Του Γιώργου Παπαδημητρίου
Πριν από πέντε ημέρες, ο δήμος του Ντιτρόιτ κατέθεσε αίτηση υπαγωγής σε διαδικασία πτώχευσης, ζητώντας «κούρεμα» των οφειλομένων του. Το χρέος του Ντιτρόιτ είχε αρχικά υπολογιστεί στα 11 δις δολάρια, νεότερες όμως εκτιμήσεις το εκτοξεύουν στα 20 δις. Πέρα από το προφανές σοκ της χρεοκοπίας μίας μεγάλης πόλης των ΗΠΑ, ο συμβολικός αντίκτυπος της εξέλιξης αυτής είναι κολοσσιαίος. Η πόλη του Ντιτρόιτ ήταν η Μέκκα της αμερικάνικης αυτοκινητοβιομηχανίας, καθώς και μία πάλαι ποτέ κραταιά οικονομική οντότητα. Το ονοματεπώνυμο που είναι συνυφασμένο με την ανάπτυξη της πόλης του Ντιτρόιτ είναι αυτό του Χένρι Φόρντ (30 Ιουλίου 1863 - 17 Απριλίου 1947). Το 1899, ο Φόρντ δημιούργησε την «Detroit Automobile Company» (την μετέπειτα «Cadillac Motor Car Company»), ενώ το 1903 ίδρυσε τη «Ford Motor Company». Από ιστορική σκοπιά πάντως, η ημερομηνία ορόσημο είναι η 1η Δεκεμβρίου 1919, όταν και εγκαινιάστηκε η πρώτη κινούμενη αλυσίδα παραγωγής (assembly line) στα εργοστάσια της Ford. Η assembly line εντασσόταν σε ένα ευρείας κλίμακας καινοτόμο σχέδιο, το οποίο αποσκοπούσε στη μείωση του κόστους και στην επίτευξη μαζικότατης παραγωγής. Κάπως έτσι λοιπόν, εγένετο ο φορντισμός, μία έννοια πολύ ευρύτερη από την αυτοκινητοβιομηχανία Ford.Ο φορντισμός αποτέλεσε μία εκσυγχρονισμένη μετεξέλιξη του τότε κυρίαρχου συστήματος οργάνωσης της εργασίας και διεύθυνσης της παραγωγής, του τεϊλορισμού. Ο τεϊλορισμός (από τον Αμερικάνο μηχανικό Φρέντερικ Ουίνσλοου Τέιλορ) θεωρούταν πλέον ξοφλημένος, καθότι βασιζόταν σε συνθήκες εργασίας που εξαντλούσαν σωματικά τους εργάτες, επιφέροντας δραματικές επιπτώσεις στον ρυθμό παραγωγής. Οι βασικές οργανωτικές συνιστώσες του φορντισμού επέβαλαν μεταξύ άλλων: α) την καθετοποίηση της παραγωγής, β) την αυστηρή τμηματοποίηση της εργασίας, γ) τη μαζική παραγωγή συναρμολογούμενων προϊόντων μέσω μίας επαναληπτικής διαδικασίας και δ) τη δημιουργία ελάχιστων μοντέλων προς κατανάλωση, τα οποία θα απευθύνονταν στους πάντες. (Το καμάρι της Ford υπήρξε το διάσημο Model-T, το οποίο έκανε θραύση και το οποίο φιγουράρει σε σχεδόν όλες τις γκανγκστερικές ταινίες που θα έχετε δει.)
Το αδιόρατο breakthrough πάντως του Φόρντ δεν ήταν κάτι από όλα τα παραπάνω, αλλά η πλήρης συνειδητοποίηση πως δεν νοείται επιτυχημένος καπιταλισμός χωρίς άκρατο καταναλωτισμό. Η χρηστικότητα, η μαζική παραγωγή και οι προσιτές τιμές δεν θα καρποφορήσουν αν δεν δοθεί η δέουσα σημασία στο συλλογικό θυμικό του καταναλωτικού σώματος. Ο φορντισμός επένδυσε σχεδόν ισομερώς στη μαζική παραγωγή προϊόντων και στην ανάλυση της καταναλωτικής συμπεριφοράς προκειμένου να εξασφαλιστούν οι υψηλές πωλήσεις. Σχεδιάστηκαν και δημιουργήθηκαν εξαιρετικά μοντέρνα για την εποχή δίκτυα προώθησης και επιρροής των καταναλωτικών συνηθειών. Παράλληλα, για πρώτη φορά ο εργαζόμενος έγινε αντιληπτός ως διπλή πηγή κέρδους, τόσο μέσω της εργασίας του όσο και μέσω της εν δυνάμει ιδιότητάς του ως καταναλωτή, εκτός του εργασιακού περιβάλλοντος.
Ως εκ τούτου, ο φορντισμός έλαβε τη μορφή ενός εκτεταμένου πλέγματος ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων εντός του υπάρχοντος οικονομικού συστήματος. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’70, γνώρισε άνθιση και έχαιρε ευρείας αποδοχής, ωσότου τα ίδια του τα δομικά στοιχεία γύρισαν μπούμερανγκ εναντίον του. Η κατανάλωση εξελίχθηκε, μεταμορφώθηκε, διανθίστηκε. Το «λίγα μοντέλα για όλους» ήταν πλέον εξαιρετικά παρωχημένο για μια εποχή αποθέωσης της ατελείωτης ποικιλίας. Πλην όμως του καταναλωτικού πεδίου, ο φορντισμός άρχισε να χωλαίνει και επίπεδο αντιμετώπισης των εργασιακών σχέσεων. Οι ψυχολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες της εργασίας είχαν εκτοπιστεί από την εξίσωση. Στο σκέλος της παραγωγής, ο εργαζόμενος λογιζόταν μονάχα ως λειτουργικό εργαλείο, με αποτέλεσμα να παραγνωρίζονται πλήρως οι δυνατότητες και οι λοιπές πτυχές της προσωπικότητάς του. Η μονομέρεια σε συνδυασμό με τις μηδενικές δυνατότητες εργασιακής ανέλιξης συνετέλεσαν στη φθορά του φορντισμού και σε ενδό-οργανωτικό επίπεδο. (Η ταινία «Μοντέρνοι Καιροί» του Τσάρλι Τσάπλιν, του 1936, διακωμωδεί μεγαλοφυώς την μηχανιστικά επαναλαμβανόμενη φύση της εργασίας στον φορντισμό.)
Από τις εποχές δόξας λοιπόν του φορντισμού, στο ζοφερό μέλλον του Ντιτρόιτ. Με την ανεργία σε διπλάσια επίπεδα από τα αντίστοιχα εθνικά και την ανεπίσημη να υπερβαίνει το 50% στις παραγωγικές ηλικίες. Με ραγδαία συρρίκνωση του πληθυσμού, με εκμηδενισμό των κοινωνικών παροχών, με λεηλασία των ασφαλιστικών ταμείων, με καλπάζουσα εγκληματικότητα, με ερήμωση του αστικού τοπίου. Με την αποπληρωμή του χρέους προς την Bank of America να ορίζεται στο 75% και την αποπληρωμή του χρέους προς τα συνταξιοδοτικά ταμεία να αναμένεται να οριστεί στο 10%. Με ιδρύματα με έδρες στην άλλη άκρη του κόσμου, όπως η γερμανική «Hypo Real Estate Holding» και η γαλλό-βελγική «Dexia», να τοποθετούνται υψηλότερα στη λίστα προτεραιοτήτων σε σχέση με τα σχολεία και τα νοσοκομεία του Ντιτρόιτ. «Laissez faire, laissez passer», έλεγαν κάποτε. «Laissez faire, laissez tuer» ήταν αυτό που εννοούσαν.