Skip to main content
Menu Αναζήτηση
espa-banner

Εγκλήματα δίχως τιμωρία

Του Θωμά Γκοσινή

Μπορεί να πατάει και με τα δυο πόδια στη σφαίρα της δεισιδαιμονίας, όμως ακόμα και οι προλήψεις ξεκίνησαν πατώντας κάπου στην πραγματικότητα. Είναι κάποιες μέρες που, σαν να είναι καρμικό το ζήτημα, γίνονται πεδία δεινών και «μαύρων» για την ανθρώπινη ιστορία γεγονότων. Τόσο που δεν ξέρεις πώς αλλιώς να το εξηγήσεις, δεν είναι λογικό. Μια τέτοια μέρα, ας πούμε, τυπωμένη ισόβια στη λαϊκή συνείδηση, είναι η Παρασκευή και 13. Η μέρα, καλή ώρα, που γράφονται αυτές οι γραμμές. Μια άλλη, είναι η 11η Σεπτεμβρίου. Χρόνια όμως πριν την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, τη μέρα που άλλαξε την πορεία της ανθρωπότητας, υπήρξε μια άλλη σκοτεινή μέρα που ξημέρωσε στις 11 του Σεπτέμβρη.

Εκείνη τη μέρα του 1973, ο Σαλαβδόρ Αγιέντε, ο πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος Σοσιαλιστής ηγέτης του κόσμου, βρέθηκε από το πρωί πολιορκημένος στο La Moneda. Στους γύρω δρόμους ο στρατός, υπό τις εντολές του πραξικοπηματία Αουγκούστο Πινοσέτ, περίμενε υπομονετικά τις ώρες που θα οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια στο θάνατο του ηγέτη της Χιλής. Μέσα στο μέγαρο, ο Αγιέντε περιτριγυρισμένος από τους άνδρες της Grupo de Amigos, της προσωπικής του φρουράς που αποτελούταν από νέους, φίλους, θαυμαστές και συναγωνιστές του (ένας εξ αυτών ήταν και ο Λουίς Σεπούλβεδα, σήμερα εξαίρετος Χιλιάνος λογοτέχνης), είχε πάρει ήδη τις αποφάσεις του. Καθώς η φρουρά λύγιζε και ο στρατός πατούσε τις πόρτες του La Moneda, ο Αγιέντε έστρεφε το περίστροφό του στον ίδιο του τον κρόταφο. Λίγες στιγμές αργότερα, ο άνθρωπος που οραματίστηκε την «Αναίμακτη Επανάσταση» περνούσε στην Ιστορία.

Ο Πινοσέτ πήρε την εξουσία και κυβέρνησε τη Χιλή ως δικτάτορας για 15 ολόκληρα χρόνια, πριν ηττηθεί στο δημοψήφισμα του 1988. Σε αυτό το διάστημα, οι διαταγές του πυροδότησαν μια άνευ προηγουμένου θηριωδία : οι δυνάμεις του δικτάτορα εξαπολύουν ανθρωποκυνηγητό που περιλαμβάνει μαζικές συλλήψεις στελεχών και μελών της «Λαϊκής Ενότητας» του Αγιέντε, εκτελέσεις επί τόπου άοπλων αγωνιστών, ξυλοδαρμούς και κάθε είδους βασανισμούς. Τα νούμερα ποικίλουν ανάλογα την πηγή, πάντως υπολογίζεται ότι πάνω από 4.000 Χιλιάνοι δολοφονήθηκαν ή «εξαφανίστηκαν» από το καθεστώς Πινοσέτ, περισσότεροι από 30.000 βασανίστηκαν ή φυλακίστηκαν και κάπου 200.000 αναγκάστηκαν να φύγουν στην εξορία.

Μετά το 1990, όταν και έχασε οριστικά την εξουσία, ο δικτάτορας συνέχισε να βρίσκεται στη θέση του Αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας μέχρι το 1998. Τον Οκτώβρη του ίδιου έτους συνελήφθη στο Λονδίνο για εγκλήματα εναντίον της Ανθρωπότητας, και παρά το γεγονός ότι η Ισπανία είχε από καιρό εκδώσει ένταλμα για τη σύλληψή του και ζήτησε από την Αγγλία να τον παραδώσει, οι Βρετανοί επικαλέστηκαν τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε και τον άφησαν ελεύθερο να επιστρέψει στη Χιλή. Εκεί, και παρά το γεγονός ότι αντιμετώπισε από το 2004 πάνω από 300 κατηγορίες για τα εγκλήματά του (αλλά και γιατί καταχράστηκε από τα ταμεία της χώρας κάπου 28 εκατομμύρια δολάρια κατά τη διακυβέρνησή του…) από τη Δικαιοσύνη της Χιλής, δεν καταδικάστηκε ποτέ, σε μια σιωπηρή συμφωνία για να αποφευχθεί ο περαιτέρω διχασμός της χώρας, μέχρι και το θάνατό του το 2006 από ανακοπή καρδιάς.

Ο Πινοσέτ δεν πλήρωσε ποτέ για τα εγκλήματά του, και δεν είναι ο μόνος. Προξενεί πραγματικά παγωμάρα η ικανότητα των ανθρώπων να αγνοούν την Ιστορία, ή μάλλον να την κάμπτουν και να τη διαχειρίζονται κατά το δοκούν. Εκείνοι που παίρνουν τις αποφάσεις για λογαριασμό των πολλών αξιολογούν τις καταστάσεις, και το παρελθόν διδάσκει ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, το αίμα από μόνο του δεν αποτελεί επαρκή λόγο για να επιφέρει τιμωρία. Το συλλογικό, για να μιλήσουμε χαριτολογώντας, συμφέρον, επιτάσσει απώλεια μνήμης και η σιωπή στέκεται δίπλα του ατάραχη. Αυτός εδώ δεν είναι ένας δίκαιος κόσμος, ούτε και θα γίνει ποτέ.

Την Τετάρτη, γαλλικό δικαστήριο διέταξε την απελευθέρωση του Λοράν Σερουμπούγκα. Ο 77χρονος άνδρας είχε συλληφθεί στη βόρεια Γαλλία, μετά από διεθνές ένταλμα που είχε εκδώσει εναντίον του η Ρουάντα. Ο Σερουμπούγκα, εκ των ηγετών του Στρατού κατά τη γενοκτονία των Τούτσι από τους Χούτου το 1994, κατηγορείται από την κυβέρνηση της χώρας της Αφρικής για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Η Ρουάντα ζήτησε την έκδοσή του, αίτημα όμως που απέρριψε η Γαλλία. Η αιτιολογία της απόφασης του δικαστηρίου είναι πως, την εποχή που κάπου 800.000 άνθρωποι σφαγιάστηκαν στη Ρουάντα, ο νόμος της χώρας δεν προέβλεπε ποινές για γενοκτονία ή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και, ως εκ τούτου, ο Σερουμπούγκα δεν είναι δυνατόν να δικαστεί αναδρομικά για αδικήματα τα οποία δεν αποτελούσαν τότε μέρος του ποινικού κώδικα…

Τη στιγμή που η Ρουάντα παραμένει, δύο δεκαετίες αργότερα, ένα έθνος στοιχειωμένο από το αίμα που πότισε το χώμα της, οι ελπίδες ο λαός της να πάρει τουλάχιστον την ικανοποίηση ενός επιλόγου μέσω της τιμωρίας των υπεύθυνων για τις εκατόμβες των νεκρών εξανεμίζονται. Ο Φελισιέν Καμπούγκα, εξάλλου, ο άνθρωπος που οι Times του Λονδίνου αποκάλεσαν «Πολ Ποτ της Ρουάντα» και φέρεται να χρηματοδότησε τη γενοκτονία των Τούτσι, εισάγοντας κάπου 300.000 ματσέτες και μοιράζοντάς τις στους στρατιώτες των Χούτου, εξακολουθεί να διαφεύγει της σύλληψης. Η σύζυγος και τα παιδιά του λέγεται πως ζουν πλουσιοπάροχα στην Ευρώπη, ενώ ο ίδιος θεωρείται πως κρύβεται στην Κένυα, υπό την προστασία της κυβέρνησης ή ορισμένων πολύ σημαντικών πολιτικών προσωπικοτήτων της χώρας.

Αντί επιλόγου, ορισμένες γραμμές από το χέρι του Χιλιάνου τεχνίτη των λέξεων, Λουίς Σεπούλβεδα, αφιερωμένες σε όσους «τόλμησαν να θελήσουν να πραγματώσουν τα όνειρά τους». «Απ’ όλους όσοι μας λείπουν, μένουν κάτι λίγες φωτογραφίες, φέτες ζωής που καταψύχονται τη στιγμή του «κλικ», ενώ η ζωή συνεχίζεται, η ίδια ζωή που μας μάζευε όλους στον κήπο του σπιτιού, δίπλα στην ψησταριά, με την αυλόπορτα ανοιγμένη διάπλατα· σ’ ένα πάρκο με το παιδί καθισμένο στα πόδια μας, το ίδιο αυτό παιδί που ψάχνει σήμερα· σε μια συγκέντρωση αναγκαία όσο η χαρά, και μαζί με άλλους που επίσης μας λείπουν. {…} Μιλούσαν για τα πάντα για να ανακαλύψουν ξανά την αξία των λέξεων, κι όταν άρχισαν να μας λείπουν, η σιωπή τους μπροστά στους δήμιους ήταν τα λόγια που μας κληροδότησαν. Από αυτούς τους ανθρώπους μάς έχουν μείνει κάποιες φωτογραφίες που δεν θέλουν να είναι αντικείμενα θρηνωδίας. Αυτό που θέλουν, είναι να τις πάει κανείς στην αυλή του σπιτιού, κι εκεί, τη στιγμή που κάποιος ή κάποια θα πει: «Τι λέτε; Πίνουμε κάνα μάτε;» και τα βλέμματα αρχίσουν να ψάχνονται μέσα στη γλυκιά και σιωπηρή συνεννόηση των δικαίων, εκείνες κι εκείνοι, αυτοί που τόσο μας λείπουν, θα βγουν από την εικόνα τους και θα υψωθούν στην υπέρμετρη των συνωμοσιών, στη θεμελιώδη συνωμοσία κατά του ψεύδους που επιχειρεί να διαγράψει το παρελθόν με χρηματισμούς».*

* Απόσπασμα από το βιβλίο του Λουίς Σεπούλβεδα, «Η Τρέλα του Πινοσέτ» (2002), που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Opera.

           

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ