Γράφει ο Σωτήρης Μπαμπατζιμόπουλος
(En duva satt på en gren och funderade på tillvaron)Αξιολόγηση: ***½
Σκηνοθεσία: Ρόι Άντερσον
Παίζουν: Χόλγκερ Άντερσον, Νιλς Βέστμπλομ
Διάρκεια: 101΄
Θεωρώ πως πριν μπούμε στο ψητό, είναι καλό να ξεκινήσουμε με μερικά στοιχεία για τον κύριο Ρόι Άντερσον. Ο Ρόι Άντερσον είναι 71 ετών και σκηνοθέτησε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία το 1970 με τίτλο «Μια ερωτική ιστορία». Ακολούθησε ακόμα μια το 1975 και μετά σιώπησε για 25 χρόνια, για να επανέλθει σοφότερος και μουρλαμένος το 2000. Τότε παρουσίασε το πρώτο μέρος της λεγόμενης τριλογίας των ζωντανών με τίτλο: «Τραγούδια από το δεύτερο όροφο». Επτά χρόνια αργότερα ακολούθησε το δεύτερο μέρος με τίτλο «Εσείς οι ζωντανοί» και η ταινία με τον απίθανο τίτλο «Ένα περιστέρι έκατσε σε ένα κλαδί συλλογίζομενο την ύπαρξή του» αποτελεί το τελευταίο κομμάτι της τριλογίας του. Όσοι έχετε δει μια από τις πρώτες δύο ταινίες της τριλογίας, θα έχετε καταλάβει πως μιλάμε για ένα τελείως ιδιαίτερο στιλ κινηματογράφησης και αφήγησης, πολύ δύσκολο να το περιγράψεις. Είναι αυτό που λέμε: «πρέπει να το δεις για να το καταλάβεις».
Οι ταινίες του δεν υπήρξαν μεγάλες εμπορικές επιτυχίες, αλλά αγαπήθηκαν όσο λίγες από το μικρό φανατικό κοινό και από τους κριτικούς, με αποτέλεσμα ο Ρόι Άντερσον με μόλις 5 ταινίες στη 45χρονη καριέρα του να θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Σουηδούς σκηνοθέτες. Αν αναρωτιέστε πώς καταφέρνει και βιοπορίζεται, η απάντηση είναι απλή. Κάνει αυτό που κάνουν πάρα πολλοί σκηνοθέτες. Έχει σκηνοθετήσει μερικές εκατοντάδες διαφημιστικά. Το ψωμί βγαίνει.
Η τελευταία του ταινία, λοιπόν, έρχεται με όλες τις δάφνες του κόσμου. Κέρδισε το Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας και προβλήθηκε στην τελετή λήξης του πρόσφατου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Οι κριτικές που τη συνοδεύουν είναι το λιγότερο διθυραμβικές. Παρ’ όλα αυτά, αν επιχειρήσετε να τη δείτε, προετοιμαστείτε κατάλληλα, διότι ο Ρόι Άντερσον κατάφερε να τερματίσει το κοντέρ του σουρεαλισμού και αν ο θεατής δεν καταφέρει να μπει σε αυτό το οπτικό και συνάμα βαθιά στοχαστικό ταξίδι, τότε απλώς θα απορήσει κουνώντας αμήχανα τους ώμους του.
Με κεντρικό άξονα (λέμε τώρα) αφήγησης δυο πλασιέ ψυχαγωγίας, οι οποίοι περιφέρονται ωσάν ζόμπι σε απογυμνωμένους χώρους πουλώντας μακρουλά δόντια βρικόλακα, το κλασικό «σακουλάκι γέλιου» και τη μάσκα του «θείου φαφούτη» (ω, ναι), στήνεται μια σειρά από εκ πρώτης όψεως ασύνδετα σκετς, τα οποία σέβονται απόλυτα τον τίτλο της ταινίας. Πρόκειται, δηλαδή για γλυκόπικρους στοχασμούς πάνω στη φθαρτότητα του ανθρώπου, την απομόνωση, το πέρασμα του χρόνου, την ήττα, τη μοναξιά και την ανάγκη για συλλογικότητα, συντροφικότητα και επαφή. Στο σύμπαν του Ρόι Άντερσον οι άνθρωποι είναι χλωμοί, απροσδόκητα καθημερινοί, ενώ η τραγικότητα φλερτάρει σε κάθε σκετς με το μελαγχολικά κωμικό. Ο χρόνος είναι σχετικός, τόσο σχετικός που μπορεί στην ίδια άοσμη καφετέρια να συνυπάρξουν οι δυο πλασιέ με τον βασιλιά Κάρολο ΙΒ΄ (1682-1718) καβάλα στο άλογό του (!) και τη βασιλική φρουρά του. Μάλιστα ο βασιλιάς παραγγέλνει και μεταλλικό νερό και το βρίσκει πολύ γευστικό...
Πραγματικά δεν μπορώ να προβλέψω αν κανείς μπορεί να μπει εύκολα στο κλίμα της ταινίας (προσωπικά ζορίστηκα και νομίζω πως τα κατάφερα μόνο εν μέρει). Μπορώ, όμως, να εγγυηθώ πως πρόκειται για μια κινηματογραφική εμπειρία, που όμοιά της δεν έχετε δει, και πως θα υπάρξουν μερικές εικόνες που θα χαραχτούν ανεξίτηλα στη μνήμη σας.