Είναι επίσης πολύ πιο φθηνή συγκριτικά με άλλες θεραπείες και μπορεί να ληφθεί από το “σημαντικότερο” ποσοστό ασθενών που είχαν υποστεί θρόμβωση και δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν αντιπηκτικά φάρμακα, όπως η βαρφαρίνη.
Ειδικότερα, έρευνα από το Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ της Αυστραλίας ή οποία δημοσιεύεται στο περιοδικό Circulation, διαπίστωσε ότι όσοι λάμβαναν μια ημερήσια δόση ασπιρίνης των 100 mg, εμφάνισαν μείωση κατά ένα τρίτο του κινδύνου θρομβοεμβολής - απόφραξη ενός αγγείου αίματος από έναν θρόμβο, συγκριτικά με ομάδα που λάμβανε εικονικό φάρμακο (placebo).
Επίσης, η ασπιρίνη είχε την ίδια επίδραση στον κίνδυνο εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωση, και στον κίνδυνο πνευμονικής εμβολής – όταν ένας θρόμβος αίματος επηρεάζει τους πνεύμονες-.
«Η μελέτη παρέχει σαφείς, σταθερές ενδείξεις ότι η μικρή δόση ασπιρίνης μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη νέων θρόμβων και άλλων καρδιαγγειακών επεισοδίων σε ανθρώπους που βρίσκονται σε κίνδυνο, επειδή έχουν ήδη υποστεί ένα θρόμβο αίματος», λέει ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ Καθηγητής, Τζων Σίμες.
Ο ίδιος αναφέρει ότι το θεραπευτικό αποτέλεσμα με τη λήψη ασπιρίνης είναι μικρότερο συγκριτικά με αυτό που μπορεί να επιτευχθεί με βαρφαρίνη ή άλλους νέας γενιάς αναστολείς θρομβίνης, ωστόσο, η ασπιρίνη αποτελεί μια χρήσιμη θεραπευτική επιλογή για τους ασθενείς που δεν είναι υποψήφιοι για αντιπηκτικά φάρμακα λόγω του κόστους ή την αύξηση του κινδύνου αιμορραγίας που σχετίζεται με αυτά.
Από την πλευρά της, η νευροεπιστήμονας Δρ Μαντίνα Καρά, του Stroke Association δήλωσε: «Αυτή η μελέτη δείχνει ότι η ασπιρίνη μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο ενός ατόμου για ανάπτυξη θρόμβου αίματος, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε εγκεφαλικό επεισόδιο.
"Για τους ασθενείς που δεν είναι σε θέση να λάβουν βαρφαρίνη ή άλλα φάρμακα αραίωσης του αίματος, αυτό προσφέρει μια εναλλακτική λύση".