Επιμέλεια: ΛΕΜΟΝΙΑ ΒΑΣΒΑΝΗ
Τι κοινό μπορεί να είχαν ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄, ο κομμουνιστής υπουργός Γιάννης Ζεύγος, οι βουλευτές της ΕΔΑ Γρηγόρης Λαμπράκης και Γιώργης Τσαρουχάς, ο αμερικανός δημοσιογράφος Τζορτζ Πολκ και ο αγωνιστής του αντιδικτατορικού αγώνα Γιάννης Χαλκίδης;
Όλοι τους ήταν θύματα πολιτικών εγκλημάτων και οι υποθέσεις τους απασχόλησαν τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Σπύρο Κουζινόπουλο στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Οι μεγάλες πολιτικές δολοφονίες στη Θεσσαλονίκη του 20ου αιώνα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΙΑΝΟΣ».
Και όλες οι δολοφονίες έγιναν την πόλη μας, σε σκοτεινές περιόδους. Οι περισσότερες ελάχιστα εξιχνιάστηκαν και οι ηθικοί τους αυτουργοί δε βρέθηκαν ποτέ, παραμένοντας στο απυρόβλητο.
Η ιδέα για την συγγραφή του βιβλίου προέκυψε από μια σειρά ωριαίων εκπομπών που έκανε ο κ. Κουζινόπουλος το φθινόπωρο του 2012 στους τρεις ραδιοφωνικούς σταθμούς της ΕΡΤ3 (102FM, 9,58FM Κκαι το Γ΄Πρόγραμμα Βραχέων) με αφορμή τον εορτασμό των 100 χρόνων απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης από τον οθωμανικό ζυγό.
Σε αυτές παρουσίαζε γεγονότα που σημάδεψαν την πόλη μας, ανάμεσα στα οποία ήταν και οι προαναφερόμενες πολιτικές δολοφονίες.
Επεκτείνοντας την έρευνά του ο γνωστός δημοσιογράφος έφερε στο φως σημαντικά νέα στοιχεία, ντοκουμέντα και άγνωστο φωτογραφικό υλικό, ενώ παράλληλα κατέληξε στο συμπέρασμα πως και οι παραπάνω εγκληματικές ενέργειες «παρουσίαζαν μεταξύ τους αρκετά κοινά χαρακτηριστικά».
Και συγκεκριμένα τονίζει πως πρόκειται για ομοιότητες τέτοιες, που οδηγούν τον καθένα να αναρωτιέται μήπως οργανώθηκαν από το ίδιο σκοτεινό κέντρο, αν και η πρώτη πολιτική δολοφονία που περιγράφει, απέχει από την τελευταία κοντά επτά δεκαετίες. «Κι όμως, η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε τόσο κατά τη διάπραξη, όσο και τη συγκάλυψη των φυσικών και ηθικών αυτουργών, παρέμενε σχεδόν η ίδια. Λες και οι δολοφονίες αυτές σχεδιάζονταν και εκτελούνταν από έναν κοινό εγκέφαλο», σχολιάζει ο συγγραφέας στον πρόλογο του βιβλίου του.
«Ακόμη και τα σενάρια που είχαν εξυφανθεί για τον αποπροσανατολισμό των ανακρίσεων και την απόκρυψη των δραστών και των εμπνευστών, έμοιαζαν λες και είχαν αντιγραφεί με το ίδιο ξεθωριασμένο καρμπόν», συμπληρώνει.
Παραθέτουμε ενδεικτικά τρία από αυτά, όπως τα περιγράφει ο ίδιος στο βιβλίο του:
-Ο δολοφόνος του βασιλιά Γεωργίου του Α΄ επιχειρήθηκε να εμφανιστεί ως «αναρχικός». Και όταν αποκάλυψε στη βασίλισσα Όλγα τους ηθικούς αυτουργούς εκείνου του αποτρόπαιου εγκλήματος, λίγο μετά, είχε το τέλος του δολοφόνου του Τζον Κένεντι, του Λη Χάρβεϊ Όσβαλντ, που δολοφονήθηκε ενώ ήταν κρατούμενος. Αλλά και ο ογκώδης φάκελος της δικογραφίας, που είχε σχηματισθεί για την υπόθεση, καταστράφηκε από … «τυχαία πυρκαγιά» στην καμπίνα του πλοίου με το οποίο θα μεταφερόταν στην πρωτεύουσα.
- Ο δράστης της δολοφονίας του Γιάννη Ζεύγου επιχειρήθηκε αρχικά να εμφανιστεί ως «αποσκιρτήσας ανανήψας κομμουνιστής». Και όταν αποκαλύφθηκε από μαρτυρίες συνεργατών του ότι το σχέδιο της δολοφονίας είχε καταστρωθεί στο ίδιο το Υπουργείο Ασφάλειας, τότε άλλαξε το τροπάριο και εφευρέθηκε ο ροζ ισχυρισμός της …. ερωτικής αντιζηλίας! Ευτυχώς ο ίδιος ο φονιάς, λίγο πριν πεθάνει, σε ένα ξέσπασμα μεταμέλειας, αποκάλυψε εκείνους που όπλισαν το δολοφονικό του χέρι.
-Στην περίπτωση πάλι της δολοφονίας του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ, επιστρατεύθηκαν μυστικές και φανερές υπηρεσίες σε Ελλάδα και ΗΠΑ για τη συσκότιση του εγκλήματος και τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης. Και για να καθησυχαστεί η διεθνής κοινότητα, που απαιτούσε την αποκάλυψη των δολοφόνων, τότε «φορτώθηκε» το έγκλημα στις πλάτες τριών ατόμων που ήταν όμως παντελώς άσχετοι με την υπόθεση: Ο ένας, βρισκόταν την ώρα του εγκλήματος εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, ο δεύτερος ήταν νεκρός από καιρό και για τον τρίτο, το δημοσιογράφο Γρηγόρη Στακτόπουλο, που ως άλλος Ντρέϊφους κλείστηκε άδικα 12 χρόνια στη φυλακή, το μόνο ενοχοποιητικό στοιχείο ήταν ότι …. μιλούσε καλά Αγγλικά!
Το βιβλίο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Σπύρου Κουζινόπουλου «Οι μεγάλες πολιτικές δολοφονίες στη Θεσσαλονίκη του 20ου αιώνα» θα παρουσιαστεί την Τρίτη 21 Ιανουαρίου στις 19:00 στο βιβλιοπωλείο του Ιανού (Αριστοτέλους 7).