Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Το πάνκ ζει!

We Are the Bes

Του Γιώργου Παπαδημητρίου

Αξιολόγηση: ***

Σκηνοθεσία: Λούκας Μούντισον

Παίζουν: Μίρα Γκρόσιν, Μίρα Μπαρκαμάρ, Λιβ ΛεΜόιν

Διάρκεια: 102’

Punx not Dead. Σύνθημα εμπνευσμένο από το πρώτο άλμπουμ της μπάντας “Exploited”. Σύνθημα που έγινε το «Πάτερ ημών» στα χείλη των ευσεβών πιστών της πάνκ μουσικής. Σίγουρα θα το έχετε δει, διαβάσει ή ακούσει κάπου Προσωπικά, θυμάμαι μικρός να το βλέπω σε τοίχους γραμμένο με σπρέι, αλλά και στα μπουφάν με τα καρφιά, τα οποία φορούσαν εκείνα τα περίεργα παιδιά. Τα παιδιά με τις πολύχρωμα «κοκοράκια», με τα παντελόνια σωλήνες και με τα παπούτσια «σταράκια», προτού αυτά γίνουν ευρείας κατανάλωσης. Το πάνκ λοιπόν και οι στρατιώτες του διεκδίκησαν μια φορά κι ένα καιρό το δικαίωμα στην ύπαρξη. Το δικαίωμα στη διαφορετικότητα, σε μια εποχή που έμοιαζε με καζάνι που βράζει. Τέλη της δεκαετίας του ’70 - αρχές της δεκαετία του 80’, ανακατατάξεις και αλλαγές παντού, νέες τάσεις, απομυθοποιήσεις κι απογοητεύσεις, διεκδικήσεις και αναστοχασμοί. Ο εκφυλισμός καραδοκεί παντού και πάντα και το πάνκ δεν θα μπορούσε να συνιστά κάποια ως δια μαγείας εξαίρεση. Η ουσία όμως ήταν, είναι και θα είναι αλλού. Στα εκάστοτε νιάτα που θα κάνουν το βήμα παραπάνω και θα μάχονται μέχρις εσχάτων για το δικαίωμα τους να διαφέρουν και να επαναστατήσουν, με τρόπο αυθεντικό και όχι μοδάτο. Ή έστω με τρόπο που να περιλαμβάνει λίγο και από τα δύο. Το δικαίωμά αυτό μάλλον θα το κερδίσουν όσοι το αντιλαμβάνονται ως κάτι παραπάνω από δικαίωμα. Όσοι το αντιλαμβάνονται ως υποχρέωσή τους.

«Κουφάλες, δεν ξενερώνουμε ποτέ!». Αυτό λοιπόν, μέσα στις άκρες, μας φωνάζουν στα μούτρα με πάθος οι τρεις αξιαγάπητες ηρωίδες στη νέα ταινία του Λούκας Μούντισον. Ο Σουηδός σκηνοθέτης αφήνει για λίγο τα ανήλιαγα μονοπάτια της ανθρώπινης σκληρότητας και ματαιότητας και βγαίνει μια βόλτα στο φως. Για να μην παρεξηγηθούμε, δεν πρόκειται για κάποιο εκτυφλωτικό και παραπλανητικά αισιόδοξο φως, αλλά για ένα φως ζεστό και υγιές μεν, με μικρές σκιές κι αντηλιές δε, όπως αρμόζει σε ένα σκηνοθέτη που ποτέ δεν φοβήθηκε να κοιτάξει την ασχήμια κατάματα. Ερωτηθείς σε μία συνέντευξη για αυτή τη «στροφή» στο ύφος του, ο Μούντισον απάντησε πως είχε μάλλον ανάγκη να γυρίσει μια πιο αισιόδοξη ταινία, όντας ιδιαίτερα δύσθυμος και απαισιόδοξος αυτό τον καιρό. Αντιθέτως, όπως υποστήριξε ο ίδιος, την εποχή των κατάμαυρων «Δείξε μου αγάπη» και «Λίλια για πάντα» ήταν πολύ πιο κεφάτος… Οι δύο προαναφερθείσες ταινίες ήταν αυτές που καθιέρωσαν τον Μούντισον στο διεθνές σινεφιλικό στερέωμα. Η μετέπειτα κάμψη στη δημοφιλία του ίσως να οφείλεται στο ότι οι ταινίες του από κατάμαυρες, έγιναν ολότελα ανελέητες. Δείτε το «Τρύπα στην καρδιά», αν αντέξετε δηλαδή ως το τέλος, και θα με θυμηθείτε.

Με οδηγό το graphic novel “Never Goodnight” της γυναίκας του, ο Μούντισον μας μεταφέρει στη Στοκχόλμη των 80’s, σε ένα σύμπαν, όπου η μουσική κι η δημιουργία δεν είναι χόμπι και μόστρα. Είναι ζητήματα ταυτότητας και ύπαρξης. Η μελωδία είναι πάντα μια εσωτερική υπόθεση, ακόμη κι όταν είναι φάλτση, ακόμη κι όταν είναι άηχη. Το αίμα βράζει, το μυαλό κοχλάζει κι οι υπερβολές, όχι μόνο είναι δικαιολογημένες, αλλά γίνονται και επιβεβλημένες. Οι τρεις φίλες μας είναι όντως οι καλύτερες, ακόμη κι αν είναι οι χειρότερες. Είναι οι καλύτερες γιατί είναι δοσμένες σε αυτό που πιστεύουν. Κι η ταινία του Μούντισον, αν και απλή στις προθέσεις και το ξεδίπλωμά της, δεν γίνεται ποτέ ενοχλητικά απλοϊκή, γιατί απλούστατα αρνείται πεισματικά να προσδώσει στον εαυτό της αυτό τον χαρακτηρισμό. Θα προσπαθήσει τόσο τίμια και ειλικρινώς να μας κερδίσει, που στο τέλος θα της συγχωρήσουμε μπόλικες αδυναμίες. Διότι κυλά με πάθος και δίχως φόβο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ