Του ΝΙΚΟΥ ΚΑΜΠΑΝΗ, συγγραφέα-ερευνητή
Ρώτησαν κάποτε τον Διογένη, πια στάση πρέπει να κρατά κάποιος απέναντι στην εξουσία κι εκείνος απάντησε: «Όποια και απέναντι στην φωτιά: να μην στέκεται ούτε πολύ κοντά, για να μην καεί, ούτε πολύ μακριά για να μην ξεπαγιάσει».
Περίφημος Έλληνας φιλόσοφος που γεννήθηκε στη Σινώπη περί τα τέλη του Ε' π.X. αιώνα. Ο πατέρας του Ικεσίας ήταν τραπεζίτης και παραχαράκτης νομισμάτων, φαίνεται δε ότι και ο κατόπιν διάσημος κυνικός, σε νεαρή ηλικία μυήθηκε, στην επικερδή τέχνη του πατέρα του, και υπέστη τις συνέπειες του εγκλήματός του, αναγκασθείς να αυτοεξορισθεί. Όταν ήλθε στην Αθήνα πολύ γρήγορα εντυπωσιάσθηκε από τη διδασκαλία του Αντισθένη, έναν από τους πιο διαπρεπείς μαθητές του Σωκράτη, και ζήτησε να γίνει μαθητής του. Ο Αντισθένους όμως όχι μόνον απέρριψε την αίτηση του, αλλά και επεχείρησε να τον ραβδίσει όταν επέμενε. Τότε ο Διογένης του είπε: «Χτύπα, δεν βρεις ποτέ τόσο σκληρό ξύλο να με διώξεις, όσο θα μου φαίνεται πως κάτι λες», «τὴν κεφαλὴν αὐτῷ ὑπεσχών, παῖε, εἶπεν• οὐ γὰρ εὑρήσεις οὕτω σκληρὸν ξῦλον ᾧ με ἀπείρξεις ἕως ἄν τι φαίνῃ λέγων». Ο Αντισθένης, υπεχώρησε και ο μαθητής πολύ γρήγορα υπερέβη τον διδάσκαλό του, όχι μόνο στη φήμη, αλλά και στην αυστηρότητα του τρόπου ζωής. Θεωρείται το αρχέτυπο των Κυνικών, και μάλιστα πολλοί του αποδίδουν την καθιέρωση του Κυνικού τρόπου ζωής, αν και ο ίδιος αναγνωρίζει το χρέος του στον Αντισθένη. Καλείται κυνική φιλοσοφία διότι οι κυνικοί είχαν ως έμβλημά τους τον Κύνα (τον σκύλο) και έλεγαν «εμείς διαφέρουμε από τους άλλους σκύλους διότι εμείς δεν δαγκώνουμε τους εχθρούς αλλά τους φίλους, για να τους διορθώσουμε». Οι κυνικοί φιλόσοφοι πρέσβευαν την απόλυτη αμφισβήτηση των πάντων, απέρριπταν κάθε εξουσία και ήθελαν την απόλυτη ελευθερία του ανθρώπου.
Ό Διογένης υπήρξε ένας εκ των μάλλον λαοφιλών και γνωστών φιλοσόφων της Ελλάδος όχι μόνον κατά τους αρχαίους αλλά και κατά τους νεωτέρους χρόνους.
Δεν συγκρότησε ένα θεωρητικό σύστημα αξιών, αλλά με τις πράξεις του γελοιοποίησε και εξευτέλισε κυριολεκτικά τις κυρίαρχες κοινωνικές συμβάσεις, σε σημείο που κανένας άλλος μέχρι τη σημερινή εποχή δεν τόλμησε. Το έδαφος είχε ήδη προλειανθεί από τον Αντισθένη, ο οποίος κήρυττε δημοσίως ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει κυβέρνηση, ατομική ιδιοκτησία, επίσημη θρησκεία και γάμος. Απέρριπτε τη φήμη και τις τιμές, αλλά η επίδειξη του ασκητισμού του ήταν τόσο καινοφανής για τους Έλληνες, ώστε προσήλκυσε μεγάλη προσοχή και πολλοί έφτασαν να τον θεωρούν εξαιρετικά σοφό.
Ο Διογένης έθιξε αποκλειστικά κοινωνικά και ηθικά προβλήματα. Η διδασκαλία του ήταν ουσιαστικά επαναστατική και ανατρεπτική για την τάξη που επικρατούσε τότε. Γι’ αυτό όταν ένας νεαρός του έσπασε το πιθάρι, μαστίγωσαν τον νεαρό και του έδωσαν άλλο. Προσπάθησε με τα επιχειρήματά του, να αλλάξει την ανθρώπινη κοινωνία που είχε διαφθαρεί. Αυτό κατά την γνώμη του θα γινόταν δυνατό, αν ο άνθρωπος επέστρεφε στην φύση. Πίστευε δηλαδή ότι η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκετε στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, την λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί να την εξασφαλίσει. Υπήρξε είρωνας, καυστικότατος και ονειδιστής των ανθρώπινων αδυναμιών, προπάντων δε της ματαιοδοξίας και της υπεροψίας. Τρεφόταν μόνο από προσφορές των θαυμαστών του.
Ο Διογένης πίστευε πως ο άνθρωπος είναι από τη φύση εφοδιασμένος με όλα όσα χρειάζεται και δεν έχει ανάγκη από περιττά πράγματα. Μόνος του δημιουργεί για τον εαυτό του πλήθος τεχνητών αναγκών και επιθυμιών, που τελικά τον υποδουλώνουν. Για τον Διογένη μόνο η ικανοποίηση των φυσικών αναγκών οδηγεί στην ευτυχία και καμία σωματική ανάγκη δεν μπορεί να θεωρηθεί ανήθικη, αφού η φύση τις δημιουργεί όλες. Ωστόσο, οι φυσικές ανάγκες μπορούν να δαμαστούν με την άσκηση, δηλαδή με το να ασκεί κάποιος το σώμα του, ώστε να περιορίζονται οι ανάγκες του στο ελάχιστο δυνατό. Αυτό θα βοηθήσει τον άνθρωπο να αποκτήσει αυτάρκεια. Όσο πιο λίγες και απλές είναι οι ανάγκες του, τόσο πιο εύκολα θα μπορεί να τις ικανοποιεί. Η παράδοση στις σωματικές απολαύσεις συνιστά αδυναμία αλλά και αδικία. Στον ευτραφή ρήτορα Αναξιμένη έλεγε σαρκαστικά ο Διογένης: «Αναξιμένη, δώσε λίγη κοιλιά και στους φτωχούς».
Ο Διογένης και οι μεταγενέστεροί του Κυνικοί απορρίπτουν ό,τι σηματοδοτεί τον ανθρώπινο πολιτισμό. Ο νόμος δεν έχει καμία απολύτως αξία απέναντι στη φύση, διότι οι νόμοι είναι ανθρώπινα έργα και διαφέρουν από χώρα σε χώρα, επομένως δεν έχουν αντικειμενικό κύρος και είναι ανάξιοι σεβασμού. Για τον λόγο αυτό, κανένα δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να κρίνει τις πράξεις κάποιου, ούτε και οποιαδήποτε εξουσία έχει το δικαίωμα να καθορίζει τη ζωή των ανθρώπων. Χρησιμοποιούσε τον αστεϊσμό και το λογοπαίγνιο ως μέσο για τα διδάγματά του. Πίστευε πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκετε στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, την λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί κανείς να την εξασφαλίσει.
Η δηκτικότητα της ειρωνείας του και η καυστικότητα του σαρκασμού του είναι άφθαστα. Διήγε βίο λιτό, εφαρμόζοντας στην πράξη τις αρχές του, κυκλοφορούσε στην Αθήνα ξυπόλυτος, φορώντας τον αυτόν τρίβωνα χειμώνα και καλοκαίρι, πήρα (σακούλι) για τα τρόφιμα, ένα κύπελλο για να πίνει νερό και βακτηρία. Μάλιστα όταν κάποτε είδε ένα παιδί να πίνει νερό με το χέρι του, έσπασε το κύπελλό του λέγοντας: «ένα παιδί με ξεπέρασε στην απλότητα», «παιδίον με νενίκηκεν εὐτελείᾳ».
Κατοικούσε εντός πίθου, με φύλακες τα σκυλιά του, που άλλοτε το κυλούσε στη Βασίλειο Στοά κι άλλοτε στο Μητρώο, κάτω από την Ακρόπολη, αποδεικνύοντας, έτσι, πως και το σπίτι ακόμα ήταν κάτι το περιττό. Απέρριπτε την πολυθεΐα και τις θρησκευτικές λατρείες, ως αυθαίρετους ανθρώπινους θεσμούς και περιφρονούσε ακόμη και τη στοιχειωδέστερη εθιμοτυπία, συνήθιζε δε να τα κάνει όλα στο μέσον, όσα ήταν αρμοδιότητα της Δήμητρας και της Αφροδίτης, («εἰωθὼς πάντα ποιεῖν ἐν τῷ μέσῳ καὶ τὰ Δήμητρος καὶ τὰ Ἀφροδίτης»), αποκαλούσε τον εαυτό του κύνα, ασκούσε την επαιτεία και ενέπαιζε τους πάντες, βασιλείς, φιλόσοφους, γραμματικούς, μαθηματικούς, παιδαγωγούς, ρήτορες, αθλητές κ.λπ. Απαισιόδοξος κατά βάθος, ουδεμία υπόληψη έτρεφε προς το ανθρώπινο γένος και τους διαφόρους θεσμούς τους οποίους εφεύρε τούτο.
Δεν μπορούσε να ανεχθεί την αποκλειστικότητα των μαθηματικών, οι όποιοι για να αποβλέπουν προς τον ήλιο και τη σελήνη, παρορούν «τὰ ἐν ποσὶ πράγματα», ούτε την υποκρισία των ρητόρων, οι οποίοι σπουδάζουν για να λέγουν και να κάνουν μόνον πολύ θόρυβο περί δικαιοσύνης και όχι και να πράττουν τα δίκαια. Έλεγε ότι οι άνθρωποι αγωνίζονται να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλο σε υλικά αποκτήματα, αλλά κανένας δεν αγωνίζεται να γίνει καλύτερος και αληθινός. Ονόμαζε τον εαυτόν του κοσμοπολίτη «πολίτη του κόσμου» και όχι Σινωπέα, δεν δημιούργησε ποτέ δική του οικογένεια και υπεστήριζε ότι οι γυναίκες πρέπει να είναι κοινές για όλους, δεν αναγνώριζε τον γάμο, αλλά καθένας μπορεί να έχει σχέσεις μ' αυτή που θα ανταποκριθεί στο ενδιαφέρον του. Έτσι και τα παιδιά θα είναι κοινά. («δεῖν κοινὰς εἶναι τὰς γυναίκας, γάμον μηδὲν ὀνομάζων, ἀλλὰ τὸν πείσαντα τῇ πεισθείσῃ συνεῖναι• κοινοὺς δὲ διὰ τοῦτο καὶ τοὺς υἱέας»).
Ακόμη δεν θεωρούσε καθόλου άτοπο το να πάρει κάποιος κάτι από το ιερό εν ώρα ανάγκης, ή να δοκιμάσει κρέας από κάποιο ζώο και ότι δεν είναι ανόσιο ακόμα και το να δοκιμάσει να φάει ανθρώπινα κρέατα, όπως είναι φανερό από ό,τι γίνεται σε ξένα έθνη. («Μηδέν τε ἄτοπον εἶναι ἐξ ἱεροῦ τι λαβεῖν ἢ τῶν ζῴων τινὸς γεύσασθαι: μηδ᾽ ἀνόσιον εἶναι τὸ καὶ τῶν ἀνθρωπείων κρεῶν ἅψασθαι, ὡς δῆλον ἐκ τῶν ἀλλοτρίων ἐθῶν»). Οι Αθηναίοι αγαπούσαν τον Διογένη, για την ετοιμότητα και την ευφυΐα του, με τις οποίες απαντούσε σε κάθε ερώτηση που του έκαναν, καθώς και για τον αδυσώπητο και τραχύ τρόπο με τον οποίο έσκωπτε τα κακώς έχοντα στην κοινωνία. Κυκλοφορούν ευρύτατα τα πολυάριθμα ανέκδοτά του, τα οποία μας διέσωσε, ο Διογένης Λαέρτιος στο ΣΤ΄ βιβλίο της Φιλοσόφου Ιστορίας του, και τα οποία, αληθή κατά το πλείστον, προδίδουν πνεύμα εκκεντρικό, πρωτότυπο, σκωπτικό, ευφυές και βαθύ.
Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν στη Κόρινθο, θέλοντας να τον γνωρίσει, έστειλε ένα υπασπιστή του, ο οποίος βρήκε τον Διογένη να ηλιάζεται στο Κράνειο γυμναστήριο της Κορίνθου. «Σε ζητεί ο Βασιλεύς Αλέξανδρος να σε δει», του είπε. Ο Διογένης απάντησε «Εγώ δεν θέλω να τον δω. Εάν θέλει αυτός ας έρθει να με δει». Και πράγματι, ο βασιλεύς Αλέξανδρος πήγε να δει τον Διογένη. Τον πλησίασε και του είπε: «Είμαι ο Βασιλεύς Αλέξανδρος». Ο Διογένης ατάραχος του απάντησε: «Κι εγώ είμαι ο Διογένης ο Κύων». Ο Μέγας Αλέξανδρος απορημένος από την απάθειά του τον ρώτησε: «Δεν με φοβάσαι;». «Και τί είσαι; Καλό ή κακό;», ρώτησε ο Διογένης. Ο Αλέξανδρος έμεινε σκεπτικός. Δεν μπορεί ένας βασιλιάς να πει ότι είναι κακό, και άμα είναι καλό, γιατί κάποιος να φοβάται το καλό; Αντί να απαντήσει ο Αλέξανδρος τον ρώτησε ξανά: «Τί χάρη θέλεις να σου κάνω;» και ο Διογένης τότε του έδωσε την πασίγνωστη απάντηση: «ἀποσκότησόν μου». «Μη μου κρύβεις τον ήλιο», καθώς οι κυνικοί πίστευαν πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκετε στη λιτότητα, στη ζεστασιά του ήλιου και δεν ζητεί τίποτα από τα υλικά πλούτη. Μόλις το άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος είπε το περίφημο: «Εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν Διογένης». Σε ερώτηση του Αλεξάνδρου γιατί τον αποκαλούν σκύλο απάντησε: «Γιατί εκείνους που δίνουν τους καλοπιάνω, εκείνους που δεν δίνουν τους γαυγίζω και τους παλιανθρώπους τους δαγκώνω». («Τοὺς μὲν διδόντας σαίνων, τοὺς δὲ μὴ διδόντας ὑλακτῶν, τοὺς δὲ πονηροὺς δάκνων»). Ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Διογένης είχαν μια μακρά συζήτηση με μεγάλη σημασία που σώθηκε από τον Δίονα τον Πλουσαραίο. Σε αυτή ο Διογένης εξηγεί στον Αλέξανδρο πότε ένας βασιλέας είναι ωφέλιμος. Ο Διογένης αποδίδει την ωφελιμότητα ενός βασιλιά στο εάν είναι ωφέλιμος στο λαό. Για να στηρίξει τον ισχυρισμό του αυτόν του είπε: «Εάν κατακτήσεις όλη την Ευρώπη και δεν ωφελήσεις τον λαό, τότε δεν είσαι ωφέλιμος. Εάν κατακτήσεις όλη την Αφρική και την Ασία και δεν ωφελήσεις τον λαό, πάλι δεν είσαι ωφέλιμος. Ακόμα και εάν περάσεις τις στήλες του Ηρακλέους και διανύσεις όλο τον ωκεανό και κατακτήσεις αυτή την ήπειρο που είναι μεγαλύτερη της Ασίας και δεν ωφελήσεις τον λαό, πάλι δεν είσαι ωφέλιμος γιατί δεν ωφελείς το σύνολο».
Επιγραμματικό είναι και αυτό που είπε κάποτε, όταν ο Μέγας Αλέξανδρος έστειλε γράμμα στον Αντίπατρο στην Αθήνα, με κάποιο αγγελιαφόρο που ονομαζόταν Αθλίας και ήταν παρών, είπε: «Ἄθλιος, παρ' ἀθλίου, δι' Ἀθλίου πρὸς ἄθλιον», («Ένας άθλιος, γιός ενός άθλιου, στέλνει γράμμα με έναν Άθλιο προς έναν άθλιο»). Οσάκις ενθυμείτο τους γραμματικούς, εξέφραζε το θαυμασμό του για τους ανθρώπους αυτούς, οι οποίοι ιδρώνουν «ἀναζητοῦντες τὰ τοῦ Ὀδυσσέως κακά», ενώ αγνοούν τα ιδικά των. Για τους μουσικούς έλεγε ότι φρόντιζαν να εναρμονίζουν τις χορδές της λύρας, τη στιγμή που αποτύγχαναν να εναρμονίσουν την ψυχή με τη ζωή τους, «τὰς μὲν ἐν τῇ λύρᾳ χορδὰς ἁρμόττονται, ἀνάρμοστα δ’ ἔχουσι τὰ τῆς ψυχῆς ἤθη». Ο Διογένης συχνά αυνανιζόταν δημοσίως μπροστά στο πλήθος που μαζευόταν γύρω από το πιθάρι του. Όταν κάποτε ένας παριστάμενος τον ερώτησε εάν δεν ντρέπεται, αυτός του απάντησε «Εἴθε καὶ τὴν κοιλίαν ἦν παρατρίψαντα καὶ μὴ πεινῆν», («μακάρι να μπορούσα να ανακουφίσω και την πείνα μου, τρίβοντας την κοιλιά μου).
Πλέοντας κάποτε στην Αίγινα συνελήφθη από πειρατές και οδηγηθείς στην Κρήτη πωλείτο ως δούλος. Ο κήρυκας τον ρώτησε τί τέχνη γνωρίζει κι εκείνος απάντησε με υπερηφάνεια, «να κυβερνώ ανθρώπους». Και καθώς παρατήρησε έναν καλοντυμένο, ονόματι Ξενάδη, είπε, «σ' αυτόν να με πωλήσεις, αυτός έχει ανάγκη δεσπότου», «καὶ τοῦ κήρυκος ἐρωτῶντος τί οἶδε ποιεῖν, ἔφη• ἀνθρώπων ἄρχειν, ὅτε καὶ δείξας τινὰ Κορίνθιον εὐπάρυφον Ξενιάδην ἔφη τούτῳ με πώλει, οὗτος δεσπότου χρῄζει». Ο Ξενιάδης τον αγόρασε πράγματι ο δε Διογένης του είπε: «Από τώρα και εις το εξής θα με υπακούεις. Μήπως δεν θα άφηνες τον ιατρό ή τον ναύκληρόν σου να σε διευθύνουν εάν ήσαν δούλοι;» Έτσι τον οδήγησε στην Κόρινθο και τον ανάθεσε τη διδασκαλία των παιδιών του. Ο Διογένης εκτελούσε τα νέα του καθήκοντα με τέτοια επιτυχία που ο Ξενιάδης συνήθιζε να λέει στους γύρω του, «Ένας έντιμος μεγαλοφυής μπήκε στο σπίτι μου». («Ἐπέστησε τοῖς ἑαυτοῦ παιδίοις, καὶ πᾶσαν ἐνεχείρισε τὴν οἰκίαν. Ὁ δὲ οὖτος αὐτὴν ἐν πᾶσι διετίθει, ὥστε ἐκεῖνος περιιών, ἀγαθός, ἔλεγε, δαίμων εἰς τὴν οἰκίαν μου εἰσελήλυθε»).
Ο Εύβουλος, στο βιβλίο του με τον τίτλο «Η πώληση του Διογένη», μας περιγράφει πώς ο Κυνικός φιλόσοφος διαπαιδαγωγούσε τους γιους του Ξενιάδη. Τους μάθαινε ν’ αποστηθίζουν πολλά χωρία από ποιητές, ιστορικούς και από τα κείμενα του ίδιου του Διογένη. Τους ασκούσε με κάθε τρόπο στην απόκτηση καλής μνήμης. Τους δίδασκε να αυτοεξυπηρετούνται και να είναι ευχαριστημένοι με λιτό φαγητό και νερό, να κόβουν τα μαλλιά τους κοντά και να μην τα στολίζουν, να σκεπάζονται με ελαφρά σκεπάσματα, να περπατούν ξυπόλητοι, σιωπηλοί, χωρίς να κοιτάζουν γύρω τους στους δρόμους. Τα παιδιά έτρεφαν μεγάλο σεβασμό για το Διογένη και ζητούσαν χάρες από τους γονείς τους γι’ αυτόν. Επιπλέον ο Διογένης τους δίδαξε ιππασία, σκοποβολή, σφαιροβολία, και ακοντισμό. Αργότερα, όταν έφτασαν σε ηλικία για το σχολείο της παλαίστρας, δεν επέτρεπε στο δάσκαλο να τους δώσει πλήρη αθλητική εκπαίδευση, αλλά μόνο τόση ώστε να τους κρατάει σε καλή φυσική κατάσταση.
Μια φορά άναψε, μέρα μεσημέρι, έναν λύχνο και κρατώντας τον, γύριζε στους δρόμους της αγοράς. Όταν δε, ρωτήθηκε γιατί το κάνει αυτό, έδωσε τη γνωστή περίφημη απάντησή του: «Ἄνθρωπον ζητῶ». Μια άλλη μέρα πάλι βγήκε στην αγορά και άρχισε να φωνάζει: «Ε!, άνθρωποι πού είστε;». Σαν μαζεύτηκαν κάμποσοι, τότε άρχισε να τους κυνηγά και να τους χτυπά με το ραβδί του, λέγοντάς τους: «Ανθρώπους κάλεσα, όχι παλιανθρώπους». Όταν κάποτε εισήλθε σε πολυτελή οικία, στην οποία φυσικά ήταν απαγορευμένο το πτύειν κατά γης, επειδή όμως είχε ανάγκη, έφτυσε στο πρόσωπό του οικοδεσπότου, λέγοντας «χειρότερο δεν βρήκα τόπο να φτύσω», πράγμα που δείχνει ότι ελαχίστη εκτίμηση έτρεφε για το πρόσωπό του. «Ἐπειδὴ ἐχρέμψατο, εἰς τὴν ὄψιν τοῦ οἰκοδεσπότου ἔπτυσεν, εἰπὼν χείρονα τόπον μὴ εὑρηκέναι».
Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε πότε πρέπει να παντρεύεται κάποιος, είπε, «τοὺς μὲν νέους μηδέπω (όχι ακόμα), τοὺς δὲ πρεσβυτέρους μηδεπώποτε (ποτέ)». Όταν είδε έναν θηλυπρεπή νέο, του είπε «δεν ντρέπεσαι, να έχεις για τον εαυτό σου χειρότερη γνώμη απ’ αυτή που έχει η φύση; Αυτή σε έκανε άνδρα κι εσύ αναγκάζεις τον εαυτό σου να γίνει γυναίκα». Κάποτε όταν τον ειρωνεύτηκαν πώς μπαίνει σε ακάθαρτους χώρους, ο Διογένης, σε απάντηση, τους είπε: «Κι ο ήλιος μπαίνει σε ακάθαρτους τόπους, αλλά δεν μολύνεται από αυτούς», («ἀλλὰ καὶ ἥλιος καὶ οὐ μιαίνεται»). Βλέποντας ο Διογένης τον Διδύμωνα, οφθαλμίατρο της εποχής, να εξετάζει το μάτι μιας κοπέλας και γνωρίζοντας ότι ήταν ερωτύλος, του είπε: «Πρόσεξε Διδύμωνα, μήπως εξετάζοντας τον οφθαλμό, διακορεύσεις την κόρην», («ὅρα μὴ τὸν ὀφθαλμὸν τῆς παρθένου ἰατρεύων τὴν κόρην φθείρεις»).
Συνήθιζε να παρομοιάζει τον εαυτόν του προς τους χοροδιδασκάλους κατά την υπερβολή των απαιτήσεων, τις οποίες είχε από τον άνθρωπο, διότι και εκείνοι ανεβάζουν τον τόνο, για να εγγίζουν και οι άλλοι τον τόνο που πρέπει να έχουν• «καὶ γὰρ ἐκείνους ὑπὲρ τόνον ἐνδιδόναι, ἕνεκα τοῦ τοὺς λοιποὺς ἅψασθαι τοῦ προσήκοντος τόνου». Περιερχόμενος κάποια μέρα στην πόλη, είδε σε μια πόρτα την επιγραφή: «μηδὲν εἰσίτω κακὸν» (να μην μπει κανένα κακό) και άρχισε να διερωτάται από πού άραγε εισέρχεται ο οικοδεσπότης. Μόνον τους κυνικούς φιλοσόφους υπολήπτονταν, γι' αυτούς μάλιστα είχε και τον εξής κολακευτικό συλλογισμό: «τῶν θεῶν ἐστι πάντα• φίλοι οἱ σοφοὶ τοῖς θεοῖς• κοινὰ δὲ τὰ τῶν φίλων• πάντα ἄρα ἐστὶ τῶν σοφῶν». Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε γιατί οι άνθρωποι ελεούν τους ζητιάνους αλλά όχι τους φιλοσόφους, είπε, «γιατί κουτσοί και τυφλοί υπάρχει περίπτωση να γίνουν, φιλόσοφοι όμως αποκλείεται»• «ὅτι χωλοὶ μὲν καὶ τυφλοὶ γενέσθαι ἐλπίζουσι, φιλοσφῆσαι δ' οὐδέποτε».
Ο Πλάτων τιμούσε τον Διογένη, που τον ονόμαζε «Σωκράτη μαινόμενο». Αντίθετα ο Διογένης αισθάνονταν μεγάλη αντιπάθεια για τη θεωρία των ιδεών του Πλάτωνος και δεν άφηνε ευκαιρία να τον ειρωνεύεται. Όταν ο Πλάτων μιλούσε για ιδέες και χρησιμοποιούσε τους όρους «τραπεζότητα» και «κυαθότητα», είπε: «Εγώ βλέπω τραπέζι και κύαθο, αλλά δεν βλέπω τραπεζότητα και κυαθότητα» «Ἐγώ, ἔλεγε, τράπεζαν καὶ κύαθον ὁρῶ• τραπεζότητα δὲ καὶ κυαθότητα οὐδαμῶς». Και ο Πλάτωνας του απάντησε: «Δικαίως, διότι έχεις οφθαλμούς με τους οποίους διακρίνεις το τραπέζι και το ποτήρι, δεν έχεις όμως νου για να δεις την τραπεζότητα και την κυαθότητα». Όταν ο Πλάτων διετύπωσε τον γνωστό ορισμό για τον άνθρωπο: «Ἄνθρωπός ἐστι ζῷον δίπουν ἄπτερον», (ζώο με δύο πόδια και χωρίς φτερά) ο Διογένης μάδησε ένα πετεινό και τον παρουσίασε στη σχολή του λέγοντας: «ιδού ο άνθρωπος του Πλάτωνος»• «τίλας ἀλεκτρυόνα εἰσήνεγκεν εἰς τὴν σχολὴν αὐτοῦ καὶ εἶπε: «οὗτος ἐστιν ὁ Πλάτωνος ἄνθρωπος». Κατόπιν τούτου ο Πλάτων συμπλήρωσε τον ορισμό ως εξής: «ἄνθρωπός ἐστι ζῷον δίπουν ἄπτερον καὶ πλατώνυχον».
Σε κάποιον που του υπενθύμισε χλευαστικά μια παλαιότερη παρανομία του (παραχάραξη νομίσματος, για την οποία οι συμπολίτες του τον εκδίωξαν από την Σινώπη), ο κυνικός φιλόσοφος απάντησε «κάποτε ήμουν τέτοιος που εσύ είσαι τώρα, τέτοιος όμως που είμαι εγώ, εσύ δεν θα γίνεις ποτέ». Άλλος πάλι όταν του είπε ειρωνικά ότι οι συμπατριώτες του Σινωπείς τον καταδίκασαν σε εξορία, αυτός απήντησε: «Εγώ τους καταδίκασα να μείνουν εκεί», («ἐγώ δέ γε κατέγνωσα αὐτῶν μονὴν»). Κάποτε ο Διογένης στάθηκε μπροστά σ’ έναν ανδριάντα και του ζητούσε ελεημοσύνη. Σε αυτούς που τον ρωτούσαν, γιατί ζητάει βοήθεια από εκεί που δεν πρόκειται να λάβει, απαντούσε: «Εξασκούμαι στο να μη μου δίνουν». («Μελετῶ ἀποτυγχάνειν). Κάποτε πάλι ζήτησε ελεημοσύνη από κάποιον, θέτοντάς του το εξής σόφισμα: «Αν έχεις δώσει και σε άλλον, δώσε και σε μένα• αν δεν έχεις δώσει ακόμα, άρχισε από μένα». («Εἰ μὲν καὶ ἄλλῳ δέδωκας, δὸς καμοί• εἰ δὲ μηδενί, ἀπ’ ἐμοῦ ἄρξαι»).
Ιδιαίτερα δηκτικός στους κακούς, τους κόλακες και τους συκοφάντες, όταν ρωτήθηκε ποιού ζώου το δάγκωμα είναι το χειρότερο, απάντησε: «Ανάμεσα στα άγρια, του συκοφάντη, και ανάμεσα στα ήμερα του κόλακα», («τῶν μὲν ἀγρίων συκοφάντης, τῶν δὲ ἡμέρων κόλαξ»). Ερωτηθείς ποιός θα τον θάψει, αφού δεν έχει κανέναν, ο οποίος να ενδιαφέρεται γι’ αυτόν, απήντησε: «ὁ χρῄζων τῆς οἰκίας», (αυτός που θα θέλει το σπίτι μου). Σ' αυτούς που τον συμβούλευαν να καταδιώξει και να τιμωρήσει το δούλο του που απέδρασε απάντησε, «Θα ήταν γελοίο, ένας Μάνης να μπορεί να ζήσει χωρίς το Διογένη κι ο Διογένης να μην μπορεί χωρίς τον Μάνη», («γελοῖον, ἔφη, εἰ Μάνης μὲν χωρὶς Διογένους ζῇ Διογένης δὲ χωρὶς Μάνου οὐ δύναται»). Όταν ήλθε στη Μύνδο της Καρίας, παρατήρησε ότι οι πύλες της πόλεως αυτής ήσαν δυσανάλογα μεγάλες προς το μέγεθος της πόλεως και είπε: «Ἄνδρες Μύνδιοι, κλείσατε τὰς πύλας μὴ ἡ πόλις ὑμῶν ἐξέλθει».
Κάποια μέρα έκοπτε σύκα από μια συκιά και καθώς ο φύλακας θεώρησε καλό να τον πληροφορήσει ότι μόλις χθες κάποιος κρεμάστηκε από αυτήν, του απάντησε ότι την καθαρίζει από το μίασμα, «αὐτόθεν πρῴην ἄνθρωπος ἀπήγξατο, τότε λοιπὸν ἐγώ οὖν αὐτὴν καθαρῷ». Από κάποιον άσωτο ζήτησε μια μνα, ερωτηθείς δε γιατί ενώ από τους άλλους ζητεί οβολό από αυτόν ζήτησε μνα, απάντησε: «Γιατί από τους άλλους ελπίζω να ξαναπάρω, ενώ από σένα ένας θεός ξέρει, αν θα ξαναπάρω»• («ὅτι παρὰ μὲν τῶν ἄλλων πάλιν ἐλπίζω λαβεῖν• παρὰ δὲ σοῦ θεῶν ἐν γούνασι κεῖται, εἰ πάλιν λήψομαι»). Όταν κάποιος του είπε, «οι περισσότεροι άνθρωποι γελούν μαζί σου», η απάντησή του ήταν, «πολύ πιθανόν οι γάιδαροι να γελούν μ’ αυτούς• αλλά όπως δεν τους νοιάζει για τα γαϊδούρια, ούτε και μένα με νοιάζει γι’ αυτούς». Στην αγορά της Αθήνας όταν τον έβρισε ένας φαλακρός, ο Διογένης του είπε: «Δεν θα σε βρίσω, αλλά θα παινέψω τις τρίχες που εγκατέλειψαν ένα τέτοιο κρανίο» («Ἐγὼ οὐ λοιδωρῶ ἀλλὰ τὰς τρίχας ἐπαινῶ, ὅτι κρανίου κακοῦ ἀπηλλάγησαν»).
Υπάρχει πλήθος ανεκδότων αποδιδομένων στον Διογένη, όλα ιδιαίτερα διδακτικά και αντιπροσωπευτικά της φιλοσοφίας του, που την έκανε πράξη μέχρι το θάνατό του. Στην Κόρινθο ο Διογένης έζησε το υπόλοιπο της ζωής του, την οποία αφιέρωσε αποκλειστικά στο να κηρύττει τα δόγματα της ενάρετης αυτοκυριαρχίας. Στα Ίσθμια (μια από τις τέσσερις μεγάλες πανελλήνιες γιορτές του αρχαίου κόσμου) δίδασκε σε μεγάλα ακροατήρια που στράφηκαν προς αυτόν μετά το θάνατο του Αντισθένη. Ο Διογένης, είχε παντού εχθρούς ή φίλους που διασκέδαζαν μαζί του εμπαίζοντάς τον, εξορίστηκε από την πατρίδα του, πουλήθηκε ως δούλος, κέρδισε την ελευθερία του, γνώρισε όλες τις πτυχές της ζωής, αφού έγινε από τραπεζίτης μέχρι ζητιάνος, και από φιλόσοφος μέχρι σκύλος, ζώντας σκυλίσια ζωή, και τέλος κοιμόταν μέσα σε ένα μεγάλο πιθάρι. Δήλωνε ότι ήταν εναντίον του πολιτισμού, αφού «οι άνθρωποι είναι ζώα και τα ζώα δεν έχουν πολιτισμό, έχουν μόνο φυσικές ανάγκες, αλλά ας γίνουν τα ζώα πρώτα άνθρωποι και έπειτα ας κάνουν και πολιτισμό, πράγμα δύσκολο, αφού μέχρι στιγμής δεν υπάρχει πουθενά, εκτός εάν μιλάμε για χρήματα, για πόλεμο και για θεάματα».
Πολλοί γελούσαν μαζί του επειδή κοιμόταν στο πιθάρι του κι εκείνος γελούσε μαζί τους επειδή δεν χωρούσαν σ' αυτό, γιατί ήταν χοντροί. «Η φιλοσοφία δεν έχει σπίτι, έλεγε, γιατί είναι τόσο μεγάλη που δεν χωράει σε κανένα σπίτι και μπορεί να έχει σαν στέγη της μόνο τον ουρανό». Έχοντας διαπιστώσει ότι ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα ζώο, ο Διογένης έκανε την ανάγκη του δημοσίως, και έλεγε ότι απολύτως καμία σωματική ανάγκη δεν θα έπρεπε να θεωρείται ανήθικη ή πρόστυχη αφού η φύση την δημιουργεί.
Για το θάνατο του Διογένη υπάρχουν διάφορες πληροφορίες. Οι ιστορικοί όμως, δεν είναι βέβαιοι ούτε για το χρόνο ούτε για τον τρόπο του θανάτου του. Πιστεύεται ότι ο Διογένης πέθανε 323 π.Χ στην Κόρινθο πολύ γέρος και κατά την παράδοση την ίδια μέρα που πέθανε στη Βαβυλώνα ο Αλέξανδρος. Οι Κορίνθιοι του έκαναν μεγαλοπρεπή κηδεία και στον τάφο του έστησαν μαρμάρινο κίονα, επάνω στον οποίο τοποθέτησαν έναν σκύλο από μάρμαρο της Πάρου, («ἐπέστησαν αὐτῷ κίονα καὶ ἐπ' αὐτῷ λίθου Παρίου κύνα,). Αλλά και οι Σινωπείς τον τίμησαν με ορειχάλκινα αγάλματα, κοντά στη γιγαντιαία κολόνα με το σκύλο, επάνω στην οποία χάραξαν την ακόλουθη επιγραφή: «Ο χρόνος κάνει ακόμη και το χαλκό να παλιώνει. Αλλά τη δόξα σου, ω Διογένη, η αιωνιότητα ποτέ δεν θα καταστρέψει. Διότι εσύ μόνος δίδαξες στους θνητούς το μάθημα της αυτάρκειας και το πιο ενάρετο μονοπάτι της ζωής». («Γηράσκει καὶ χαλκὸς ὑπὸ χρόνου. Ἀλλὰ σὸν οὔτι κῦδος ὁ πᾶς αἰών, Διόγενες καθελεῖ. Μοῦνος ἐπεὶ βιοτὰς αὐτάρκεα δόξαν ἔδειξας θανάτοις, καὶ ζωῆς οἶμον ἐλαφροτάταν»).
Ο Διογένης άφησε πίσω του μαθητές που ακολούθησαν τον ίδιο τρόπο ζωής και καυτηρίασαν έμπρακτα την αφύσικη και τεχνητή ζωή του πολιτισμού. Από τους πιο γνωστούς συνεχιστές του είναι ο Κράτης o Θηβαίος, που έζησε ως επαίτης, έχοντας μάλιστα στο πλευρό του την Ιππαρχία, κοπέλα από αρχοντική οικογένεια και αδελφή του, επίσης Κυνικού, Μητροκλή. Ό Διογένης περισσότερο ακόμη από τον διδάσκαλό του Αντισθένη υπήγαγε ολόκληρη τη φιλοσοφία στην ηθική, απομακρύνοντας από αυτήν τη μεταφυσική και τη διαλεκτική σχολαστικότητα. Για αυτόν, ολόκληρο το πρόβλημα της ζωής συνοψίζονταν σε δύο λέξεις: υγεία του σώματος και υγεία της ψυχής: γυμναστική και αρετή. Το δίδαγμα ήταν καλό, εύκολο και αναμφισβήτητου άξιας, εξαρτωμένης όμως από τον τρόπο της εφαρμογής του.
Έγραψε πολλά έργα, κυρίως διαλόγους και δράματα, οι τίτλοι όμως των έργων αυτών ήδη από την αρχαιότητα αμφισβητούντο. Κατά τον ομώνυμο αυτού βιογράφο Διογένη Λαέρτιο, ο κυνικός έγραψε τους έξης διαλόγους: «Κεφαλίων», «Ἰχθύας», «Κολοιός», «Πάρδαλις», «Δῆμος Ἀθηναίων», «Πολιτεία», «Τέχνη Ἠθκή», «Περὶ Πλούτου», «Ἐρωτικός», «Θεόδωρος», «Ὑψίας», «Ἀρίσταρχος», «Περὶ Θανάτου» και τις τραγωδίες: «Ἑλένη», «Θυέστης», «Ἡρακλῆς», «Ἀχιλλεύς», «Μήδεια», «Χρύσιππος», «Οἰδίπους». Κατα τόν Σωτίωνα όμως, όπως αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος,γνήσια έργα του είναι τα: «Περὶ ἀρετῆς», «Περὶ Ἀγαθοῦ», «Ἐρωτικός», «Πτωχός», «Τολμαῖος», «Πάρδαλις», «Κάσσανδρος», «Κεφαλίων», «Φιλίσκος», «Ἀρίσταρχος», «Σίσυφος», «Γανυμήδης», «Χρεῖαι» και «Ἐπιστολαί».