Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Επίθεση στον Γιάννη Μπουτάρη: Τι έπρεπε να ξέρουμε, τι πρέπει να μάθουμε

Μία εβδομάδα μετά την θλιβερή και χυδαία επίθεση στο δήμαρχο Θεσσαλονίκης

Του Γιώργου Παπαδημητρίου

Η επίθεση που δέχτηκε ο Γιάννης Μπουτάρης το περασμένο Σάββατο ξεσήκωσε ένα κουρνιαχτό άρθρων και τοποθετήσεων τόσο στα ΜΜΕ όσο και στα social media. Μεταξύ των πολλών χαρακτηρισμών που συνόδευσαν αυτό το θλιβερό και χυδαίο περιστατικό ήταν και οι λέξεις «έκπληξη», «σοκ», «πρωτοφανής», «ανήκουστη». Τώρα όμως  που καταλαγιάζει το πρώτο κύμα της πομπώδους αγανάκτησης του θεαθήναι, ας αναλογιστούμε κι ας αναρωτηθούμε επί της ουσίας του πράγματος: πόσο έκπληκτοι και άναυδοι δικαιούμαστε να νιώθουμε, όταν αυτή η επίθεση συμβαδίζει απόλυτα με τα όσα βλέπουμε καθημερινά να διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια μας, σε σχεδόν κάθε εκδήλωση του κοινωνικού μας βίου;

Εκτός αν ζείτε σε διαφορετική χώρα από αυτή στην οποία ζω εγώ, και μπορείτε να μου αντιτάξετε ότι δεν είστε αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες καθημερινών περιστατικών αγελαίας βίας και πλήρους υποταγής της ψυχραιμίας και της λογικής απέναντι στη ζωώδη παρορμητικότητα του όχλου; Εκτός αν ζείτε κάπου αλλού, σε κάποιον τόπο μακρινό και παραμυθένιο, όπου οι πολίτες παρεμβαίνουν ενεργά και αποφασιστικά στη θέα οποιασδήποτε πράξης βίας και τραμπουκισμού, ρισκάροντας τη δική τους ασφάλεια προκειμένου να διασώσουν το εκάστοτε θύμα που έχει ριχτεί στην αρένα; Υποθέτω, επίσης, ότι είμαι ο μόνος που έχει διαπιστώσει ότι σε συγκεντρώσεις σαν αυτή των ποντιακών συλλόγων το περασμένο Σάββατο, παρεισφρέουν ακραία στοιχεία, τα οποία ουδείς έχει την ουσιαστική διάθεση να απομονώσει και να περιορίσει. Τέλος, αν δεν απατώμαι, μάλλον δεν έχετε ποτέ σας διαβάσει ή ακούσει σχόλια, σε καφενεία, λεωφορεία, ραδιόφωνα, sites, όπου ο κάθε πικραμένος πριμοδοτεί με ιαχές και φιλιππικούς την εκ του ασφαλούς αυτοδικία και τον τιμωρητικό ξυλοδαρμό, ως καθρέφτισμα του στρεβλού και διεστραμμένου νοήματος με το οποίο έχουν πλέον ενδυθεί οι έννοιες της αντισυστημικής αντίδρασης και της αμφισβήτησης των κακώς κειμένων.

Για να το θέσουμε απλά και λιτά, όλες οι πτυχές και οι συνιστώσες του σαββατιάτικου περιστατικού ήταν ήδη φανερές και προϋπάρχουσες. Η ομαδική επίθεση που εξαπέλυσε το οργισμένο μπουλούκι σε έναν ανυπεράσπιστο υπερήλικα, η πλήρης αδιαφορία του συγκεντρωμένου πλήθους, τα στραβοστόμικα σχόλια τύπου «καλά να πάθει», «ε, κι αυτός, ας μην προκαλούσε» δεν αποτελούν τίποτα το καινούργιο, τίποτα το ξαφνικό. Είναι, όλα τους, πανταχού παρόντα όπου κι αν ρίξεις το βλέμμα σου ολόγυρα, σε μια κοινωνία όπου ο  καθένας είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να βγάλει το μάτι του διπλανού του δι’ ασήμαντον αφορμή.

Από εκεί και πέρα, γράφτηκαν κι ειπώθηκαν πολλά περί «σκοταδιού που απειλεί να σκεπάσει την πόλη», περί «αδιαφορίας των Θεσσαλονικέων για το αυγό του φιδιού που εκκολάπτεται στον κόρφο τους», σε μια γνώριμη εκδήλωση δύο συνδρόμων που κατακλύζουν τόσο την πόλη μας όσο και ολόκληρη τη χώρα: αφενός του επαρχιωτισμού κι αφετέρου της μηδενικής διάθεσης και ικανότητας για περαιτέρω ανάλυση. Όπως ακριβώς, ως Έλληνες, μπαλαντζάρουμε διαρκώς σε αυτή την τραμπάλα κιτς σοβινισμού και κόμπλεξ κατωτερότητας (από τη μια, είμαστε η μόνη χώρα στον πλανήτη που επαναλαμβάνει ακατάπαυστα τη φράση «οι εικόνες ντροπής έκαναν τον γύρο του κόσμου», από την άλλη είμαστε έτοιμοι να διατρανώσουμε μια φαιδρή φαντασιακή υπεροχή έναντι οτιδήποτε ξένου), έτσι και ως Θεσσαλονικείς, ζούμε με τη μόνιμη δαμόκλειο σπάθη του να μην προκαλέσουμε τα υποτιμητικά σχόλια της Αθήνας, την οποία τρέμουμε και κατηγορούμε, υπερτιμούμε και υποτιμούμε, την ίδια ακριβώς στιγμή. Το αληθινά αστείο, βέβαια, είναι ότι και οι τάχα μου κοσμοπολίτικες εξ Αθηνών κουβέντες υποκύπτουν στην ίδια ακριβώς επαρχιώτικη λογική, αποδίδοντας σχεδόν μεταφυσικά κριτήρια στις πόλεις και τους κατοίκους αυτών...

Για να το διατυπώσουμε και πάλι λίγο πιο σταράτα, η Θεσσαλονίκη έχει εκλέξει δύο σερί φορές δήμαρχο τον Γιάννη Μπουτάρη, όχι τον Αχιλλέα Μπέο, όπως ο Βόλος, όχι κάποιον αχυράνθρωπο του Μαρινάκη, όπως ο Πειραιάς, όχι τον Ψινάκη, όπως ο Μαραθώνας. Στη Θεσσαλονίκη, δεν βλέπουμε επιθέσεις σε πρόσφυγες ή μετανάστες σε καθημερινή βάση, όπως πχ στην Αθήνα, δεν θρηνήσαμε κάποιον Παύλο Φύσσα, ενώ αποτελεί σπανιότατο (αν όχι και ανύπαρκτο) θέαμα το να κόβουν αμέριμνοι βόλτες οι Χρυσαυγίτες στο κέντρο της πόλης, όπως έχω ιδίοις όμμασι διαπιστώσει ότι συμβαίνει τόσο στο κέντρο της Αθήνας όσο και στα κεντρικά σημεία πολλών επαρχιακών πόλεων. Εξυπακούεται πως ούτε εδώ είναι ρόδινα τα πράγματα, καθώς έχουμε πολλά φίδια στον κόρφο μας. Από κύκλους άκρατου συντηρητισμού, που προσφέρουν ακόμη ακροατήριο σε ντόπιους ρήτορες ακραίου λαϊκισμού και πηχτής βλακείας (ξέρετε όλοι ποιους εννοώ...), μέχρι τον φανατισμό στο ζήτημα της Μακεδονίας (που αποτελεί, κι αυτό με τη σειρά του, ζήτημα που απαιτεί μια λίγο πιο σύνθετη ανάλυση από αυτές που απλώς παρουσιάζουν τη Θεσσαλονίκη ως αυτοφυές ορμητήριο γραφικότητας), εννοείται πως έχουμε πολλά να λύσουμε και να αντιμετωπίσουμε. Αλλά ο μόνος δρόμος για να το πράξουμε είναι η εποπτική και ψύχραιμη αποτίμηση της κατάστασης και όχι αυτή η φτιαχτή και συμπλεγματική αίσθηση αυτομαστιγώματος.

Αντιστοίχως, προκειμένου να κάνουμε βήματα προόδου, θα πρέπει να περάσουμε στο επόμενο στάδιο δράσης, που αναγκαστικά και υποχρεωτικά θα ξεπερνά το επίπεδο της ψηφιακής ευαισθητοποίησης, η οποία λαμβάνει μία από τις εξής δύο μορφές: δακρύβρεχτη και μελιστάλαχτη εκδήλωσης ενός ακαθόριστου πένθους / επιθετική ρητορική μηδενικής ανοχής και «επίθεσης», συνήθως από ανθρώπους που δεν έχουν ποτέ τους βρεθεί σε οποιαδήποτε στριμόκωλη κατάσταση. Κύριοι εκφραστές αυτών των τάσεων συνιστούν εκείνες οι καλλιτεχνίζουσες και αφόρητα εγωπαθείς «περσόνες» της πόλης, βυθισμένες σε ένα κόσμο αυταξίας και αδιάκοπης είσπραξης κολακείας, οι οποίες περνούν από το ροζ συννεφάκι στον ανταριασμένο και κατάμαυρο ουρανό όχι απλώς εν μια νυκτί, αλλά σε κλάσματα δευτερολέπτου. Ένα φεστιβάλ ή ένα χίπστερ event είναι ικανό να προκαλέσει ατάκες όπως «Θεσσαλονίκη, μητρόπολη της διαφορετικότητας και της νεανικότητας» και ένα δυσάρεστο γεγονός, όπως αυτό του Σαββάτου, ενεργοποιεί τις πλερέζες και τις βαρύγδουπες δηλώσεις τύπου «αυτό που ζούμε είναι μια κόλαση, δεν πάει άλλο, πρέπει να αναλάβουμε δράση». Το ότι δεν ισχύει ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι, φυσικά, εμφανές σε κάθε λογικό άνθρωπο.... Φυσικά, εύλογα αναρωτιέται κανείς ποια είδους δράση έχουν κατά νου αυτές οι τόσο εμφατικά ερωτευμένες με την πάρτη τους φιγούρες, οι οποίες έχουν συνηθίσει να ζουν και να αναπνέουν μονάχα σε απολύτως οικεία περιβάλλοντα και να συναναστρέφονται αποκλειστικά με αυλικούς...

Τέλος, ας θίξουμε κι μια ακόμη άβολη πτυχή του θέματος, η οποία συσκοτίζεται σκοπίμως και συστηματικά. Προτού αναπτύξουμε τον συλλογισμό μας, όμως, ας ξεκαθαρίσουμε κάτι που θα έπρεπε να είναι παντελώς σαφές: δεν αναφερόμαστε στην ευρύτατη μάζα των Ποντίων, οι οποίοι είτε δεν ενδιαφέρονται κι ιδιαίτερα για την ποντιακή τους καταγωγή είτε απλώς αποδίδουν ένα στοιχειώδη σεβασμό στις ρίζες τους. Αντιθέτως, αναφερόμαστε σε εκείνο το ποσοστό των Ποντίων που ενδύει την καταγωγή του με ένα μεσσιανικό μανδύα περιούσιου λαού, που υιοθετεί επικίνδυνες φρασεολογίες περί ράτσας και φυλής, που συμπεριφέρεται σχεδόν σαν μειονοτική εθνοτική ομάδα εντός ενός ξένου κράτους (φυσικά, όλα τα παραπάνω εμφανίζονται αρκετά συχνά σε πληθυσμιακές ομάδες που κουβαλούν στην καμπούρα της ιστορίας τους σφαγές και διωγμούς, όπως ο ποντιακός ελληνισμός). Ας παραδεχτούμε, λοιπόν, το προφανές: συγκεντρώσεις σαν αυτή του Σαββάτου προσελκύουν πολλά ακραία στοιχεία. Τα οποία ακραία στοιχεία βγαίνουν ξάφνου από το άτολμο καβούκι τους και προβαίνουν σε πράξεις βίας, ακριβώς επειδή τους παρέχεται ένα ασφαλές περιβάλλον οικειότητας και (συγ)κάλυψης, όπως ακριβώς είχε συμβεί και στο συλλαλητήριο για τη Μακεδονία. Όπου κι όποτε η κοινωνία (κι όταν λέμε κοινωνία, δεν εννοούμε σε καμία περίπτωση κάποιο κομμάτι του πληθυσμού με συγκεκριμένο ιδεολογικό και πολιτικό φορτίο, αλλά όλους τους πολίτες που πιστεύουν στην ελευθερία ιδεών και έκφρασης και στην αρμονική συνύπαρξη) δηλώνει το «παρών», αυτά τα στοιχεία αποσύρονται. Παρόλα αυτά, και για να τραβήξουμε τη βαλίτσα ακόμη παραπέρα, στόχος μας δεν θα πρέπει να είναι ο εξαναγκασμός των πλανεμένων μυαλών σε άτακτη υποχώρηση, αλλά η αλλαγή νοοτροπιών και απόψεων. Αυτό, όμως, είναι μια άλλη μακροσκελής συζήτηση....

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Κλείνει η ΛΑΡΚΟ, διακόπτεται η μισθοδοσία των εργαζομένων - Το σχέδιο της κυβέρνησης
Τι προβλέπεται σε απόφαση από τα υπουργεία Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Εργασίας
Κλείνει η ΛΑΡΚΟ, διακόπτεται η μισθοδοσία των εργαζομένων - Το σχέδιο της κυβέρνησης