Του ΤΑΣΟΥ ΘΩΜΑ
Ίσως να μην μπορούμε να το καταλάβουμε, μπορεί να μην το χωρά ο συνηθισμένος στην καθημερινότητα νους μας, όμως, τίποτε δεν μας λείπει από χώρες που παρακολουθήσαμε να παίρνουν φωτιά, με μία κάποια σπίθα, διαφορετική, μα ταυτόσημη, αλλόκοτη, μα τόσο αναμενόμενη. Δεν είναι μόνο ο λαός που δεν το χωρά ο νους του. Κυρίως είναι οι κυβερνώντες. Καταδικασμένοι από τη λαγνεία της εξουσίας να ζουν το δικό τους success story, ντοπαρισμένοι από την αυταρχικότητα των επιστρατεύσεων και του απανταχού «μαύρου» που έχουν σκορπίσει στην κοινωνία, θεωρούν με όρους ποδοσφαιρικούς πως έχουν κερδίσει «παντού».
Αδιαφορούν επιδεικτικά για την οργή και το μίσος που συσσωρεύουν οι Έλληνες για την κυβέρνησή τους, για τις πολιτικές που τους εξαθλιώνουν και τους αφήνουν να ζουν ανασφαλείς, παράλυτοι, απεγνωσμένοι. Επιτίθενται με ό,τι έχουν και δεν έχουν εναντίον των φτωχών και (πρώην) μεσαίων, αποψιλώνουν βίαια κάθε κρατική λειτουργία και κάθε κοινωνική δομή της χώρας. Απαξιώνουν, συρρικνώνουν και τελικά ερημώνουν τη δημόσια παιδεία και υγεία, λες και το ξεσκισμένο «πουλόβερ» του κοινωνικού ιστού, των δομών και της οικονομίας δεν θα χρειαστεί ποτέ ξανά να «ζεστάνει» τους Έλληνες.
Τίποτε δεν αφήνουν όρθιο στο διάβα τους οι τυφλοί κήρυκες της αναδιάρθρωσης, του εκσυγχρονισμού και της σωτηρίας της Ελλάδας. Η αντιδιαστολή έχει τη σημασία της: την περασμένη εβδομάδα ο Σαμαράς με δραματικότητα, τρομάρα του, έκανε διάγγελμα για τη δοκιμαστική (!) μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση, ο Βενιζέλος έσπευσε να πάρει κι αυτός ένα ξεροκόμματο της «επιτυχίας» και λίγες μέρες μετά οι καθηγητές γυμνασίων και λυκείων βαφτίζονταν δάσκαλοι δημοτικού και οι διδακτορικοί του δημοσίου τελικά μπήκαν στο σφαγείο διαθεσιμότητας – κινητικότητας – απόλυσης. Θα μας τρελάνουν! Ο πρωθυπουργός ο ίδιος δίνει μάχη για την τιμή της μπριζόλας (αν υποθέσουμε πως η μείωση 10% θα περάσει στον καταναλωτή), αλλά το γεγονός πως εκτελείται εν ψυχρώ η δημοσία παιδεία και γίνεται σαφάρι επί δικαίων και αδικών στο δημόσιο, είναι ζήτημα ελάσσονος πολιτικής, η οποία έχει σχέση με τα νούμερα, τον ύπνο του Μητσοτάκη και τις ορέξεις του Στουρνάρα.
Ορθά κοφτά το είπε ο υφυπουργός Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης (;) Παντελής Καψής μιλώντας σε ραδιοφωνική εκπομπή. «Αν γινόταν δεκτή η πρόταση των εργαζομένων (να εκπέμψει η ΝΕΡΙΤ χωρίς ενδιάμεσο φορέα και με παραμονή όλων των εργαζομένων εκτός όσων συνταξιοδοτούνται) θα ακυρωνόταν η πολιτική απόφαση του προηγούμενου διαστήματος, καθώς και οι δεσμεύσεις προς την τρόικα». Οι εντολές του Βερολίνου, στο πλάι των ιδιωτικών συμφερόντων που κάνουν πάρτι με το κλείσιμο της ΕΡΤ! Είναι σαφές πέραν κάθε αμφιβολίας πως οι κυβερνώντες θεωρούν πως μόνος τρόπος για τη δική τους «επόμενη μέρα» είναι η ικανοποίηση αυτών των δύο.
Έτσι, έχουν βάλει στην αντίπερα όχθη όλους τους εργαζομένους, τους άνεργους, τους μικρομεσαίους, τους συνταξιούχους, με βάση το δικό τους συμπέρασμα πως «αν ήταν να μας ρίξουν, θα το ’χαν κάνει ήδη». Πόσο λάθος κάνουν. Η πολιτική τους σκέψη είναι εξίσου τσαπατσούλικη όσο και η πολιτική τους. Λες και οι Αιγύπτιοι πριν ρίξουν τον Μουμπάρακ του είχαν στείλει γράμμα στο σπίτι πως ετοιμάζουν κοινωνική έκρηξη! Λες και η κοινωνική έκρηξη είναι κάτι που ετοιμάζεται και δεν ξεσπά, απότομα και τις περισσότερες φορές ίσως και απροετοίμαστα.
Σε αυτή την ιστορική καμπή είναι που πρέπει να δράσουμε με αυξημένο αίσθημα ευθύνης, γιατί η έκρηξη δεν είναι αυτόματος πιλότος. Τουναντίον, έχει κακοτράχαλους δρόμους και στραβοτιμονιές. Όσο ήταν στη Λεωφόρου Στρατού και σε δεκάδες άλλες πορείες είδαν ανθρώπους που ουδεμία σχέση είχαν ποτέ τους με κοινωνικούς αγώνες και δεν είχαν πατήσει το πόδι τους σε διαδήλωση να έρχονται με την καρδιά τους να ακούν, να μιλούν, να χρειάζονται αυτή την κατάσταση. Όχι για το πορτοφόλι τους. Για την ίδια τους την ύπαρξη που καθημερινά βιάζεται απ’ τους πύρινους λόγους των ταγών μας που κηρύττουν «αξιοκρατία, μεταρρυθμίσεις, επενδύσεις» κι ό,τι άλλο κι έπειτα γυρνούν και κατακρεουργούν δικαιώματα και δημόσια αγαθά, διασύρουν κοινωνικές ομάδες, προσθέτουν περικοπές και φόρους. Μπορεί να τελειώνει η κλεψύδρα της δήθεν «συναίνεσης» στην κυβέρνηση, όμως, τότε το πού θα κάτσει η μπίλια θα είναι ευθύνη όλων μας.