Κάθε εβδομάδα ο υπουργός Υγείας, Μάκης Βορίδης, ελέγχει την αλληλογραφία που του μαζεύει η σύζυγός του. Μεταξύ των επιστολών υπάρχουν πολλές καταγγελίες αγανακτισμένων πολιτών, κυρίως από περιοχές της επαρχίας, οι οποίοι διαμαρτύρονται για την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής στην ελληνική ύπαιθρο.
Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από το γράμμα που έστειλε από την Καβάλα ο κ. Τζίμης Παπαπρήχτης.
“Υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με το νοσοκομείο της Καβάλας. Εχουμε αγανακτήσει πλέον και δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Πολλοί συμπολίτες μου, κάτοικοι της Καβάλας τρέμουν μην τυχόν και αρρωστήσουν κάποια στιγμή και χρειαστεί να μεταφερθούν στο νοσοκομείο. Μάλιστα ξέρω μερικούς που αρρώστησαν από την αγωνία τους να μην αρρωστήσουν. Η προσωπική μου εμπειρία, καθώς και της οικογένειάς μου, είναι τραγική. Είχα τη μητέρα μου άρρωστη για αρκετό καιρό, λόγω προβλημάτων με την καρδιά της. Η γιαγιά είναι 83 ετών. Προχθές χρειάστηκε να τη μεταφέρω στο Νοσοκομείο Καβάλας. Αισθανόταν έντονους πόνους στο στήθος και βογκούσε πολύ.
Οταν μπήκαμε στο νοσοκομείο και ζητήσαμε να δούμε ένα γιατρό, εμφανίστηκαν κάτι... φοιτητές που έκαναν εκπαίδευση. Μόλις είδαν τη μητέρα μου να πιάνει το στήθος της και να πονάει πολύ, άρχισαν να τρέμουν από το φόβο τους. Ενας μάλιστα άρχισε να κλαίει. Τον ρώτησα γιατί έκλαιγε και μου απάντησε ότι είναι πολύ ευαίσθητος και δεν αντέχει να βλέπει αρρώστιες. Εμεινα έκπληκτος και τον ρώτησα γιατί, από τη στιγμή που έχει τέτοια ευαισθησία, επέλεξε την ιατρική. Κι αυτός μου είπε ότι το έκανε για το χατίρι της μάνας του που ήθελε να τον δει σώνει και καλά γιατρό. Κάπου εκεί διέκοψα τη συζήτηση, επειδή η μάνα μου κόντευε να μείνει στον τόπο. Τελικά, με τη βοήθεια δύο νοσηλευτριών τη βάλαμε να ξαπλώσει σε ένα κρεβάτι, στο διάδρομο του νοσοκομείου κι εγώ πήγα στην υποδοχή για να συμπληρώσω τα χαρτιά για την εισαγωγή της. Με το που συμπλήρωσα τα χαρτιά, ένας άλλος νεαρός γιατρός -μάλλον φοιτητής κι αυτός- ήρθε λαχανιασμένος και με δάκρυα στα μάτια μου είπε να πάω αμέσως στον κάτω όροφο, στο ακτινολογικό, επειδή η γιαγιά δεν ήταν καλά. Τον ρώτησα τι δουλειά είχε η μάνα μου στο ακτινολογικό και μου απάντησε ότι ήδη της έβγαζαν ακτίνες επειδή είχε τρία κατάγματα σε χέρια και πόδια.
Δεν άντεξα και τον έπιασα από το γιακά. “Τι λες ρε τζιτζιφιόγκο; Τι κατάγματα; Με πόνους στην καρδιά έφερα τη μάνα μου στο νοσοκομείο”. Και τότε μου εξιστόρησε το τι συνέβη στα λίγα λεπτά που έλειψα από κοντά της. Οι μαθητευόμενοι γιατροί και οι απρόσεκτες νοσηλεύτριες είχαν αμελήσει να βάλουν το φρένο στο κρεβάτι της γιαγιάς. Ο διάδρομος ήταν κατηφορικός και κάποια στιγμή που η μάνα μου προσπάθησε να γυρίσει πλευρό, το κρεβάτι άρχισε να κινείται. Το πήρε ο κατήφορος και πριν προλάβει κάποιος να το σταματήσει, κατρακύλησε τις σκάλες και έφτασε στον κάτω όροφο χωρίς τη γιαγιά. Εκείνη τη μάζεψαν από τα σκαλιά και την έβαλαν αμέσως στο ακτινολογικό.
Η καρδιά της γιαγιάς άντεξε, αλλά δεν άντεξε η μέση της γυναίκας μου και η δική μου. Εδώ και ένα μήνα την έχουμε ξάπλα με νάρθηκες και την κουβαλάμε στην πλάτη για να πάει στην τουαλέτα. Περιμένουμε για ραντεβού με ορθοπεδικό μέσω ΕΟΠΥΥ. Ελπίζουμε ότι θα φροντίσετε, μέσω του υπουργείου Υγείας, να μπει μια τάξη στο νοσοκομείο μας”.