Του ΝΙΚΟΥ ΚΑΜΠΑΝΗ, συγγραφέα-ερευνητή
Η ψυχή αποσχισθείσα πλέον από την ύλη, ελεύθερη παντός υλικού δεσμού εφορμά προς τα άνω, προς τις επτά σφαίρες, καταλείπουσα σε κάθε κύκλο, ως πεπαλαιωμένα ενδύματα, τα πάθη και τις ατέλειες, που ενεδύθη διαρκούσης της καθόδου της, έως ότου φθάσει στην ογδοάδα των απλανών αστέρων (όγδοη φύση) όπου ενώνεται κατ’ αρχάς με τα πνευματικά όντα της περιοχής αυτής και αφού αφομοιωθεί με αυτά, επανακτά τελικώς την καθαρή και αμόλυντο μορφή της. Έτσι εισέρχεται και αυτή ως μία Δύναμη στο χορό των Δυνάμεων, δηλαδή των ανωτέρων κόσμων της ογδοάδος. Η ανοδική πορεία της συνεχίζεται ύπερθεν της ογδοατικής φύσεως, έως ότου εισέλθει στον κύκλο του Θεού. Εκεί συγχωνεύεται με τις δυνάμεις του Θεού καθιστάμενη και αυτή θεϊκή δύναμη. Τέλος εισέρχεται στη σφαίρα του θεού, ταυτίζεται με αυτόν και καθίσταται και αυτή Θεός. Η θέωση αυτή είναι το αγαθό τέλος εκείνων που κατέχουν τη γνώση.
«Καὶ οὕτω τὸ ὑπόλοιπον ἀνυψοῦται διὰ μέσου τῆς ἁρμονίας. Καὶ εἰς μὲν τὴν πρώτην ζώνην, ἐγκαταλείπει τὴν δύναμιν νὰ αὐξάνῃ καὶ νὰ ἐλαττοῦται, εἰς τὴν δευτέραν τὴν διάπραξιν τοῦ κακοῦ καὶ τὸν δόλον, εἰς τὴν τρίτην τὴν ἀπατηλὴν ἐπιθυμίαν, εἰς τὴν τετάρτην τὴν ματαιόδοξον καὶ βέβηλον φιλοδοξίαν, εἰς τὴν πέμπτην τὴν τολμηρὰν αὐτοπεποίθησιν καὶ τὸ κατακτητικὸν θράσος, εἰς τὴν ἕκτην τὰς ταπεινὰς ἀφορμὰς πλούτου, εἰς τὴν ἑβδόμην τέλος τὸ δόλιον ψεῦδος. Καὶ ἀπὸ τοῦδε τὸ Εἶναι ἐλευθερωμένον τῶν ἐπιδράσεων τοῦ συμπλέγματος τῶν σφαιρῶν, εἰσέρχεται εἰς τὴν ὀγδοατικὴν φύσιν, κεκτημένον ἁπλῶς καὶ μόνον τῆς ἰδίας του ἰσχύος. Ἐκεῖ εὐλογεῖ τὸν Πατέρα, μετ’ ἐκείνων οἵτινες ἔφθασαν ἤδη. Πάντες δὲ συναγάλλονται ἐκ τῆς παρουσίας του. Ἀφοῦ δὲ ἐξομοιωθεῖ τελείως πρὸς αὐτούς, ἀκούει ἐπίσης τὰς ἄλλας Δυνάμεις αἱ ὁποῖαι εὑρίσκονται ὕπερθεν τῆς ὀγδοατικῆς φύσεως νὰ ὑμνοῦν τὸν Θεόν. Τότε ἀνέρχονται ἱεραρχικῶς πρὸς τὸν Πατέρα καὶ γεννῶνται ἐν Θεῷ, παραδιδόντες ἑαυτοὺς εἰς τὰς Δυνάμεις. Τοιουτοτρόπως ἐκεῖνοι οἵτινες κέκτηνται τὴν γνῶσιν, φθάνουν εἰς τὸ ἀγαθὸν τέρμα, ἤτοι θεοποιοῦνται. Παράλαβε νῦν πάντα ὅσα σοὶ εἶπον καὶ πορεύου πρὸ ἐκείνων οἵτινες θὰ εἶναι ἄξιοι, χάρις δὲ εἰς σὲ τὸ ἀνθρώπινον γένος θὰ σωθῇ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ».
Η αλληγορική εικόνα της επενδύσεως της ψυχής κατά την κάθοδο και απορρίψεως των χιτώνων κατά την επάνοδο, είναι νέα για την ελληνική φιλοσοφία, υπενθυμίζει όμως ιρανική ή χαλδαϊκή αλληγορία. Αλλά η ιδέα περί της υπάρξεως ενδιαμέσων φορέων και ουσιών μεταξύ σώματος, λογικής ψυχής και νου, είναι καθαρά ελληνική και πηγάζει από το συλλογισμό ότι δεν είναι δυνατόν να συνδεθεί αμέσως το υλικό σώμα μετά της θείας πνευματικής αρχής. Αλλά και η δοξασία περί της επιδράσεως των αστέρων επί του ανθρωπίνου όντος ανευρίσκεται ήδη στον Πλάτωνα, όπου στο Φαίδρο γίνεται λόγος περί χαρακτήρων Διός Αφροδίτης και Άρεως.
Από την έκθεση των ανωτέρω καταφαίνεται ότι ο δυϊσμός του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα του Θεού δια του Πρωταρχικού Ανθρώπου και της Φύσεως, δηλαδή είναι ταυτοχρόνως θνητός και αθάνατος. Η αλληγορία αυτή ανευρίσκεται όμοια στα μυθολογούμενα περί Διονύσου και Τιτάνων και αποτελούσε τη βάση των ορφικών μυστηρίων.
«Ταῦτα εἰπὼν ὁ Ποιμάνδρης, ἀνεμίχθη μετὰ τῶν Δυνάμεων. Ἐγώ, ἀφοῦ ηὐχαρίστησα τὸν Πατέρα τῶν Πάντων καὶ εὐλογήσας αὐτόν, ἠγέρθην ἰσχυροποιηθεὶς καὶ γνωρίζων νῦν τὴν φύσιν τοῦ Παντὸς καὶ τοῦ μεγάλου θεάματος, ἤρχισα νὰ διδάσκω εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὸ κάλλος τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς Γνώσεως, ὡς ἀκολούθως:
Ὦ λαοί, ἄνθρωποι πλασθέντες ἐκ γῆς, οἵτινες παρεδόθητε εἰς τὴν μέθην, εἰς τὸν ὕπνον καὶ τὴν ἄγνοιαν τοῦ Θεοῦ, ἀνανήψατε καὶ ἐγκαταλείψατε τὴν κραιπάλην καὶ τὸν ἀνωφελῆ ὕπνον.
Πάντες προσέτρεξαν πλησίον μου, μόλις μὲ ἤκουσαν νὰ τοῖς ὁμιλῶ. Ἐγώ ἐξηκολούθησα: Ὦ ἄνδρες πλασθέντες ἐκ γῆς, διατὶ ἐδόθητε μὲ τόσην εὐκολίαν εἰς τὸν θάνατον, ἀφοῦ δύνασθε νὰ μεθέξητε τῆς ἀθανασίας; Ἀλλάξατε τροχιάν, σεῖς οἱ ὁποῖοι ἐβαδίσατε τὴν ὁδὸν τοῦ σφάλματος καὶ συνεπορεύθητε μὲ τὴν ἄγνοιαν, ἀποτινάξατε τὸ σκοτεινὸν φῶς, ἐγκαταλείψατε τὴν φθορὰν καὶ μεταλάβετε τῆς ἀθανασίας.
Καὶ οἱ μὲν εἰρωνευθέντες με ἀπῆλθον διότι εἶχον δοθῆ εἰς τὴν ὁδὸν τοῦ θανάτου, οἱ δὲ ῥιπτόμενοι εἰς τοὺς πόδας μου μὲ ἱκέτευον νὰ τοὺς διδάξω. Τοὺς ἀνήγειρα καὶ κατέστην ὁ καθοδηγητὴς τῆς γενεᾶς τῶν ἀνθρώπων. Τοῖς ἐδίδαξα τίνι τρόπῳ θὰ σωθοῦν. Ἐνοφθαλμίασα εἰς αὐτοὺς τοὺς τῆς σοφίας λόγους καὶ ἐτράφησαν ἐκ τοῦ ἀμβροσίου ὕδατος. Καὶ ὅταν ἡ ἑσπέρα μᾶς περιέβαλε κατὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, τοὺς ἐκάλεσα νὰ εὐχαριστήσουν τὸν Θεόν. Μετὰ ταῦτα ἕκαστος ἀπεσύρθη εἰς τὴν κλίνην του.
Ἐγώ δὲ κατέγραψα ἐν τῇ μνήμῃ μου τὴν εὐεργεσίαν τοῦ Ποιμάνδρου καὶ πλησθεὶς ὑπὸ πάντων ἐκείνων τὰ ὁποῖα ἐπεθύμησα, κατελήφθην ἀπὸ μεγάλην χαράν. Διότι δι’ ἐμὲ ὁ ὕπνος τοῦ σώματος εἶχε καταστῆ ἀγρυπνία τῆς ψυχῆς, τὸ κλείσιμο τῶν ὀφθαλμῶν μου ἀληθινὴ δρᾶσις, ἡ σιγή μου ἐγκώμιον τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἡ προφορὰ τοῦ λόγου, σειρὰ ἀγαθῶν πράξεων καὶ καρπῶν. Τοῦτο δὲ ἐγένετο διότι ἐδέχθην παρὰ τοῦ Νοός μου, τοῦ Ποιμάνδρου, τὸν Λόγον τῆς ὑπάτης αὐθεντίας. Ἰδοὺ δὲ ἐγώ, θεόπνους τῆς ἀληθείας γενόμενος, ἦλθον. Ἕνεκα τούτου δι‘ ὅλων μου τῶν δυνάμεων καὶ δι’ ὅλης μου τῆς ψυχῆς, προσφέρω εἰς τὸν Θεὸν Πατέρα μου, τὴν ἀκόλουθον εὐλογίαν:
Ὁ Ἅγιος Θεός, εἶναι Πατὴρ τῶν πάντων. Ὁ Ἅγιος Θεός, ἡ θέλησίς του ἐκτελεῖται διὰ τῶν ἰδίων του δυνάμεων. Ὁ Ἅγιος Θεὸς ὅστις θέλει νὰ γνωρίζεται καὶ ὡς τοιοῦτος ἀναγνωρίζεται ὑφ’ ἐκείνων ποὺ ἀνήκουν εἰς αὐτόν. Εἶσαι Ἅγιος, Σὺ ὅστις τὰ πάντα ἐδημιούργησες διὰ τοῦ Λόγου Σου. Εἶσαι Ἅγιος, Σὺ οὗτινος ἡ Φύσις σύμπασα, ἀποδίδει τὴν εἰκόνα Σου. Εἶσαι Ἅγιος, Σὺ τὸν ὁποῖον δὲν συνέστησεν ἡ Φύσις. Εἶσαι Ἅγιος, ἰσχυρότερος πάσης ἄλλης δυνάμεως. Εἶσαι Ἅγιος, μείζων παντὸς μεγέθους. Εἶσαι Ἅγιος, ἀνώτερος παντὸς ἐπαίνου. Δέξου τὰς λογικὰς θυσίας μου αἵτινες Σοὶ προσφέρονται ἐκ καρδίας καὶ ψυχῆς πρὸς Σὲ ἀνατεινούσης. Ὦ ἀνέκφραστε, ὦ ἄρρητε, ὦ Σὺ τὸν ὁποῖον μόνον ἡ σιγὴ ὀνομάζει. Σὲ ἱκετεύω ὅπως μὴ σφάλλω εἰς τὴν γνῶσιν ποὺ ἀνήκει εἰς τὴν οὐσίαν μας. Ἐπίνευσον καὶ ἰσχυροποίησόν με ἵνα φωτίσω τοὺς ἀδελφοὺς τῆς γενεᾶς μου, τὰ τέκνα σου, ἅτινα παραμένουν ἐν ἀγνοίᾳ. Πιστεύω καὶ μαρτυρῶ, διὰ τοῦτο εἰς Ζωὴν καὶ Φῶς χωρῶ, ὦ Πάτερ, ἔσο εὐλογημένος. Ὁ υἱός σου ἐπιθυμεῖ νὰ μεθέξῃ μετὰ Σοῦ εἰς τὸ Ἔργον τῆς ἁγιοσύνης, ἀφοῦ τοῦ ἐδωκες τὴν πρὸς τοῦτο ἐξουσίαν».