Ο Παράδεισος
Είναι ένας Άγγλος, ένας Γάλλος κι ένας Αλβανός στο μουσείο και κοιτάζουν ένα πίνακα με τον Αδάμ και την Εύα.
Ο Άγγλος λέει: «Κοιτάξτε τη γαλήνη και την ηρεμία που κυριαρχεί στα πρόσωπά τους. Σίγουρα πρέπει να ήταν Άγγλοι».
Ο Γάλλος λέει : «Μη λες βλακείες, κοίτα τα κορμιά τους πόσο ωραία είναι μέσα στη γύμνια τους. Πρέπει να ήταν Γάλλοι».
Λέει και ο Αλβανός: «Ρε σεις, τι λέτε; Δεν έχουν ρούχα, δεν έχουν στέγη, έχουν μόνο ένα μήλο για να φάνε και τους λένε πως αυτό είναι ο παράδεισος. Σίγουρα είναι Αλβανοί».
Φράουλες…
Περνάει κάποιος έξω από ένα τρελοκομείο, κρατώντας ένα τσουβάλι στον ώμο του.
-Τι κουβαλάς εκεί; τον ρωτάει ένας τρόφιμος μέσα από τα κάγκελα.
-Κοπριά, για να τη βάλω στις φράουλές μου, αποκρίνεται ο περαστικός.
-Κοίτα να δεις αδικία, λέει αγανακτισμένος ο άλλος. Εγώ τις τρώω με ζάχαρη κι όμως εμένα θεωρούν τρελό!...
-Από τότε που άρχισα να παίζω στο Χρηματιστήριο, τις νύχτες κοιμάμαι σαν μωρό παιδί.
-Έλα ρε!
-Σοβαρά σου μιλάω.
-Πώς κοιμάσαι δηλαδή;
-Κάθε μία ώρα ξυπνάω και κλαίω!...
«Μόνο οι νεκροί μπορούν να αναστηθούν. Κάτι που είναι πιο δύσκολο με τους ζωντανούς».
Stanislaw Jerzy Lec, 1906-1966, Πολωνός γνωμικογράφος