του Γιώργου Παπαδημητρίου
Ως «εξαφανισμένη» λοιπόν ή «νεκρή» γλώσσα ορίζεται η γλώσσα που δεν διαθέτει πλέον γηγενείς ομιλητές. Εξ αντιπαραβολής, η γλώσσα που διαθέτει γηγενείς ομιλητές ονομάζεται «ζωντανή». Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις, αυτή τη στιγμή στον πλανήτη μας ομιλούνται περίπου 7.000 ζωντανές γλώσσες. Από εκεί και έπειτα, εμφανίζονται διάφορες υπό-κατηγορίες στην ευρύτερη κατηγορία των νεκρών γλωσσών. Υπάρχουν ορισμένες γλώσσες που εισήλθαν στο λεγόμενο στάδιο του «γλωσσικού θανάτου» και αντικαταστάθηκαν από άλλες, φαινόμενο συχνότατο ιδίως στις περιοχές που επλήγησαν από την ανελέητη ευρωπαϊκή αποικιοκρατία. Επιπλέον, ορισμένες νεκρές γλώσσες μπορεί μεν να μην διαθέτουν ζώντες ομιλητές, εντούτοις όμως χρησιμοποιούνται σε επιστημονικό, νομικό ή θρησκευτικό-λατρευτικό πλαίσιο, όπως τα λατινικά, τα σανσκριτικά και τα αρχαία θιβετιανά. Τέλος, υπάρχουν οι νεκρές γλώσσες που δεν υπέστησαν γλωσσικό θάνατο, αλλά διήλθαν μία φάση μετεξέλιξης δίνοντας τη θέση τους σε πιο σύγχρονες μορφές. Στη συγκεκριμένη υπό-κατηγορία εντάσσονται τόσο τα λατινικά που γέννησαν όλες τις ρομανικές γλώσσες όσο και τα αρχαία ελληνικά, απότοκος των οποίων είναι τα νέα ελληνικά.
Εσχάτως, κυριάρχησε στον δημόσιο διάλογο για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το ζήτημα της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών. Πρέπει να παραμείνει ως έχει, πρέπει να περιοριστεί ή πρέπει να εξοβελιστεί τελείως; Το επιχείρημα υπέρ του (τουλάχιστον) περιορισμού των αρχαίων ελληνικών συνίστατο στην κατάταξή τους στις νεκρές γλώσσες. Όντως, τα αρχαία ελληνικά ανήκουν στις νεκρές γλώσσες. Το συμπέρασμα αυτό δεν είναι προϊόν προσωπικής εικασίας του καθενός μας, είναι ξεκάθαρο πόρισμα της επιστήμης της γλωσσολογίας. Το αληθινό ζήτημα είναι όμως κατά πόσο αυτή η διαπίστωση επαρκεί ως επιχείρημα. Η εκπαίδευση, νοούμενη ως μεταλαμπάδευση παιδείας, οφείλει να προσεγγίζει το κάθε ζήτημα με τρόπο εποπτικό και πλήρη και όχι τυπικό. Η πρόταξη της ιδιότητας των αρχαίων ελληνικών ως νεκρής γλώσσας συνιστά μία αυστηρή τυπικότητα, από την οποία μάλλον διαφεύγει η ουσία, όπως άλλωστε συμβαίνει συχνά σε κάθε μορφή τυπικότητας. Θα πρέπει να εξετάσουμε λοιπόν το ζήτημα υπό ευρεία οπτική, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους.
Η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών συνδράμει σε μέγιστο στην βαθύτερη και πιο ενδελεχή κατανόηση των νέων ελληνικών. Τα φωτίζει, τα ξεψαχνίζει, τα θέτει υπό μεγεθυντικό φακό, ξεδιπλώνει την εξελικτική τους πορεία μέσα στον χρόνο. Επιπροσθέτως, οπλίζει κατάλληλα και επαρκώς τη φαρέτρα μας προκειμένου να μελετήσουμε όλα τα έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Σε κάθε έκφανση πνευματικής δημιουργίας ανά τους αιώνες του ανθρώπινου πολιτισμού, η δυνατότητα μελέτης των εκάστοτε αριστουργημάτων στην πρωτότυπη τους μορφή συνιστά την αρτιότερη και πιο ολοκληρωμένη προσέγγισή τους. Τα αρχαία ελληνικά, με την αποθεωτικά ορθολογική δομή και διάρθρωσή τους, ακονίζουν και τροχίζουν το μυαλό με τρόπους εφάμιλλους με τη γεωμετρία. Στον αντίποδα, υπάρχει φυσικά και ο αντίλογος. Πιθανότατα, θα ήταν μία γόνιμη ιδέα να ξεκινά η διδασκαλία των αρχαίων σε ελαφρά μεγαλύτερη ηλικία. Συμπληρωματικά, είναι πέρα για πέρα άτοπο τα αρχαία ελληνικά να υποσκελίζουν ολοκληρωτικά τα νέα ελληνικά όσον αφορά τη σπουδαιότητα του βαθμού για την είσοδο στις πανεπιστημιακές σχολές των ανθρωπιστικών επιστημών. Οφείλει τάχιστα να αποκατασταθεί η φυσική τάξη των πραγμάτων και τα νέα ελληνικά, τόσο ως γλώσσα όσο και ως λογοτεχνία, να πάρουν επιτέλους τα ηνία.
Σε γενικότερο πλαίσιο, το ερώτημα του περιεχομένου της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης θα πρέπει να μας απασχολήσει όλους, φορείς, εκπαιδευτικούς, γονείς, μαθητές, απλούς πολίτες. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, η δευτεροβάθμια εκπαίδευση θα πρέπει: α) να απαγκιστρωθεί επιτέλους από τη χυδαία βαθμοθηρία και να προτεραιώσει τη γνώση, β) να εμπλουτιστεί με μαθήματα επαγγελματικού προσανατολισμού (ρεαλιστικά και όχι φαντασιακά), σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης και τεχνικών ικανοτήτων (αυτό που οι Αμερικάνοι ονομάζουν craftsmanship courses), γ) να ενθαρρύνει και να προωθήσει τις καλλιτεχνικές ανησυχίες των μαθητών, δ) να απαλλαγεί από κάθε μορφή θρησκευτικής κατήχησης, εγκαθιδρύοντας ουδετερόθρησκο χαρακτήρα και ενθαρρύνοντας τις όποιες πνευματικές νεανικές αναζητήσεις, ε) να εκσυγχρονίσει το μάθημα της ιστορίας, δίνοντας επιτέλους έμφαση στη νεότερη ελληνική ιστορία, στ) να προσφέρει τα μέσα, τις υποδομές και τις διεξόδους για άθληση και σωματική άσκηση στους μαθητές, μπας και σταματήσουμε να φιγουράρουμε στις πρώτες θέσεις στις λίστες με τα παχύσαρκα παιδιά, ζ) να μπει στη διαδικασία να αποτελεί σημείο αναφοράς, έμπνευσης και ελευθερίας για τα νέα φυντάνια της χώρας και όχι χώρος καταπίεσης, καταναγκασμού και πατροναρίσματος.