Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Γιώργος Ρακκάς: Τα καίρια, μα «αόρατα» προβλήματα της Θεσσαλονίκης

Ο υποψήφιος Δήμαρχος με την δημοτική παράταξη «Μένουμε Θεσσαλονίκη», αρθρογραφεί στον «Τύπο Θεσσαλονίκης»

Άρθρο του Γιώργου Ρακκά*

 

Υπάρχουν, μεταξύ πολλών άλλων, δύο μείζονα κοινωνικά προβλήματα, τα οποία αν και απειλούν την βιωσιμότητα και το μέλλον της πόλης, και ταλανίζουν ιδίως την καθημερινότητα των κοινωνικά και οικονομικά ασθενέστερων, δεν έχουν αποκτήσει τον χώρο που θα τους έπρεπε στην προεκλογική ατζέντα. 

Το πρώτο αφορά στην εγκληματικότητα. Με την παγκοσμιοποίηση το έγκλημα (διεθνώς, αλλά και στην χώρα και την πόλη μας) μεταβλήθηκε σε bigbusiness, πολυεθνικοποιήθηκε κι ως συνέπεια έγινε πιο απρόσωπο, κι άρα πιο αμείλικτο. Έχασε τις κοινές πολιτιστικές συμβάσεις εκείνες που άλλοτε ίσχυαν και που το έκαναν να κινείται στην δική του υπόγεια καθημερινότητα, συνυπάρχοντας τρόπον τινά με τη νομιμότητα. Τώρα όλοι, και ιδίως οι ασθενέστεροι, που δεν έχουν την δυνατότητα να εξαγοράσουν την ασφάλειά τους, είναι δυνάμει «θύματα», μιας καινούριας εκδοχής εγκλήματος η οποία μάλιστα δεν γνωρίζει διάκριση μεταξύ 'ήπιας' και 'σκληρής' εκδοχής: Οποιαδήποτε μικροκλοπή καταστήματος, μπορεί να εξελιχθεί σε ακραίο πιστολίδι, οποιαδήποτε διάρρηξη οικίας, ενέχει τον κίνδυνο άγριων ξυλοδαρμών και φονικών μαχαιρωμάτων, μπορεί, για ένα κινητό ή για ένα πορτοφόλι, να καταλήξεις με σπασμένα μούτρα. Οι δε δημόσιοι χώροι, όσοι έχουν παραμείνει ελεύθεροι από την προέλαση της εστίασης και της διασκέδασης, γνωρίζουν μια ιδιότυπη μορφή ‘ιδιωτικοποίησης’ –αυτήν την φορά από τα δίκτυα του εγκλήματος, τις μαφίες ναρκωτικών και σωματεμπόρων.

Τα όσα συμβαίνουν στην πανεπιστημιούπολη, για παράδειγμα, που αντί να αντιπροσωπεύει έναν χώρο σε ζωντανή επαφή με την πόλη, παράγοντα σημαντικής πνευματικής και πολιτιστικής αναβάθμισής της, έχει καταντήσει γκέτο είναι πολύ χαρακτηριστικά.

Όλα αυτά δεν συνιστούν μια ακραία υπονόμευση του συνταγματικά κατοχυρωμένου, κοινωνικού αγαθού της ασφάλειας, τουλάχιστον για την μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία που παραμένει απροστάτευτη μέσα σ’ ένα κλίμα ταχείας απορρύθμισης της δημόσιας τάξης. Ωστόσο, το ζήτημα δεν απασχολεί τους υποψηφίους όσο απασχολεί τους ίδιους τους πολίτες στην καθημερινότητά τους. Το έλλειμμα ασφάλειας, συνεπάγεται μια σοβαρή δυσλειτουργία του δημοκρατικού κράτους δικαίου, και θέτει έμμεσα αλλά αποφασιστικά ζητήματα ισονομίας των πολιτών.

Ας περάσουμε στο δημογραφικό• κι αυτό το ζήτημα υποβαθμίζεται συστηματικά στην προεκλογική ατζέντα. Ωστόσο δεν υπάρχει χαρακτηριστικότερο παράδειγμα κοινωνικής τύφλωσης. Γιατί τα ψυχρά δεδομένα μιλούν από μόνα τους: Ποια κοινωνία μπορεί να σταθεί στα πόδια της με μέσο όρο ηλικίας τα 43 χρόνια; Ήδη το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έχει ξεκινήσει να μιλάει για την προοπτική μιας σοβαρότατης οικονομικής κάμψης στην Ελλάδα, εξαιτίας της δημογραφικής της συρρίκνωσης. Και βέβαια δεν είναι μόνον αυτό. Καμία πολιτική έρευνας και καινοτομίας, καμία πολιτική πολιτιστικής αναγέννησης, καμία πολιτική παραγωγικής ανασυγκρότησης δεν μπορεί να καρποφορήσει σε μια γερασμένη χώρα• ούτε ανανέωση του πολιτικού σκηνικού μπορεί να υπάρξει, καθώς σταδιακά, η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος ωρίμασε –όσο ωρίμασε τελοσπάντων– ιδεολογικοπολιτικά μέσα στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, και άρα αναφέρεται τόσο αποφασιστικά στο χθες, σε παρωχημένες πολιτικές διαιρέσεις και ιδεολογικά σχήματα.

Άρα; Για ποια Θεσσαλονίκη του 21ου αιώνα μιλάμε, όταν που ήδη είναι πόλη των γκρίζων κροτάφων; Σε στοιχεία που ζήτησε το Μένουμε Θεσσαλονίκη, τον Δεκέμβριο του 2018, η διεύθυνση πρωτοβάθμιων σχολείων Ανατολικής Θεσσαλονίκης, που περιλαμβάνει και το μεγαλύτερο μέρος των σχολείων του Δήμου, μας απάντησε ότι ο αριθμός των παιδιών που φοιτούν στην πρώτη τάξη του δημοτικού, σε δημόσια και ιδιωτικά, υπολογίζεται μόλις στα 2.078. Το τι σημαίνει αυτό για έναν Δήμο των τριακοσίων χιλιάδων εγγεγραμμένων δεν θέλει και πολύ ανάλυση για να το καταλάβει κανείς.

Τα παραπάνω προβλήματα, τόσο πολύπλοκα και τόσο σημαντικά για την καθημερινότητα και το μέλλον της πόλης, δεν είναι δυνατόν να λυθούν από μια παράταξη, και δεν είναι σωστό να αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο του ‘χρηματιστηρίου’ των προεκλογικών προτάσεων. Είναι δύσκολα, γιατί απαιτούν ευρείες συναινέσεις, και ειλικρινή διάλογο, όχι για την καρέκλα, αλλά επί της ουσίας. Γι’ αυτό ίσως είναι εξαιρετικά αντιδημοφιλή στους ίδιους τους υποψηφίους, γιατί παραπέμπουν σε μια δημοκρατία της πράξης, και όχι σε μια δημοκρατία που βουλιάζει μέσα στον πληθωρισμό κούφιων λόγων. Η πραγματικότητα, ωστόσο, τα θέτει με αμείλικτο τρόπο, και όσο συνεχίζουμε να τα αγνοούμε, άλλο τόσο η τοπική πολιτική θα εγκλωβίζεται στα προσχήματα. 

 

*Ο Γιώργος Ρακκάς είναι Πολιτικός επιστήμονας, υποψήφιος Δήμαρχος με την δημοτική παράταξη «Μένουμε Θεσσαλονίκη»

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ «ΤΥΠΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ»

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ