Συνέντευξη στην Λεμονιά Βασβάνη
Ήξερε από παιδί ότι θα γίνει συγγραφέας. «Η αποκάλυψη του αλφαβήτου και της γραφής στα μάτια μου, με γοήτευσε από την πρώτη στιγμή (…). Ήταν η δική μου ανακάλυψη της Αμερικής. Είχα βρει την ήπειρο όπου ήθελα να ζήσω, τη φυσική μου πατρίδα», αναφέρει ο Fabio Stassi στο TyposThes, που το Σάββατο 18/05/2024 στις 18:00 στην Αίθουσα Γιώργος Ιωάννου (Περίπτερο 13) θα μιλήσει για το σύνολο του έργου του σε μια εκδήλωση στο πλαίσιο της 20ης ΔΕΒΘ.
Ο Ιταλός συγγραφέας, που έχει αγαπηθεί από το κοινό στη χώρα μας για το βραβευμένο νουάρ μυθιστόρημα του με τίτλο «Η χαμένη αναγνώστρια» ( Ίκαρος, 2018), αλλά και για τα μυθιστορήματά του με ήρωα τον βιβλιοθεραπευτή Βίντσε Κόρσο, έκανε αίσθηση και με το τελευταίο του βιβλίο, τον «Μάστρο Τζεπέτο» (εκδ. Ίκαρος). «Η συγγραφή αυτού του μυθιστορήματος αποτέλεσε σημαντική καμπή στην καριέρα μου και στη ζωή μου», εξήγησε ο Ιταλός συγγραφέας. «Όσα συνέβαιναν στον Τζεπέτο τα ένιωθα και στο δικό μου σώμα. Κάθε βράδυ αισθανόμουν εντελώς εξαντλημένος. Κι όμως η διαδικασία της γραφής ήταν ένα ευτυχές γεγονός, παρά τη μοναξιά», σημείωσε για το βιβλίο του που γράφτηκε μέσα στην πανδημία.
Ο Fabio Stassi εξήγησε πως στα μυθιστορήματά του τοποθετεί τον αναγνώστη στο κέντρο της προσοχής, μίλησε για την πραγματικότητα και τη ζωή που περικλείει μέσα της η ίδια η λογοτεχνία. Με δεδομένη την θητεία του και σε ένα άλλο πόστο των γραμμάτων, αυτό της διεύθυνσης μιας πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης της Ρώμης, σχολίασε πως «η σιωπή των βιβλιοθηκών βρίθει από ζωή».
Αναφέρθηκε στους δεσμούς της Σικελίας με την Ελλάδα, σχολιάζοντας πως στο DNA του υπάρχει αίμα ελληνικό. Τέλος εκμυστηρεύτηκε ότι διαβάζει συχνά την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, ανακαλύπτοντας συνέχεια νέα νοήματα σε αυτά τα έργα του Ομήρου.
-Στο τελευταίο σας βιβλίο δίνετε μια διαφορετική εκδοχή του «Πινόκιο», κάνοντας την ιστορία πιο ρεαλιστική και φέρνοντάς την στο σήμερα. Το βιβλίο αγγίζει και συγκινεί τον αναγνώστη ειδικά σε όσους έχουν βιώσει την απώλεια ή έχουν δει τους γονείς τους να γερνούν, αλλά και σε όσους έχουν υποστεί bullying. Πόσο δύσκολη ήταν η διαδικασία της γραφής αυτού του μυθιστορήματος;
-Η συγγραφή αυτού του μυθιστορήματος αποτέλεσε σημαντική καμπή στην καριέρα μου και στη ζωή μου. Καθώς το έγραφα και ανακάλυπτα σιγά σιγά ότι αυτή η ιστορία της δεκάρας που αφηγούμαστε εδώ και σχεδόν ενάμιση αιώνα είχε ένα άλλο νόημα, ένα νόημα που κανείς δεν είχε δει ποτέ, μολονότι βρισκόταν μπροστά στα μάτια μας, καταλάβαινα πόσο είχα αλλάξει εγώ ο ίδιος, και πόσο είχαν αλλάξει μαζί μ’ εμένα και όλα τα άλλα: τα βιβλία, αλλά και η ιδέα της λογοτεχνίας και της πραγματικότητας που είχα σχηματίσει και που ανέκαθεν με προστάτευε. Ήταν λες και δεν αισθανόμουν πια το έδαφος κάτω από τα πόδια μου. Λες και τα πάντα είχαν γίνει κάτι άλλο. Λες και ξαφνικά είχα φορέσει ένα ζευγάρι γυαλιά και κοιτούσα τον κόσμο για πρώτη φορά, ανακαλύπτοντας την πραγματικότητα. Η πρώτη αίσθηση που είχα ήταν κάτι σαν ναυτία, ένας σωματικός πόνος. Η ίδια η γραφή μου γινόταν σιγά σιγά σωματική. Όσα συνέβαιναν στον Τζεπέτο τα ένιωθα και στο δικό μου σώμα. Κάθε βράδυ αισθανόμουν εντελώς εξαντλημένος. Κι όμως η διαδικασία της γραφής ήταν ένα ευτυχές γεγονός, παρά τη μοναξιά, παρά την τρέλα, παρότι έγραφα για την αναζήτηση των χαμένων ψευδαισθήσεων, για την απώλεια της μνήμης, της γλώσσας. Οι φράσεις έβγαιναν από μόνες τους, με μεγαλύτερη ευκολία από ποτέ. Για μένα ήταν ένα βιβλίο που ένιωθα ότι ήταν απόλυτη ανάγκη να βγει επειγόντως από μέσα μου, κι αυτό είναι κάτι σπάνιο. Ελπίζω οι αναγνώστες να καταλάβουν το πνεύμα του και να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους σε αυτό.
-Είναι ένα βιβλίο γραμμένο μέσα στην πανδημία. Πόσο αυτή η περίοδος σας επηρέασε; Και πόσο έχει επηρεάσει την λογοτεχνία εν γένει;
-Η πανδημία αποτέλεσε κι αυτή μια ιστορική καμπή. Άλλαξε τα πάντα. Είναι σαν να έθεσε και πάλι σε κίνηση τον χρόνο, όταν τόσο καιρό τρέφαμε την ψευδαίσθηση πως είχε σταματήσει. Και έφερε πολλές συνέπειες, μεγάλη δυσφορία, ιδίως μεταξύ των νέων. Ακόμη και οι πόλεμοι που ακολούθησαν είμαι πεπεισμένος ότι έχουν κάποιες από τις ρίζες τους σε αυτή τη διατάραξη της ισορροπίας. Μετά την πανδημία, ένα ερώτημα με ταλάνιζε συνέχεια και δεν σταμάτησε ποτέ να σφυροκοπά το μυαλό μου: αφού δεν μπορούσα πλέον να χρησιμοποιήσω αυτό που είχα πριν, με ποιο μελάνι θα έπρεπε τώρα να γράφω; Να διαβάζω; Να θυμάμαι;
-Τα βιβλία σας με τον Βίντσε Κόρσο έχουν αγαπηθεί από τους αναγνώστες. Πώς προέκυψε αυτός ο χαρακτήρας;
-Σ’ έναν κόσμο γεμάτο επιθεωρητές και ευφυείς ντετέκτιβ της τάξης του Σέρλοκ Χολμς και του Πουαρό, πάντα θεωρούσα ότι για μένα ο πραγματικός ντετέκτιβ είναι ο αναγνώστης. Τουλάχιστον αυτό είναι το είδος του ντετέκτιβ που με ενδιαφέρει προσωπικά. Κάπως έτσι γεννήθηκε ο Βίντσε Κόρσο: από την ιδέα να τοποθετήσω τον αναγνώστη στο κέντρο της προσοχής, όπως εξάλλου γινόταν ανέκαθεν με τα μυθιστορήματα. Από τον Δον Κιχώτη και μετά, ο αναγνώστης είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής όλων των ιστοριών,. Όμως τα μυστήρια με τα οποία αναμετράται ο Βίντσε Κόρσο δεν είναι αινίγματα, είναι μυστικά. Υπάρχει μια διαφορά. Ένας φόνος είναι ένα αίνιγμα· μια αυτοκτονία, μυστικό. Αυτό που πραγματικά ενδιαφέρει τον Βίντσε Κόρσο είναι τα δεινά των ανθρώπων, των τόσων και τόσων γυναικών που απευθύνονται σε αυτόν, ζητώντας βοήθεια. Όλα αυτά, οι βαθύτερες αιτίες του πόνου των ανθρώπων, για μένα είναι πολύ πιο συναρπαστικά από οποιαδήποτε υπόθεση πρέπει να εξιχνιάσει κανείς. Ίσως επειδή δεν είμαστε πάντα σε θέση να τα εξιχνιάζουμε.
-Σε αυτή την τριλογία υπάρχουν λογοτεχνικές αναφορές. Αυτό είναι μια πρόκληση;
-Πάντοτε μου άρεσε να μιλάω για τα βιβλία που έχω αγαπήσει, και οι ιστορίες που επινόησα με τον συγκεκριμένο πρωταγωνιστή ήταν το όχημα για να μπορώ να το κάνω αυτό ελεύθερα. Επομένως, δεν ήταν πρόκληση, αλλά κάτι απελευθερωτικό. Αυτό που έχει, ωστόσο, μεγαλύτερη σημασία για μένα δεν είναι αυτή καθαυτή η λογοτεχνία, αλλά η πραγματικότητα και η ζωή που περικλείει μέσα της η ίδια η λογοτεχνία, και που σπάνια κάποιος πραγματικά καλός και εμπνευσμένος συγγραφέας καταφέρνει να αποτυπώσει με θαυμαστό τρόπο.
-Πότε αποφασίσατε να γίνετε συγγραφέας;
-Κατά κάποιον τρόπο το ήξερα πάντα, και νομίζω ότι είμαι πολύ τυχερός ως προς αυτό. Το ήξερα από παιδί. Δεν μπορώ να πω με ακρίβεια πότε έγινε ακριβώς, όμως η αποκάλυψη του αλφαβήτου και της γραφής στα μάτια μου, με γοήτευσε από την πρώτη στιγμή. Ήταν ένας άλλος τρόπος έκφρασης, ένας άλλος τρόπος να κινείσαι, να περπατάς. Ένας τρόπος που μου ήταν πολύ πιο οικείος. Ήταν η δική μου ανακάλυψη της Αμερικής. Είχα βρει την ήπειρο όπου ήθελα να ζήσω, τη φυσική μου πατρίδα.
-Πέρα από συγγραφέας είστε και διευθυντής Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης στη Ρώμη. Πώς επιλέγετε τα βιβλία που θα μπουν σε αυτήν; Και στις μέρες του ίντερνετ και των σόσιαλ μίντια πώς μπορεί κανείς να δημιουργήσει ενδιαφέρον στους φοιτητές και να τους κάνει να έρθουν στην βιβλιοθήκη για να διαβάσουν βιβλία;
-Εργάστηκα και συνεχίζω να εργάζομαι σε βιβλιοθήκες εδώ και πολλά χρόνια. Στις βιβλιοθήκες, και ιδιαίτερα στις πανεπιστημιακές, συναντά κανείς τη ζωή που θα έβλεπε σ’ ένα λιμάνι: ένα συνεχές πηγαινέλα ανθρώπων, ατελείωτες συναντήσεις. Και φωνές. Οι βιβλιοθήκες δεν είναι ένας τόπος σιωπηλός. Θα έλεγα ότι η σιωπή των βιβλιοθηκών βρίθει από ζωή. Και αυτό νομίζω ότι πρέπει να προσπαθήσουμε να μεταδώσουμε στους φοιτητές: μια καλή βιβλιοθήκη είναι πράγματι ένας τόπος που κατοικείται από μια κοινότητα. Έχω δει πολλές φιλίες να γεννιούνται στα αναγνωστήρια. Και νομίζω ότι οι βιβλιοθήκες σχετίζονται και με αυτό, κάτι που για μένα συνιστά το πιο ευγενές αίσθημα που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος: με τη φιλία.
Σήμερα εργάζομαι σε μια βιβλιοθήκη Ανατολικών Σπουδών. Τα βιβλία τα παραγγέλνουμε καθ’ υπόδειξη φοιτητών ή καθηγητών, αλλά και ξεφυλλίζοντας τα πολιτιστικά ένθετα ή κοιτάζοντας τους τίτλους στα βιβλιοπωλεία. Δεν περιοριζόμαστε, ωστόσο, μόνο σε αυτό. Έχουμε πολύ ενεργά μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πρόσφατα μάλιστα εγκαινιάσαμε ένα podcast, ονόματι Marco Polo Podcast, που έχει σκοπό να προωθήσει την ανάγνωση και τη γνωριμία με τα βιβλία και τις συλλογές μας. Το podcast αυτό το γράφει, το επιμελείται και το υλοποιεί μια ομάδα εργασίας που αποτελείται από βιβλιοθηκονόμους, εθελοντές και φοιτητές.
-Έρχεστε στην Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης. Πείτε μας δυο λόγια για την επίσκεψή σας…
-Η επιστροφή στην Ελλάδα, και μάλιστα με την ιδιότητα του συγγραφέα, μου δίνει μεγάλη χαρά. Είμαι πολύ δεμένος με τον τόπο σας. Στο DNA μου υπάρχει ελληνικό αίμα. Επιπλέον, υπάρχει μια άμεση συγγένεια ανάμεσα στη Σικελία της οικογένειάς μου και στην Ελλάδα, μοιραζόμαστε έναν κοινό πολιτισμό και ένα κοινό τοπίο, άρα το ίδιο βλέμμα απέναντι στον κόσμο. Είμαι ενθουσιασμένος που θα συμμετάσχω στη ΔΕΒΘ και θα συναντήσω το ελληνικό αναγνωστικό κοινό.
-Υπάρχουν Έλληνες συγγραφείς που να θαυμάζετε και αν ναι, γιατί;
-Ξέρω ότι δεν θα πρωτοτυπήσω, αλλά δεν μπορώ παρά να αναφέρω πρώτα τον πατέρα όλων των παραμυθάδων, τον Όμηρο. Διαβάζω ξανά και ξανά την Οδύσσεια και την Ιλιάδα και πάντα ανακαλύπτω καινούρια νοήματα. Από λογοτεχνικής άποψης, ο Όμηρος είναι πραγματικά ένας σύγχρονός μας. Δυστυχώς, γνωρίζω ελάχιστα για τους Έλληνες συγγραφείς του 20ού αιώνα και του αιώνα που διανύουμε. Μου άρεσε πολύ ο Ζορμπάς του Νίκου Καζαντζάκη, αλλά και το Ζ του Βασίλη Βασιλικού. Με ενδιαφέρει επίσης η ελληνική ποίηση: ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο Ανέστης Ευαγγέλου, η Κική Δημουλά, αλλά δυστυχώς ελάχιστοι μεταφράζονται στην Ιταλία.
-Ποιο βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα και σας έκανε εντύπωση;
-Με την ευκαιρία των εκατό χρόνων από τον θάνατο του Κάφκα, διάβασα πρόσφατα το βιβλίο του Ελίας Κανέτι Η άλλη δίκη. Τα γράμματα του Κάφκα στη Φελίτσε. Νομίζω ότι είναι ένα αριστούργημα. Η ματιά του Κανέτι είναι ευφυής, διαυγής, αλλά και αμείλικτη. Είναι ένα βιβλίο για την ευθραυστότητα, για το νόημα της λογοτεχνίας. Θα ήθελα, ωστόσο, να αναφέρω και το Ημερολόγιο της Χιροσίμα, του Michihiko Hachiya, γιατί σε αυτούς τους σκοτεινούς και απειλητικούς καιρούς του πολέμου οφείλουμε να το ξαναδιαβάσουμε, τη Μουσική του πεπρωμένου, για να θυμηθούμε τον Πολ Όστερ, κι ένα μυθιστόρημα που αγάπησα πολύ, ενός σπουδαίου Γερμανού, του Ούβε Τιμ, το Ποιος ανακάλυψε το λουκάνικο με κάρι.
* O βραβευμένος Ιταλός συγγραφέας συναντά το κοινό της Θεσσαλονίκης και συνομιλεί με τον Φοίβο Γκικόπουλο, ομότιμο καθηγητή του τμήματος Ιταλικής Φιλολογίας του ΑΠΘ και τη μεταφράστρια Δήμητρα Δότση για το σύνολο του έργου του.
Η εκδήλωση πραγματοποιείται με την στήριξη του Ιταλικού Μορφωτικού Ινστιτούτου Αθηνών.