπική δύναμη»

Η συγγραφέας και Επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Γερμανικής Φιλολογίας ΕΚΠΑ μίλησε για το πρώτο βιβλίο που έγραψε στα ελληνικά

Συνέντευξη στην Λεμονιά Βασβάνη

Ως  εφαλτήριο αφήγησης, ώστε μεταξύ άλλων να γίνει εμφανής η σύνδεση του παρελθόντος με το μέλλον χρησιμοποιεί τον αρχαίο μύθο με τον Αστυάνακτα η Αγλαΐα Μπλιούμη στο βιβλίο της με τίτλο «Αποχαιρέτα την τη Στουτγάρδη, Αστυάνακτα» (εκδόσεις Κέδρος). Είναι «Ένα παιδί που βίωσε τον ρατσισμό των δασκάλων σε Γερμανία και Ελλάδα, το μπούλιγκ των συνομηλίκων και δεν έπαψε να ζει ακόμη και μετά από 45 χρόνια μνήμης», όπως εξήγησε η ίδια στο TyposThes με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου της την Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2022 στις 18:30 στο βιβλιοπωλείο Μαλλιάρης-Παιδεία “Ανατόλια” (Δ. Γούναρη 39, Καμάρα). Παράλληλα ανέφερε ότι «το μυθιστόρημα δεν μένει μόνο στην ιστορία των γκασταρμπάιτερ, δηλαδή της πρώτης γενιάς μεταναστών, αλλά δίνει έμφαση σε ζητήματα κοινωνικής ένταξης, ελληνογερμανικών πολιτισμικών σχέσεων και κυρίως διαπολιτισμικών στοιχείων και υβριδικών ταυτοτήτων». Αναφέρθηκε στην ανάγκη της να γράψει στα ελληνικά (σημ. το συγκεκριμένο βιβλίο είναι το πρώτο της λογοτεχνικό εγχείρημα στα ελληνικά) και μίλησε και για τη Θεσσαλονίκη, πόλη «που έφερε το μεγαλύτερο βάρος της παλιννόστησης των Ελλήνων της Γερμανίας κατά τη δεκαετία του 1980».

-Ο Αστυάνακτας είχε μια θλιβερή μοίρα. Τι μοίρα έχει ο δικός σας Αστυάνακτας;

-Χρησιμοποιώ τον αρχαίο μύθο ως εφαλτήριο αφήγησης, ώστε μεταξύ άλλων να γίνει εμφανής η σύνδεση του παρελθόντος με το μέλλον, γιατί μέσω της συγγραφής το παρελθόν δεν πεθαίνει, αλλά αναγεννιέται και μετασχηματίζεται σε παρόν. Όπως είπατε, ο αρχαίος Αστυάνακτας είχε μια θλιβερή μοίρα. Ο δικός μου Αστυάνακτας ευτυχώς δεν είχε μια τόσο τραγική μοίρα, όμως είναι και αυτός ένα πονεμένο παιδί. Ένα παιδί που βίωσε τον ρατσισμό των δασκάλων σε Γερμανία και Ελλάδα, το μπούλιγκ των συνομηλίκων και δεν έπαψε να ζει ακόμη και μετά από 45 χρόνια μνήμης, όπως αναφέρω στο βιβλίο, γιατί δεν πεθαίνει με την ενηλικίωση το παιδί μέσα μας μαζί με τα τραύματά του. Η συγγραφή του βιβλίου ήταν ακριβώς ένας δημιουργικός τρόπος να δω κατάματα το παρελθόν, να ξετρυπώσω τον Αστυάνακτα που υπάρχει μέσα μου χωρίς να τον ξέρω και να συνομιλήσω μαζί του. Και, τελικά, που κατέληξα; Ενδεικτικά αναφέρω μια φράση από το τέλος του βιβλίου «Ανοίγεις τη βαλίτσα κοντραπλακέ μαζί με τον Αστυάνακτα. Ξέρεις πως δεν θα πάψει να μιλάει ποτέ, μα τώρα πια έχεις φωνή και αυτός ακούει. Του εξηγείς ότι το κέντρο της γης δεν έχει κουκούτσι και γι’ αυτό θα πρέπει να πάψει να σου μιλά

-Είστε παιδί Ελλήνων μεταναστών. Ποιες οι δικές σας αναμνήσεις και εμπειρίες από την ζωή στην Γερμανία; Πόσο μεταφέρθηκαν αυτά τα βιώματα, δικά σας ή τρίτων, στο βιβλίο σας;

-Οι δικές μου εμπειρίες αφορούν την παιδική μου ηλικία έως τα πρώτα εφηβικά χρόνια. Οπωσδήποτε στην αφήγηση πλέκονται και διηγήσεις άλλων μεταναστών/τριών και κυρίως παιδιών δεύτερης γενιάς μεταναστών. Με αυτήν την ευκαιρία θα ήθελα να τονίσω ότι, από ότι γνωρίζω, το βιβλίο μου είναι το πρώτο βιβλίο δεύτερης γενιάς μεταναστών που έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά από ελληνικό εκδοτικό οίκο. Ως εκ τούτου το μυθιστόρημα δεν μένει μόνο στην ιστορία των γκασταρμπάιτερ, δηλαδή της πρώτης γενιάς μεταναστών, αλλά δίνει κυρίως έμφαση σε μια άγνωστη πτυχή του μεταναστευτικού φαινομένου. Με άλλα λόγια δίνει έμφαση σε ζητήματα κοινωνικής ένταξης, ελληνογερμανικών πολιτισμικών σχέσεων και κυρίως διαπολιτισμικών στοιχείων και υβριδικών ταυτοτήτων. Ναι…πολύ σωστά το θέτετε, αυτό είναι το βίωμά μου και ένα από τα βασικά μηνύματα του μυθιστορήματος: η εμπειρία της μετανάστευσης δεν είναι μόνο πόνος και δυστυχία, αλλά προσωπική δύναμη που εκφράζεται μέσω μιας υβριδικής ταυτότητας, αλλά συνάμα και πολιτισμικός πλουραλισμός  που ξεπερνά εθνικά στεγανά.

 

-Η Ελλάδα έζησε ένα μεγάλο μεταναστευτικό κύμα στην Γερμανία τις δεκαετίες ’60 και ’70. Ωστόσο μετά την οικονομική κρίση υπάρχει ένα νέο κύμα. Πώς συγκρίνετε τις δύο εποχές;

- Όπως ανέφερα, βασική σταθερά του βιβλίου είναι η σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν. Ως προς το μεταναστευτικό φαινόμενο συνδέεται το μεταναστευτικό φαινόμενο της δεκαετίας του 1960 με το σήμερα, εφόσον προς το τέλος του βιβλίου γίνεται αναφορά στο  σημερινό brain-drain, επιδιώκοντας με αυτόν τον τρόπο μια όσο γίνεται πιο σφαιρική εικόνα της σύγχρονης ελληνικής μετανάστευσης. Στο κεφάλαιο «Άνθρωποι με πάθος στην κρεμάλα» εστιάζω στο ζήτημα της αξιοκρατίας που, βεβαίως, συνδέεται με την  σύγχρονη μετανάστευση.

apohaireta_stoytgardi.jpg

-Πρόκειται για το πρώτο λογοτεχνικό σας εγχείρημα στα ελληνικά. Πώς ήταν αυτό το συγγραφικό ταξίδι;

-Ζω πια αρκετά χρόνια στην Ελλάδα, οπότε ένιωσα την ανάγκη να γράψω στα ελληνικά. Βέβαια η γραφή ενός/μιας δίγλωσσης συγγραφέα δεν είναι αμιγώς ελληνική – αυτή είναι η δική μου εμπειρία. Στο κείμενό μου υπάρχουν συχνά διάσπαρτες γερμανικές λέξεις, γερμανικά λογοπαίγνια και εκφράσεις, ενώ ένα σύντομο κεφάλαιο είναι γραμμένο στα γερμανικά και αποδίδεται στα βασικά του σημεία στο επόμενο κεφάλαιο. Αυτός είναι ο τρόπος που σκέφτομαι και δεν θα μπορούσα παρά να μην τον αναπαραστήσω και λογοτεχνικά. Έτσι το «ελληνικό» στο πλαίσιο της πολυπολιτισμικής κοινωνίας ρευστοποιείται και μπολιάζεται με καινούργιους κώδικες. Η γραφή ως ταξίδι, βέβαια, έχει πάντα τα χαρακτηριστικά της θάλασσας: άλλοτε είναι λεία σα λάδι και άλλοτε ταραχώδης. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ξενύχτησα, κάνοντας προσθήκες στο κείμενο. Ενδεικτικά αναφέρω στο κεφάλαιο «Σαν ταξιδιωτικό μυθιστόρημα»: «Πάντα νόμιζε πως η ζωή της είναι μια μετανάστευσηˑ τώρα ξέρει πως είναι νομάςˑ νομάς που ξεχειμωνιάζει σε λέξεις και αλφάβητα. Νομάς των πόλεων και των λέξεων.»

-Τι σας κερδίζει σε ένα κείμενο;

-Θα έλεγα ότι ένα κείμενο με κερδίζει και το κερδίζω. Ως αναγνώστρια με κερδίζει ένα κείμενο που με ταξιδεύει μέσω της λογοτεχνικής του γλώσσας και καταφέρνει να αγγίζει ευαίσθητες εσωτερικές μου χορδές, και, επιπλέον, πέρα από το συναισθηματικό επίπεδο μου δίνει τροφή για σκέψη, προβληματισμό και κριτική. Δεν πιστεύω ότι η λογοτεχνία πρέπει μόνο να ψυχαγωγεί. Όταν από την άλλη μεριά λέω ότι το κείμενο το κερδίζω, εννοώ ότι η συγγραφή είναι μια πολύ δυναμική διαδικασία που επιβάλλεται πάνω σε λέξεις και μετασχηματίζει το βίωμα σε λογοτεχνία. Όμως η πάλη με τις λέξεις που μου επιτρέπει να μετασχηματίσω το βίωμα σε λογοτεχνία δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια μεταστοιχείωση που θέλει να δώσει νέους ορίζοντες στον/στην αναγνώστη/τρια. Ποια στοιχεία αυτού του ορίζοντα θα επιλέξουν τελικά οι αναγνώστες, είναι κάτι που δεν μπορεί να επηρεάσει κανένας/καμία συγγραφέας. Έτσι το βίωμα χάνει την αυθεντικότητά του τόσο κατά τη διαδικασία της γραφής, όσο και της ανάγνωσης. Αυτό που φαίνεται ως απώλεια, ελπίζω να μετατρέπεται σε κέρδος.

-Σε ένα από τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου «Η απόφαση που πάρθηκε» αναφέρεστε στη Θεσσαλονίκη. Ποιος είναι ακριβώς ο ρόλος της Θεσσαλονίκης στο έργο σας;

-Η Θεσσαλονίκη είναι η άλλη πλευρά του νομίσματος. Τι εννοώ…το βιβλίο δεν πραγματεύεται μόνο το θέμα της μετανάστευσης στη Γερμανία αλλά και της παλιννόστησης στην Ελλάδα. Όπως είναι γνωστό η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη που έφερε το μεγαλύτερο βάρος της παλιννόστησης των Ελλήνων της Γερμανίας κατά τη δεκαετία του 1980. Έτσι  έπραξε η δική μου οικογένεια αυτοβιογραφικά και αυτό μετέφερα στο βιβλίο. Επειδή πρόκειται για την πρώιμη εφηβική μου ηλικία μέσα από την αφελή ματιά του παιδιού προσπαθώ να δώσω, αφιλτράριστα, το άρωμα μιας εποχής. Περιγράφω μεταξύ άλλων την εικόνα της Άνω Τούμπας κατά τη δεκαετία του 1980, όπου προσφυγικά σπιτάκια και δυσθεώρητες πολυκατοικίες συνυπήρχαν ακόμη πλάι-πλάι, το «Κατώι του Βιβλίου», το «Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας», αλλά και τη μεγάλη σημασία που είχε ειδικά για τα μεταναστόπουλα το «Goethe-Institut» που τότε βρισκόταν στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Η δεκαετία του 1990 στη Θεσσαλονίκη περιγράφεται μέσα από την φοιτητική εμπειρία στο τμήμα Γερμανικής Φιλολογίας του ΑΠΘ. Να φανταστείτε ότι εκείνη την εποχή το μεγαλύτερο μέρος των φοιτητών του τμήματος είχε μεταναστευτικό παρελθόν, βγαίναμε για καφέ «στα αναψυκτήρια» και μιλούσαμε γερμανικά. Το τμήμα ήταν για μας, επιτέλους, ένα λιμάνι που μας έδωσε αγάπη και αποδοχή.

-Τι διαβάζετε αυτό το διάστημα;

-Ξαναδιαβάζω τον Υπερίωνα του Φρήντριχ Χαίλντερλιν (1797/1799). Βλέπετε, πάντα με γοητεύουν οι μύθοι, και πόσο περισσότερο όταν συνδέουν τη γερμανική λογοτεχνία με την σύγχρονη Ελλάδα. Πρόκειται για το πρώτο ευρωπαϊκό πεζό έργο που αναφέρεται στη σύγχρονη Ελλάδα και μάλιστα πραγματεύεται την ανάγκη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα κατά του τουρκικού ζυγού. Βεβαίως με γοητεύει γενικότερα η ποίηση του Χαίλντερλιν. Αξίζει εδώ να αναφερθεί η πρόσφατη δίγλωσση έκδοση (γερμανικά/ελληνικά) των ποιημάτων του από τον Θανάση Λάμπρου.

Για το βιβλίο θα μιλήσουν:

Κωνσταντίνα Γερ. Ευαγγέλου – Καθηγήτρια του Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Α.Π.Θ.

Η Ελένη Καρασαββίδου, μέλος ΕΔΙΠ του Παιδαγωγικού τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, θα αναγνώσει τη εισήγηση του Ανδρέα Καρακίτσιου – Ομότιμου καθηγητή του τμήματος Προσχολικής Αγωγής & Εκπαίδευσης Α.Π.Θ.

Αποσπάσματα θα διαβάσουν οι ηθοποιοί Ελίζαμπετ Τσελιοπούλου και Ηρώ Κυριαζοπούλου, μεταπτυχιακές φοιτήτριες του ΠΜΣ «Σημειωτική, Πολιτισμός, Επικοινωνία» του ΑΠΘ, και η συγγραφέας.

Μουσική επένδυση Δημήτρης Τσέλιος, σαξόφωνο.

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

BOEING: Πέθανε ξαφνικά πληροφοριοδότης - Είχε εκφράσει ανησυχίες για αεροπλάνο
Ο 45χρονος είχε απολυθεί από την Spirit Aerosystems, καθώς είχε κάνει λόγο για «σοβαρή παραβατική συμπεριφορά» σχετικά με «τη γραμμή παραγωγής των...
BOEING: Πέθανε ξαφνικά πληροφοριοδότης - Είχε εκφράσει ανησυχίες για αεροπλάνο