Ήταν ο Κωστίκας κι ο Γιωρίκας μέσα σε μία Ferrari. Όπως οδηγούσε ο Γιωρίκας πατάει μια γριά. Δε σταματάει όμως, αλλά συνεχίζει χωρίς καν να κόψει ταχύτητα.
-Πας καλά ρε; του φωνάζει ο Κωστίκας. Την πάτησες τη γιαγιά!
-Ξέρεις από Ferrari; ρωτά άγρια ο Γιωρίκας.
-Όχι.
-Ε, τότε τι μιλάς; Συνεχίζει να τρέχει ο Γιωρίκας και πατάει έναν άνδρα.
-Ρε Γιωρίκα! Πάτησες κι άλλον άνθρωπο!
-Ξέρεις από Ferrari;
- Όχι.
-Ε, τότε τι μιλάς; Συνεχίζει να τρέχει ο Γιωρίκας, πατάει και ένα παιδάκι.
-Γιωρίκα! Το πάτησες το παιδί!
-Ξέρεις από Ferrari;
Τα παίρνει ο Κωστίκας:
- Ε, ναι ρε! Ξέρω!
-Ωραία. Τότε δείξε μου πού είναι το φρένο!...
Μην τα βάζετε με τα παιδιά...
Τα παιδιά ήταν σε σειρά στην τραπεζαρία του σχολείου για το μεσημεριανό. Στην αρχή του τραπεζιού ήταν μια μεγάλη στοίβα με μήλα. Μια δασκάλα έκανε ένα σημείωμα και το άφησε δίπλα στα μήλα: «Πάρτε μόνο ΕΝΑ. Ο Θεός κοιτάει».
Στην άλλη πλευρά του τραπεζιού υπήρχε μια μεγάλη πιατέλα με μπισκότα σοκολάτας. Και ένα παιδί έγραψε ένα σημείωμα: «Πάρτε όσα θέλετε, ο Θεός προσέχει τα μήλα».
«Κι αν είναι ο λάκκος σου πολύ βαθύς, χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς».
Κώστας Βάρναλης, ποιητής, 1883-1974