Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Μια απότομη προσγείωση

Η Αθηνά Χατζή μιλάει για το βιβλίο της «Η θάλασσα έφυγε» του οποίου οι ήρωες, ύστερα από ένα σημαντικό γεγονός για τη χώρα, αλλάζουν σταδιακά συμπεριφορά, ωριμάζουν και αντικρίζουν την αλήθεια

Συνέντευξη στη ΛΕΜΟΝΙΑ ΒΑΣΒΑΝΗ

Η Αθήνα του 2008 αποτελεί κομβικό σημείο για τους ήρωες του νέου μυθιστορήματος της Αθηνάς Χατζή «Η θάλασσα έφυγε» (εκδ. Μεταίχμιο). Όμως τονίζει πως «το έργο μυθοπλασίας δεν είναι ντοκιμαντέρ». Βρέθηκε στην Αθήνα και για τις ανάγκες της δουλειάς της παρατήρησε τους δρόμους της πόλης. Έχοντας βιώσει τα γεγονότα από κοντά στα χρόνια που ακολούθησαν τονίζει πως έχει χαθεί το αίσθημα ασφάλειας, ενώ στα συν προσμετρά «την αφορμή να επιστρέψουμε στην ουσία των πραγμάτων». Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου οι ήρωές της θα αλλάξουν ζωή, θα επανεφευρέσουν εαυτούς και αλλήλους, όμως αυτή τη φορά χωρίς ψιμύθια και παραμυθίες.

-Πώς προέκυψε η ιδέα για το βιβλίο;

-Αφορμή για το βιβλίο ήταν ο χαρακτήρας της Νταίζης: ένα απλό, καθημερινό, λιγάκι μπερδεμένο κορίτσι της ευημερούσας Ελλάδας των αρχών της δεκαετίας του 2000 που προσγειώνεται απότομα, όπως και όλοι μας άλλωστε, στη διάδοχη όχι τόσο βολική κατάσταση που εξακολουθούμε να βιώνουμε. Θέλησα να δομήσω έναν γυναικείο χαρακτήρα περίπου της γενιάς μου, χωρίς τις δικές μου δαιδαλώδεις πνευματικές διαδρομές, να δω πως σκέφτονται και δρουν αυτά τα κορίτσια, έναν, ας πούμε, κόντρα χαρακτήρα, και ομολογώ ότι πέρασα πολύ ωραία συνοδοιπορώντας με τη Νταίζη από το 2010-2013, χρόνια της δημιουργίας του βιβλίου. Άξονας είναι η αναζήτηση της αγάπης, η απέκδυση του εαυτού και το πλησίασμα του άλλου.

-Κομβικό σημείο για τους ήρωες είναι τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008. Γιατί το επιλέξατε;

-Μάλλον με επέλεξε, παρά το επέλεξα. Ήταν κομβικό σημείο, όπως ορθώς επισημαίνετε, για μένα, για όλους, για την ελληνική κοινωνία και τον πολιτισμό μας και οι εξελίξεις που σηματοδότησε χάραξαν μία ανεπιστρεπτί πορεία. Βρέθηκα στο μάτι του κυκλώνα σε Αθήνα και Πάτρα, όπου δίδασκα τότε στην Αρχιτεκτονική Σχολή• τις μέρες εκείνες και η ανείπωτη, ωμή βία και ο φόβος που έμελλε να εγκαθιδρυθούν – απλώς δεν το ξέραμε ακόμη εκείνη την εβδομάδα του Δεκέμβρη – άφησαν ανεξίτηλο στίγμα στο συναίσθημα και τη σκέψη μου. Θέλησα το βιβλίο που θα ξεκινούσα περί τα δύο χρόνια αργότερα να έχει το αποτύπωμα της συγκυρίας, και το γνώριζα ήδη όταν εξελισσόταν ακόμη. Απλώς επιλέγω να μην κατονομάζω γεγονότα τόσο γνώριμα άλλωστε, το μυθιστόρημα δεν είναι ρεπορτάζ, η ματιά του συγγραφέα – εμού εν προκειμένω – είναι κινηματογραφική, αλλά το έργο μυθοπλασίας δεν είναι ντοκιμαντέρ. Στο διαχρονικό στοιχείο έγκειται η ουσία και η αξία της λογοτεχνίας και στην ερμηνεία των δυσερμήνευτων.

-Πόσο σας επηρέασε αυτό που συνέβη τότε;

-Ο δημιουργός δε μένει ασφαλώς ανεπηρέαστος από τα εξωτερικά ερεθίσματα, ίσα-ίσα, κατεξοχήν ο συγγραφέας διαχειρίζεται λογοτεχνικά ανεπαίσθητους κοινωνικούς κραδασμούς, πολλώ δε μάλλον κάτι τόσο μαζικό, σαρωτικό και ισοπεδωτικό. Ήταν σαφές ότι η ελληνική κοινωνία θα άλλαζε για πάντα. Έλαβα τις αποστάσεις μου και ως συγγραφέας και ως επιστήμων –εννοώ συναισθηματικά και μεταφορικά, τα χρόνια που ακολούθησαν κυριολεκτικά παρέμεινα στην Αθήνα περισσότερο παρά ποτέ ως τότε. Δουλεύοντας παράλληλα πάνω σε μία μελέτη για την αθηναϊκή τέχνη του δρόμου από το 2011, βρέθηκα πολύ στους δρόμους του άστεως, να παρατηρώ και κάποτε αναγκαστικά να συμμετέχω, χωρίς να το επιλέξω (spoiler alert: η σκηνή που η Νταίζη κλειδώνεται στον Εθνικό Κήπο, ενώ απέξω η πόλη σπαράσσεται συνέβη τω όντι έτσι ακριβώς, όπως την περιγράφω). Η σοβαρότερη επίδραση των τελευταίων χρόνων σε μένα ήταν η απώλεια του αισθήματος ασφάλειας, οικονομικής, επαγγελματικής, κοινωνικής, σωματικής και ψυχολογικής και η εγκαθίδρυση του φόβου, συναίσθημα πρωτόγνωρο για έναν άνθρωπο των βολικά μεγαλωμένων γενεών της Μεταπολίτευσης μέχρι πρότινος. Στα θετικά, προσμετρώ την αφορμή να επιστρέψουμε στην ουσία των πραγμάτων και του εαυτού και να αρχίσουμε να παραδεχόμαστε την αλήθεια μας απροκάλυπτα.

-Πέρα από το ιστορικό πλαίσιο, αυτό που κυριαρχεί είναι οι σχέσεις των ανθρώπων. Στην αρχή νιώθουμε πως έχουν αφεθεί στη μοίρα τους, έχουν αποδεχτεί τα όποια μελανά σημεία της ζωής τους. Στην πορεία όμως αυτό αλλάζει. Τι είναι αυτό που δρα καταλυτικά για να γίνει αυτή η αλλαγή;

-Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η φαντασμαγορική, πανηγυρική κατάρρευση όλων των βεβαιοτήτων μιας σε σαθρές βάσεις δομημένης κοινωνίας, αυτό αλλάζει. Τον καιρό των τροφαντών αγελάδων, η πολυτέλεια του διαβιοίν λάθρα και νωχελικά δεν άφηνε περιθώρια στους ήρωές μου για αντιμετώπιση ρωγμών, μικρών προδοσιών στα θέλω τους, συμβιβασμών και του επαίσχυντου εντός τους. Η αλλαγή δε γίνεται καταλυτικά. Καθώς κατακρημνίζεται ο κόσμος τους, ο ίλιγγος του κενού τους οδηγεί σ’αυτό που ο Μάρκος Αυρήλιος ορίζει τόσο ποιητικά: «Ένδον σκάπτε, ένδον η πηγή του αγαθού και αεί αναβλύειν δυναμένη, εάν αεί σκάπτεις» (Τὰ εἰς ἑαυτόν, Ζ59), στη διαδικασία δηλαδή της αναδίφησης στον εαυτό και αναζήτησης της τόσο παραγνωρισμένης ατομικής ευθύνης. Οι ήρωές μου, καθώς ολοκληρώνουν τις καθόλα προσωπικές διαδρομές τους, επανεφευρίσκουν εαυτούς και αλλήλους, αυτή τη φορά χωρίς ψιμύθια και παραμυθίες, με βλέμμα κοφτερό στις ωμές αλήθειες που αναγνωρίζουν ότι φτάνει ο καιρός να ειπωθούν. Η συνειδητοποίηση λοιπόν ότι έφτασε ο καιρός να θερίσουν τις σπορές τους, αυτό είναι το σημείο καμπής. 

-Με ποιον από τους ήρωες του βιβλίου νιώθετε πιο κοντά;

-Όλοι περιέχουν κομμάτια μου, όλοι νιώθουν πράγματα που έχω νιώσει, όλοι αντιδρούν με τρόπους που θα μπορούσαν να είναι δικοί μου. Αποφεύγω την ταύτιση με χαρακτήρες των βιβλίων μου, ο αποχωρισμός – εξ ορισμού οδυνηρός – είναι αβάσταχτος τότε, ενώ θολώνει και το κριτήριό μου απέναντί τους. Η συγγραφή προϋποθέτει απόσταση, όπως περίπου η θέαση του έργου τέχνης. Ανάλογα με τη συγκυρία, πλησιάζω περισσότερο τον έναν ή τον άλλον, πάντως, όταν εξιστορώ τα πάθη του καθενός, εκείνη την ώρα προτεραιότητα έχει ο συγκεκριμένος χαρακτήρας και οι άλλοι φωτίζονται λίγο ισχνότερα. 

-Ο τίτλος πώς επιλέχθηκε; Τι αντιπροσωπεύει η θάλασσα;

-Είναι ένα ευαγγελικό χωρίο και περιγράφει τα γεωλογικά φαινόμενα που ακολουθούν το γεγονός της Σταύρωσης. Είναι τίτλος κεφαλαίου που έμελλε να δώσει και τον τίτλο συνολικά του έργου. Τα γεγονότα που περιγράφονται στο βιβλίο, σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο, προκαλούν κοσμογονικές αλλαγές. Παρομοιάζω την κατάσταση εν συνόλω ως ένα κοινωνικό και πολιτισμικό τσουνάμι που βρέθηκαν ανήμποροι οι ήρωές μου να αναχαιτίσουν με ένα κουβαδάκι. Η θάλασσα στο βιβλίο δεν αντιπροσωπεύει ούτε την ελευθερία, ούτε τις δυνατότητες, ούτε την απεραντοσύνη του πεδίου. Δεν αντιπροσωπεύει τίποτα παρά τον εαυτό της: μία φεύγουσα, ρευστή ουσία που μπορεί να λυτρώσει ακριβώς όσο μπορεί να καταποντίσει και δύναται να φανερώσει ακριβώς στο βαθμό που δύναται να συγκαλύψει. 

-Ποια τα επόμενά σας σχέδια;

-«Η θάλασσα έφυγε» ολοκληρώθηκε το 2013. Μεσολάβησε ένα ικανό διάστημα νηνεμίας και από το Σεπτέμβριο ξεκίνησα να γράφω το επόμενο βιβλίο μου, σε άλλο ύφος, σε άλλον χρόνο, με άλλες αφορμές. Αυτά ως προς τον εσωτερικό βίο. Ο άλλος βίος είναι επικεντρωμένος σε συναντήσεις με τους απανταχού αναγνώστες μου. Το πρώτο σκέλος της επιλεκτικής περιοδείας στη Δυτική Ελλάδα ολοκληρώθηκε επιτυχώς, ενώ προετοιμαζόμαστε πυρετωδώς για το δεύτερο σκέλος στη Βόρεια Ελλάδα που θα ολοκληρωθεί στη Θεσσαλονίκη, στο «Οξυγόνο» στις 27 Φλεβάρη*.

*Στις 20.00. Το ΟΞΥΓΟΝΟ βρίσκεται στην Ολύμπου 81. Κατά τη διάρκεια της βραδιάς ο σκηνοθέτης Ανδρέας Σιαδήμας θα εξετάσει με κινηματογραφική ματιά τους ήρωες και τις ιστορίες τους

και οι δημοσιογράφοι Κοραλία Μπρανιώτη και Δέσποινα Πολυχρονίδου θα θέσουν τα ερωτήματά τους σε μια ζωντανή συνέντευξη με τη συγγραφέα. Επίσης θα προβληθεί

η ταινία μικρού μήκους «Η θάλασσα έφυγε» σε σκηνοθεσία Πέτρου Γιασεμή.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ