Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Ανακάλυψη «ανοίγει το δρόμο» για τη θεραπεία του διαβήτη

Στόχος η αντιμετώπιση της αντίστασης στην ινσουλίνη που χαρακτηρίζει τον διαβήτη τύπου 2

Αμερικανοί ερευνητές ανακάλυψαν πώς η ινσουλίνη διαπερνά το τριχοειδές ενδοθήλιο ώστε να βγει από τα αιμοφόρα αγγεία και να διεγείρει τα κύτταρα των σκελετικών μυών. Η ανακάλυψη αυτή μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για την αντιμετώπιση της αντίστασης στην ινσουλίνη που χαρακτηρίζει τον διαβήτη τύπου 2.

Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό έντυπο Journal of Clinical Investigation, ερευνητές του Πανεπιστημίου Vanderbilt ανέπτυξαν αρχικά μια καινοτόμο τεχνική στο μικροσκόπιο που τους επέτρεψε να μετρήσουν την κίνηση της ινσουλίνης κατά μήκος του ενδοθηλιακού τοιχώματος των σκελετικών μυϊκών τριχοειδών αγγείων σε ζωικό μοντέλο.

«Η αποσαφήνιση του τρόπου που η ινσουλίνη φεύγει από τα τριχοειδή αγγεία είναι σημαντική για την κατανόηση και αντιμετώπιση της ινσουλινοαντίστασης», εξηγεί ο Δρ Ντέιβιντ Βασερμαν, καθηγητής Μοριακής Φυσιολογίας και Βιοφυσικής.

Μια από τις βασικές λειτουργίες της ινσουλίνης είναι να διεγείρουν την απορρόφηση της γλυκόζης από τον μυ, όπου αποθηκεύεται ή χρησιμοποιείται ως «καύσιμο». Για να προαχθεί η πρόσληψη της γλυκόζης η ινσουλίνη πρέπει να διαπεράσει τον ενδοθηλιακό φραγμό και να μπει στον μυϊκό ιστό. Η εξασθενημένη διοχέτευση της ινσουλίνης στον ιστό είναι βασικό χαρακτηριστικό της ινσουλινοαντίστασης και του διαβήτη τύπου 2.

Μέχρι σήμερα ο τρόπος εισαγωγής της ινσουλίνης από τα αιμοφόρα αγγεία στα μυϊκά κύτταρα παρέμενε άγνωστος. Χρησιμοποιώντας μια ποσοτική τεχνική ενδοσκοπικής μικροσκοπίας φθορισμού που αναπτύχθηκε σε συνδυασμό με μαθηματική μοντελοποίηση, οι ερευνητές απέδειξαν ότι η ινσουλίνη μετακινείται σε όλο το ενδοθήλιο με υγρής φάσης μεταφορά.

Μια τέτοια μέθοδος μεταφοράς δεν εξαρτάται από την παρουσία ενδοθηλιακών υποδοχέων ινσουλίνης ή δεν περιορίζεται από τον κορεσμό των διεργασιών ενδοθηλιακής μεταφοράς, όπως είχε προηγουμένως υποτεθεί.

Η καλύτερη κατανόηση των μεταβλητών που ελέγχουν την κίνηση της ινσουλίνης κατά μήκος του ενδοθηλιακού τοιχώματος μπορεί να οδηγήσει σε βελτιωμένες στρατηγικές αναστροφής της ινσουλινοαντίστασης, περιλαμβανομένης της ανάπτυξης μικρών μορίων για την ενίσχυση του συστήματος τροφοδότησης των μυών με ινσουλίνη ή καινοτόμων αναλόγων ινσουλίνης που να μπορούν να φτάσουν στους μυς πιο εύκολα.

Τέσσερις κλινικές μελέτες για τη θεραπεία του διαβήτη με βλαστοκύτταρα

Σήμερα διεξάγονται τέσσερις κλινικές μελέτες με τη χρήση αυτόλογων μεσεγχυματικών βλαστοκυττάρων, οι τρεις αφορούν τη ρύθμιση της λειτουργίας του ανοσοποιητικού και η τέταρτη τη θεραπεία της διαβητικής νευροπάθειας. Η χρήση των βλαστοκυττάρων αποδεικνύεται περισσότερο αποτελεσματική στη θεραπεία των επιπλοκών του διαβήτη.

Όπως σημειώνει η καθηγήτρια Ιατρικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Κοκκώνα Κουζή-Κολιάκου, τα μεσεγχυματικά βλαστοκύτταρα χρησιμοποιήθηκαν σε 20 νέους διαβητικούς στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα και όλοι οι ασθενείς έναν χρόνο μετά τη θεραπεία διατήρησαν ή αύξησαν τα επίπεδα του C πεπτιδίου, η μέτρηση του οποίου χρησιμοποιείται για τη διερεύνηση της ικανοποιητικής παραγωγής ινσουλίνης, ενώ παρατηρήθηκε και σημαντική πτώση των επιπέδων της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, τα επίπεδα της οποίας καθορίζουν τη μέση τιμή γλυκόζης στο αίμα τους τελευταίους τρεις μήνες. Σημαντικό ρόλο σε αυτούς τους ασθενείς έπαιξε η έγκαιρη χρήση των μεσεγχυματικών βλαστοκυττάρων, εντός έξι εβδομάδων από την εμφάνιση του διαβήτη.

Μία άλλη προσέγγιση της θεραπείας του διαβήτη τύπου Ι, ίσως η αποτελεσματικότερη και μονιμότερη σε διάρκεια, αποβλέπει σε επιθετικότερη ρύθμιση της λειτουργίας του ανοσοποιητικού ώστε να καταστεί λιγότερο επιθετικό στα β κύτταρα του παγκρέατος, τα οποία παράγουν την ινσουλίνη. Σε αυτήν την περίπτωση χρησιμοποιούνται τα αυτόλογα αιμοποιητικά βλαστοκύτταρα του μυελού των οστών.

Στους ασθενείς χορηγούνται αρχικά χημειοθεραπεία και στη συνέχεια ενδοφλέβια τα αυτόλογα αιμοποιητικά βλαστοκύτταρα. Η ιατρική ομάδα του Πανεπιστημίου του Σάο Πάολο της Βραζιλίας, σε συνεργασία με το Northwestern Πανεπιστήμιο του Ιλινόις, εφάρμοσαν αυτήν τη μέθοδο σε 21 νέους διαβητικούς, τους οποίους παρακολουθούσαν κάθε έξι μήνες. Ο χρόνος της θεραπείας ήταν έξι εβδομάδες μετά την εκδήλωση του διαβήτη. Όλοι οι ασθενείς που μετείχαν στη μελέτη είχαν αναπτύξει αυτοαντισώματα. Oι περισσότεροι ασθενείς μετά τη θεραπεία ήταν ελεύθεροι ινσουλίνης για τουλάχιστον 3,5 χρόνια, η οποία συνδυαζόταν με αύξηση των επιπέδων του C πεπτιδίου.

Ο λιγότερος χρόνος χωρίς τη χρήση της ινσουλίνης ήταν 30 μήνες και οι ασθενείς με υψηλούς τίτλους αντισωμάτων είχαν μικρότερο διάστημα χωρίς χρήση ινσουλίνης, ενώ ασθενείς με χαμηλούς τίτλους οι οποίοι ήταν ελεύθεροι ινσουλίνης για διάστημα μεγαλύτερο των 3,5 ετών. Επομένως, η αποτελεσματικότητα της χρήσης των βλαστοκυττάρων εξαρτάται από την αποκατάσταση που αυτά θα επιφέρουν στο ανοσοποιητικό σύστημα, η απορύθμιση του οποίου αποτελεί τον κύριο παράγοντα εμφάνισης του διαβήτη τύπου Ι.

«Αν και το πρόβλημα του σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι δεν έχει λυθεί, φαίνεται ότι η πολύ πρώιμη ανίχνευση αυτοαντισωμάτων σε συνδυασμό με τις κυτταρικές θεραπείες ίσως αποτελέσει την ασφαλέστερη και αποτελεσματικότερη θεραπεία, η οποία θα οδηγήσει ακόμα και σε πλήρη κατάργηση της ινσουλίνης. Η, δε, επιλογή των ασθενών με βάση τον ανοσοφαινότυπο θα βοηθήσει στην επιλογή των πλέον κατάλληλων ασθενών για να λάβουν τη μία εκ των δύο θεραπειών» καταλήγει η κ. Κολιάκου.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ